Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 82—«ΤΙ ΚΛΑΙΕΙΣ;»
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ 28:1, 5-8,
Μάρκ. 16:1-8, Λουκ. 24:1-12, Ιωάν. 20:1-18.
ΖΧ 758.1
Οι γυναίκες που είχαν σταθεί πλάι στο σταυρό του Χριστού περίμεναν ανυπόμονα να περάσουν οι ώρες του Σαββάτου. Την πρώτη μέρα της εβδομάδας, ξεκίνησαν πολύ νωρίς για τον τάφο, φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα αρώματα για να αλείψουν το σώμα του Σωτήρα. Η ανάστασή Του δεν τους πέρασε καθόλου από το νου. Ο ήλιος της ελπίδας είχε σβήσει και η σκοτεινή νύχτα είχε απλωθεί στις καρδιές τους. Καθώς βάδιζαν, εξιστορούσαν τα ευσπλαχνικά έργα του Σωτήρα και τα παρήγορα λόγια Του. Αλλά δεν θυμήθηκαν καθόλου τα λόγια, «Πάλιν όμως θέλω σας ιδεί » (Ιωάν. 16:22.) ΖΧ 758.2
Αγνοώντας τι συνέβαινε εκείνη ακριβώς την ώρα. πλησίαζαν στον κήπο διερωτώμενες ενώ βάδιζαν: «Τις θέλει αποκυλίσει εις ημάς τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» Ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να σπρώξουν την πέτρα, αλλά συνέχισαν το δρόμο τους. Ξαφνικά οι ουρανοί φωτίστηκαν με μια δόξα που δεν προέρχονταν από τον ανατέλλοντα Ήλιο. Η Γή έτρεμε. Είδαν ότι η μεγάλη πέτρα είχε κυλίσει από τον τόπο της. Ο τάφος ήταν άδειος. ΖΧ 758.3
Οι γυναίκες δεν είχαν έρθει όλες από την ίδια κατεύθυνση. Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η πρώτη που έφθασε στο μνήμα και μόλις είδε ότι η πέτρα είχε μετακινηθεί, έτρεξε να το πει στους μαθητές. Στο μεταξύ έφθασαν και οι άλλες γυναίκες. Ένα φώς έλαμπε γύρω από τον τάφο, αλλά το σώμα του Χριστού δεν ήταν εκεί. Παραμένοντας σε αυτό το μέρος, ξαφνικά διαπίστωσαν ότι δεν ήταν μόνες. Ένας νέος, ντυμένος με λαμπρά ρούχα κάθονταν δίπλα στον τάφο. Ήταν ο άγγελος που είχε κυλίσει την πέτρα. Είχε πάρει ανθρώπινη μορφή για να μη τρομάξουν οι μαθήτριες του Ιησού. Γύρω του όμως εξακολουθούσε να λάμπει το φώς της ουράνιας δόξας και οι γυναίκες φοβήθηκαν. Γύρισαν να φύγουν, αλλά η φωνή του αγγέλου τις έκανε να σταματήσουν. «Μη φοβείσθε σείς,» είπε, «διότι εξεύρω ότι Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε δεν είναι εδώ, διότι ανέστη, καθώς είπεν. Έλθετε, ιδέτε τον τόπον όπου έκειτο ο Κύριος και υπάγετε ταχέως, και είπατε πρός τους μαθητάς Αυτού, ότι ανέστη εκ νεκρών.» Ξανακοίταξαν μέσα στον τάφο και άκουσαν πάλι τη θαυμάσια είδηση. Ένας άλλος άγγελος βρίσκονταν εκεί με ανθρώπινη μορφή και είπε: «Τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών; Δεν είναι εδώ, αλλ’ ανέστη. Ενθυμήθητε πως ελάλησε πρός εσάς, ενώ ήτο εν τη Γαλιλαία, λεγων, ότι πρέπει ο Υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών, και να σταυρωθή, και την τρίτην ημέραν να αναστηθή.» ΖΧ 758.4
«Ανέστη! Ανέστη!» Οι γυναίκες επαναλάμβαναν τη λέξη αμέτρητες φορές. Δεν χρειάζονταν πια τα αρώματα. Ο Σωτήρας ζει, δεν είναι νεκρός. Θυμούνται ότι μιλώντας για το θάνατό Του τους είχε πει ότι θα ανασταίνονταν πάλι. Τι ημέρα είναι αυτή για τον κόσμο! Οι γυναίκες έφυγαν γρήγορα από τον τάφο «μετά φόβου και χαράς μεγάλης, έδραμον να απαγγείλωσι πρός τους μαθητάς Αυτού.» ΖΧ 759.1
Η Μαρία δεν είχε ακούσει τα καλά νέα. Πήγε στον Πέτρο και στον Ιωάννη με το θλιβερό μήνυμα: «Εσήκωσαν τον Κύριον εκ του μνημείου, και δεν εξεύρομεν που έθεσαν Αυτόν.» Οι μαθητές έτρεξαν στο μνήμα και το βρήκαν όπως είχε πει η Μαρία. Είδαν το σάβανο και το σουδάριο, αλλά δεν βρήκαν τον Κύριό τους. Μόνο αυτά μαρτυρούσαν ότι ο Χριστός είχε αναστηθεί. Τα σάβανα δεν είχαν πεταχτεί ακατάστατα σε μια γωνιά, αλλά είχαν προσεκτικά διπλωθεί, το καθένα στη θέση του. Ο Ιωάννης «είδε και επίστευσε.» Δεν είχε καταλάβει ακόμη τη Γραφή ότι ο Χριστός έπρεπε να αναστηθεί εκ νεκρών, αλλά τώρα θυμήθηκε τα λόγια του Σωτήρα που προφήτευαν την ανάστασή Του. ΖΧ 759.2
Ο ίδιος ο Χριστός είχε τακτοποιήσει εκείνα τα σάβανα τόσο προσεκτικά. Φτάνοντας ο ισχυρός άγγελος στον τάφο, συνάντησε έναν άλλον, ο οποίος με τους συντρόφους του φρουρούσε το σώμα του Κυρίου. Όταν ο νεοφερμένος από τον Ουρανό άγγελος κύλισε την πέτρα, ο άλλος μπήκε στον τάφο και ελευθέρωσε το σώμα του Ιησού από τα σάβανα. Το χέρι του Σωτήρα όμως ήταν εκείνο που δίπλωσε το καθένα και το τοποθέτησε στη θέση του. Στα μάτια Εκείνου που κατευθύνει με τον ίδιο τρόπο αστέρια και πολλοστημόρια, τίποτε δεν θεωρείται ασήμαντο. Η τάξη και η τελειότητα διαφαίνεται σε όλο το έργο Του. ΖΧ 759.3
Η Μαρία ακολούθησε τον Ιωάννη και τον Πέτρο στον τάφο. Όταν εκείνοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, αυτή παρέμεινε εκεί. Καθώς αντίκριζε τον αδειανό τάφο, λύπη γέμισε την καρδιά της. Κοιτάζοντας προσεκτικότερα, είδε δυο καθισμένους αγγέλους, τον ένα προς τα πόδια και τον άλλο προς το κεφάλι εκεί όπου ο Χριστός είχε τοποθετηθεί. «Και λέγουσι πρός αυτήν εκείνοι, Γύναι, τι κλαίεις; Λέγει πρός αυτούς, Διότι εσήκωσαν τον Κύριόν μου, και δεν εξεύρω που έθεσαν Αυτόν.» ΖΧ 759.4
Τότε απομακρύνθηκε ακόμη και από ους αγγέλους, σκεπτόμενη ότι έπρεπε να βρει κάποιον που θα μπορούσε να της πει τι είχε γίνει το σώμα του Ιησού. Μια άλλη φωνή της μίλησε: «Γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» Με θαμπωμένα από τα δάκρυα μάτια, η Μαρία διέκρινε μία ανθρώπινη μορφή και με τη σκέψη ότι είναι ο κηπουρός είπε: «Κύριε, εάν εσύ εσήκωσας Αυτόν, ειπέ μοι που έθεσας Αυτόν και εγώ θέλω σηκώσει Αυτόν.» Αν έκριναν ότι ο Ιησούς δεν άξιζε να ενταφιαστεί στον τάφο εκείνου του πλουσίου, τότε αυτή η ίδια θα έβρισκε έναν τόπο για Αυτόν. Υπήρχε ένας τάφος που είχε αδειάσει με τη φωνή του Σωτήρα, ο τάφος όπου είχε ταφεί ο Λάζαρος. Δεν μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για τον ενταφιασμό του Σωτήρα της; Ένοιωθε ότι φροντίζοντας για το πολύτιμο σταυρωμένο σώμα Του θα έβρισκε παρηγοριά στη θλίψη της. ΖΧ 760.1
Τότε όμως με τη δική Του γνώριμη φωνή, ο Ιησούς της είπε: «Μαρία!» Τότε αυτή κατάλαβε ότι Εκείνος που της μίλησε δεν ήταν κάποιος ξένος. Στρεφόμενη στο μέρος Του, είδε μπροστά της ζωντανό το Χριστό. Μέσα στη χαρά της ξέχασε ότι είχε σταυρωθεί. Πετάχτηκε μπροστά Του με σκοπό να αγκαλιάσει τα πόδια Του και είπε: «Ραββουνί!» Αλλά ο Χριστός ύψωσε το χέρι λέγοντας: «Μη Μου άπτου διότι δεν ανέβην έτι πρός τον Πατέρα Μου αλλ’ ύπαγε πρός τους αδελφούς Μου, και ειπέ πρός αυτούς, Αναβαίνω πρός τον Πατέρα Μου και Πατέρα σας, και Θεόν Μου και Θεόν σας.» Η Μαρία ξεκίνησε να βρει τους μαθητές, φέρνοντας τα χαρούμενα νέα ΖΧ 760.2
Ο Ιησούς αρνήθηκε να δεχτεί την προσκύνηση του λαού Του μέχρι να επικυρωθεί η αποδοχή της θυσίας Του από τον Πατέρα. Ανέβηκε στις ουράνιες αυλές και από τον ίδιο το Θεό άκουσε την έγκριση ότι η εξιλαστήρια θυσία Του για τις αμαρτίες των ανθρώπων είχε εκπληρωθεί στην τελειότητα και όλοι πλέον μπορούσαν να κερδίσουν την αιώνια ζωή με την αξία του αίματός Του. Ο Πατέρας επικύρωσε τη Διαθήκη που έγινε με το Χριστό και θα δεχόταν τους μετανοημένους και υπάκουους ανθρώπους που θα τους αγαπούσε ακριβώς όπως αγαπούσε τον Υιό Του. Ο Χριστός έπρεπε να συμπληρώσει το έργο Του και να ολοκληρώσει την υπόσχεσή Του: «Θέλω καταστήσει άνθρωπον υπέρ χρυσίον καθαρόν μάλιστα άνθρωπον υπέρ το χρυσίον του Οφείρ.» (Ησ. 13:12.) Όλη η εξουσία στον Ουρανό και στη Γή είχε δοθεί στον Αρχηγό της ζωής. Αυτός επέστρεψε στους οπαδούς Του στον κόσμο της αμαρτίας για να τους κάνει μετόχους της δύναμης και της δόξας Του. ΖΧ 760.3
Ενώ ο Σωτήρας βρίσκονταν στην παρουσία του Θεού, δεχόμενος τα χαρίσματα για την εκκλησία Του, οι μαθητές σκέπτονταν τον κενό τάφο Του, πενθώντας και θρηνώντας. Η ημέρα που ήταν ημέρα ευφροσύνης για το πλήρωμα του Ουρανού, για τους μαθητές ήταν ημέρα αβεβαιότητας, σύγχυσης και αμηχανίας. Η δυσπιστία τους στη μαρτυρία των γυναικών έδειχνε τι κατάπτωση είχε υποστεί η πίστη τους. Τα νέα της ανάστασης του Χριστού ήταν τόσο διαφορετικά από αυτά που περίμεναν, ώστε δεν τολμούσαν να τα πιστέψουν. Ήταν σε τέτοιο σημείο ευχάριστα, ώστε απέκλειαν να ήταν αληθινά. Είχαν ακούσει τόσα πολλά για τις διδασκαλίες και τις λεγάμενες επιστημονικές θεωρίες των Σαδδουκαίων, ώστε μόνο αοριστολογίες ήξεραν για την ανάσταση. Δεν είχαν ιδέα τι σήμαινε η εκ νεκρών ανάσταση. Δεν ήταν σε θέση να συλλάβουν την έννοια του σοβαρού αυτού θέματος. ΖΧ 761.1
Οι άγγελοι είχαν πει στις γυναίκες: «Υπάγετε, είπατε πρός τους μαθητάς Αυτού, και πρός τον Πέτρον, ότι υπάγει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν εκεί θέλετε ιδεί Αυτόν, καθώς είπε πρός εσάς.» Αυτοί οι άγγελοι ήταν μαζί με το Χριστό, οι φύλακες άγγελοί Του καθόλη την επίγεια ζωή Του. Παρέστησαν μάρτυρες της δίκης και της σταύρωσής Του. Άκουσαν τα λόγια Του προς τους μαθητές Του. Αυτό το απέδειξαν με την είδηση που έστελναν τώρα στους μαθητές,μια είδηση η οποία θα έπρεπε να τους είχε πείσει για την αλήθεια. Τέτοια λόγια μπορούσαν να προέλθουν μόνο από τους αγγελιοφόρους του αναστημένου Σωτήρα. ΖΧ 761.2
«Είπατε πρός τους μαθητάς Αυτού, και πρός τον Πέτρο,» είπαν οι άγγελοι. Από το θάνατο του Χριστού και μετά, ο Πέτρος βασανίζονταν από τύψεις. Η από μέρους του επονείδιστη άρνηση του Κυρίου του και το πονεμένο βλέμμα της αγάπης και αγωνίας του Σωτήρα δεν έφευγαν από μπροστά του. Από όλους τους μαθητές αυτός υπέφερε περισσότερο και έτσι σε αυτόν δόθηκε η διαβεβαίωση ότι η μετάνοιά του είχε γίνει δεκτή και η αμαρτία του είχε συγχωρηθεί. Αυτός μόνο αναφέρθηκε με το όνομα. ΖΧ 761.3
«Είπατε πρός τους μαθητάς Αυτού, και πρός τον Πέτρον ότι υπάγει πρότερον υμών εις την Γαλιλαίαν εκεί θέλετε ιδεί Αυτόν.» Όλοι οι μαθητές είχαν εγκαταλείψει τον Ιησού και η κλήση να πάνε να Τον συναντήσουν πάλι αφορούσε όλους. Δεν τους είχε απορρίψει. Όταν η Μαρία η Μαγδαληνή τους είπε ότι είχε δει τον Κύριο, επανέλαβε την πρόσκληση για τη συνάντηση στη Γαλιλαία Το μήνυμα τους δόθηκε και τρίτη φορά. Αφού είχε ανεβεί προς τον Πατέρα, ο Χριστός παρουσιάστηκε στις άλλες γυναίκες λέγοντας: «Χαίρετε. Και εκείναι προσελθούσαι, επίασαν τους πόδας Αυτού, και προσεκύνησαν Αυτόν. Τότε λέγει πρός αυτάς ο Ιησούς, Μη φοβείσθε υπάγετε, απαγγείλατε πρός τους αδελφούς Μου, δια να υπάγωσιν εις την Γαλιλαίαν και εκεί θέλουσι Με ιδεί.» ΖΧ 761.4
Το πρώτο μέλημα του Χριστού μετά την ανάστασή Του ήταν να πείσει τους μαθητές Του για την αμείωτη αγάπη Του και την τρυφερή φροντίδα Του για αυτούς. Ο Χριστός παρουσιάστηκε σε αυτούς πολλές φορές για να τους αποδείξει ότι ήταν ο ζωντανός Σωτήρας τους, ότι είχε σπάσει τα δεσμά του τάφου και δεν μπορούσε περισσότερο να κρατηθεί από τον εχθρό, το θάνατο. Θέλησε επίσης για να τους αποκαλύψει ότι είχε την ίδια καρδιά της αγάπης όπως και όταν βρίσκονταν κοντά τους, σαν αγαπημένος Δάσκαλος τους. Ήθελε να τους σφίξει περισσότερο ακόμη με τα δεσμά της αγάπης. Ο Χριστός είπε στις γυναίκες:«Πηγαίνετενα αναγγείλετε στους αδελφούς Μουότι θα με συναντήσουν στη Γαλιλαία.» ΖΧ 762.1
Όταν άκουσαν για την καθορισμένη με τόση σαφήνειασυνάντηση,, οι μαθητές άρχισαν να θυμούνται τα λόγια του Χριστού που αναφέρονταν την ανάστασή Του. Αλλά και τότε ακόμη δεν μπορούσαν να χαρούν. Δεν κατόρθωσαν να αποβάλουν την αμφιβολία και τη σύγχυση που τους διακατείχε. Ακόμη και όταν οι γυναίκες είπαν ότι είχαν δει τον Κύριο, οι μαθητές πάλι δεν ήθελαν να πιστέψουν. Νόμιζαν ότι αυτές ζούσαν σε μια αυταπάτη. ΖΧ 762.2
Η μια στενοχώρια φαίνονταν να διαδέχεται την άλλη. Την έκτη ημέρα της εβδομάδας είχαν δει τον Κύριό τους να πεθαίνει. Την πρώτη ημέρα της επόμενης εβδομάδας στερήθηκαν ακόμη και το σώμα Του ενώ κατηγορήθηκαν ότι το έκλεψαν για να εξαπατήσουν το λαό. Παραιτήθηκαν ακόμη και από την προσπάθεια να επανορθώσουν τις ψευδείς διαδόσεις που κέρδιζαν έδαφος εναντίον τους. Φοβόντουσαν την εχθρότητα τον ιερέων και την οργή του λαού. Λαχταρούσαν την παρουσία του Χριστού ο οποίος τους είχε βοηθήσει σε κάθε τους δυσκολία. ΖΧ 762.3
Συχνά επαναλάμβαναν τα λόγια: «Ημείς δε ηλπίζομεν ότι Αυτός είναι ο μέλλον να λυτρώση τον Ισραήλ.» Ολομόναχοι και αποκαρδιωμένοι θυμόντουσαν τα λόγια Του: «Εάν εις το υγρόν ξύλον πράττοσι ταύτα, τι θέλει γείνει εις το ξηρόν;» (Λουκ. 24:21, 23:31.) Συγκεντρώθηκαν στο υπερώο, ασφάλισαν και αμπάρωσαν τις πόρτες, αναλογιζόμενοι ότι η τύχη του αγαπημένου τους Δασκάλου μπορούσε να γίνει και δική τους οποιαδήποτε στιγμή. ΖΧ 762.4
Σ’ Όλο αυτό το διάστημα θα μπορούσαν να χαίρονται γνωρίζοντας ότι ο Σωτήρας τους είχε αναστηθεί. Στον κήπο, η Μαρία έκλαιγε ενώ ο Ιησούς έστεκε δίπλα της. Τα μάτια της είχαν θαμπώσει τόσο από τα δάκρυα που δεν Τον διέκρινε. Οι καρδιές των μαθητών ήταν γεμάτεςτόση θλίψη, που δεν πίστεψαν το μήνυμα του αγγέλου ούτε και στα ίδια τα λόγια του Χριστού. ΖΧ 763.1
Πόσοι εξακολουθούν και τώρα να κάνουν το ίδιο όπως εκείνοι οι μαθητές! Πόσοι επαναλαμβάνουν τη γνώριμη κραυγή της Μαρίας: «Εσήκωσαν τον Κύριόν μου και δεν εξεύρω που έθεσαν Αυτόν.» Σε πόσους πρέπει να ειπωθούν τα λόγια του Σωτήρα: «Τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» Αυτός είναι πολύ κοντά τους, αλλά τα βουρκωμένα μάτια τους δεν Τον διακρίνουν. Τους μιλά, αλλά δεν καταλαβαίνουν. ΖΧ 763.2
Ώ, αν μπορούσε το χαμηλωμένο κεφάλι να υψωθεί, αν μπορούσαν τα μάτια να ανοίξουν για να Τον δουν, αν μπορούσαν τα αυτιά να ακούσουν τη φωνή Του! «Υπάγετε ταχέως, και είπατε πρός τους μαθητάς Αυτού, ότι ανέστη εκ νεκρών.» Πείτε τους να μη κοιτάζουν στον καινούργιο τάφο του Ιωσήφ που είχε ασφαλιστεί με μια μεγάλη πέτρα και είχε σφραγιστεί με τη ρωμαϊκή σφραγίδα. Ο Χριστός δεν είναι εκεί. Ας μη βλέπουν στο κενό μνήμα. Ας μη θρηνούν σαν εκείνους που δεν έχουν ελπίδα ούτε βοήθεια. Ο Ιησούς ζει και επειδή Αυτός ζει, θα ζήσουμε και μείς. Από καρδιές γεμάτες ευγνωμοσύνη, από χείλη αγγιγμένα με ιερή φωτιά, ας αντηχεί ο χαρμόσυνος ύμνος: «Χριστός ανέστη!» Ζει για να μεσιτεύει για μας. Ας διατηρήσουμε αυτή την ελπίδα «την οποίαν έχομεν ως άγκυραν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν.» (Εβρ. 6:19.) Ας πιστέψουμε και θα δούμε τη δόξα του Θεού. ΖΧ 763.3