Η Ζωη του Χριστού

82/89

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 80—ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ

Το κεφάλαιο αυτό στηρίζεται στο Ματθ. 27:57-66,
Μάρκ. 15:42-47, Λουκ. 23:49-56, Ιωάν. 19:38-42.
ΖΧ 740.1

Επιτέλους άφησαν ήσυχο τον Ιησού. Η ατέλειωτη ημέρα του αίσχους και του μαρτυρίου είχε λήξει. Καθώς οι τελευταίες ακτίνες του Ήλιου ανήγγειλαν την αρχή του Σαββάτου, ο Υιός του Θεού αναπαύονταν ατάραχος στον τάφο του Ιωσήφ. Με το έργο Του ολοκληρωμένο, με τα χέρια Του σταυρωμένα ειρηνικά, ο Χριστός αναπαύθηκε κατά τις ιερές ώρες της ημέρας του Σαββάτου. ΖΧ 740.2

Πρωταρχικά, Πατέρας και Υιός είχαν αναπαυθεί το Σάββατο αφού έφεραν σε πέρας το δημιουργικό τους έργο. Όταν «συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γή, και πάσα η στρατιά αυτών» (Γέν. 2:1,) ο Δημιουργός και όλες οι ουράνιες υπάρξεις αγαλλίασαν παρατηρώντας την ένδοξη αυτή σκηνή. «Τα άστρα της αυγής έψαλλον ομού, και οι υιοί του Θεού ηλάλαζον.» (Ιώβ 38:7.) Τώρα ο Ιησούς αναπαύονταν από το έργο της απολύτρωσης. Παρόλο ότι εκείνοι που Τον αγαπούσαν θλίβονταν στη Γή, στον Ουρανό όμως επικρατούσε χαρά. Ένδοξη υπόσχεση του μέλλοντος παρουσιάζονταν στα μάτια των ουρανίων υπάρξεων. Ο Θεός και οι άγγελοι έβλεπαν το αποτέλεσμα του ολοκληρωμένου έργου του Χριστού. Είχε δημιουργηθεί μια αποκαταστημένη κτίση, μια απολυ-τρωμένη φυλή που δεν μπορούσε να ξαναπέσει στην αμαρτία αφού την είχε πια νικήσει. Με αυτή τη σκηνή είχε συνδεθεί για πάντα η ημέρα κατά την οποία ο Χριστός αναπαύθηκε. «Διότι τα έργα Αυτού είναι τέλεια,» και «πάντα όσα έκαμεν ο Θεός, τα αυτά θέλουσιν είσθαι διαπαντός.» (Δευτ. 32:4, Εκκλ. 3:14.) Όταν θα γίνει η αποκατάσταση «πάντων όσα ελάλησεν ο Θεός απ’ αιώνος δια στόματος πάντων των αγίων Αυτού προφητών» (Πράξ. 3:21,) το Σάββατο της δημιουργίας, η ημέρα κατά την οποία ο Ιησούς αναπαύθηκε στον τάφο του Ιωσήφ, θα εξακολουθήσει να είναι η ημέρα της ανάπαυσης και της χαράς. Ουρανός και Γή θα δοξολογούν από κοινού, καθώς «από Σαββάτου έως άλλου» (Ησ. 66:23) τα έθνη των λυτρωμένων θα έρχονται και θα προσκυνούν χαρούμενα το Θεό και το Αρνίο. ΖΧ 740.3

Οι τελευταίες σκηνές της σταύρωσης έδωσαν νέες αποδείξεις της εκπλήρωσης της προφητείας και μια νέα μαρτυρία για τη θεότητα του Χριστού. Όταν το σκοτάδι σηκώθηκε από το σταυρό και ακούστηκε η επιθανάτια κραυγή του Σωτήρα, μια άλλη φωνή ακούστηκε αμέσως να λέει: «Αληθώς Θεού Υιός ήτο ούτος.» (Ματθ. 27:54.) ΖΧ 741.1

Αυτά τα λόγια δεν ειπώθηκαν ψιθυριστά. Όλα τα μάτια στράφηκαν να δουν από που προέρχονταν. Ποιός είχε μιλήσει; Ήταν ο ρωμαίος εκατόνταρχος. Η θεϊκή καρτερικότητα του Σωτήρα, ο ξαφνικός θάνατός Του με τη νικητήρια κραυγή στα χείλη, είχε κάνει εντύπωση σε αυτό τον Εθνικό. Στο μωλωπισμένο και πληγωμένο εκείνο σώμα που κρέμονταν από το σταυρό, ο εκατόνταρχος αναγνώρισε τη μορφή του Υιού του Θεού. Δεν μπορούσε να καταστείλει την επιθυμία να ομολογήσει την πίστη του. Με αυτό δόθηκε άλλη μια ένδειξη ότι ο Σωτήρας μας θα έβλεπε τους καρπούς του πόνου της ψυχής Του. Την ίδια μέρα του θανάτου Του, τρείς τελείως διαφορετικοί άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον είχαν διακηρύξει την πίστη τους. Ένας είχε το πρόσταγμα της ρωμαϊκής φρουράς, ένας μετέφερε το σταυρό του Σωτήρα και ένας που πέθανε στον πλαϊνό σταυρό. ΖΧ 741.2

Καθώς έπεφτε η νύχτα, μια υπερκόσμια γαλήνη απλώθηκε στο Γολγοθά. Το πλήθος σκορπίστηκε και πολλοί γύρισαν στα Ιεροσόλυμα με τελείως αλλαγμένο πνεύμα από εκείνο που τους διακατείχε το πρωί. Πολλοί είχαν συρρεύσει στη σταύρωση από περιέργεια και όχι από μίσος για το Χριστό. Παρόλα αυτά πίστευαν στις κατηγορίες των ιερέων και είδαν το Χριστό σαν κακοποιό. Συνεπαρμένοι από μια αφύσικη έξαψη, ενώθηκαν με τον όχλο χλευάζοντας και αυτοί μαζί τους. Όταν η Γή τυλίχθηκε στο σκοτάδι και στάθηκαν εκεί ελεγχόμενοι από τη συνείδησή τους, ένοιωσαν ένοχοι για μια μεγάλη αδικία.Δεν ακούγονταν ούτε κοροϊδίες, ούτε περιπαιχτικά γέλια μέσα στο τρομερό εκείνο σκότος. Όταν αυτό διαλύθηκε, ο καθένας πήρε το δρόμο για το σπίτι του, βυθισμένος στη σιωπή. Είχαν τότε πειστεί ότι οι κατηγορίες των ιερέων ήταν ψευδείς, ότι ο Ιησούς δεν ήταν δόλιος. Λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν ο Πέτρος κήρυξε την ημέρα της Πεντηκοστής, αυτοί ήταν μεταξύ των χιλιάδων πουπίστεψαν στο Χριστό. ΖΧ 741.3

Οι Ιουδαίοι αρχηγοί όμως δεν επηρεάστηκαν καθόλου από τα γεγονότα που είχαν παρακολουθήσει. Το μίσος τους εναντίον του Χριστού δεν κατευνάστηκε. Το σκοτάδι που κάλυψε τη Γή την ώρα της σταύρωσης, δεν ήταν πυκνότερο από εκείνο που εξακολουθούσε να περιβάλλει τη σκέψη των ιερέων και των αρχόντων. Κατά τη γέννησή Του, το άστρο αναγνώρισε το Χριστό και οδήγησε τους Μάγους στη φάτνη όπου Εκείνος βρίσκονταν. Οι ουράνιες στρατιές Τον γνώριζαν και έψαλλαν δοξολογώντας Τον πάνω από τις πεδιάδες της Βηθλεέμ. Η θάλασσα γνώριζε τη φωνή Του και υπάκουε στις διαταγές Του. Η ασθένεια και ο θάνατος αναγνώριζαν την εξουσία Του και Του είχαν παραδώσει τα θύματά τους. Ο ήλιος Τον γνώριζε και στο θέαμα της επιθανάτιας αγωνίας Του έκρυψε το πρόσωπό του. Οι βράχοι Τον γνώρισαν και ράγισαν θρυμματιζόμενοι με την κραυγή Του. Η άψυχη φύση γνώριζε το Χριστό και έδωσε τη μαρτυρία της για τη θεότητά Του. Όμως οι ιερείς και οι άρχοντες του Ισραήλ δεν γνώριζαν τον Υιό του Θεού. ΖΧ 741.4

Παρόλα αυτά οι ιερείς και οι αρχηγοί δεν έμειναν ήσυχοι. Είχαν πραγματοποιήσει το σκοπό τους θανατώνοντας το Χριστό, αλλά δεν είχαν νοιώσει το αίσθημα της νίκης που περίμεναν. Ακόμη και την ώρα του φαινομενικού τους θριάμβου, τους βασάνιζε η αμφιβολία για το τι θα επακολουθούσε. Είχαν ακούσει την κραυγή «Τετέλεσται,» «Πάτερ, εις χείρας Σου παραδίδω το πνεύμα Μου.» (Ιωάν. 19:30, Λουκ. 23:46.) Είχαν δει τους βράχους να σχίζονται, είχαν αισθανθεί τον ισχυρό σεισμό και ήταν ταραγμένοι και ανήσυχοι. ΖΧ 742.1

Φθονούσαν την επιρροή που ασκούσε ο Χριστός πάνω στο λαό όταν ήταν στη ζωή αλλά Τον φθονούσαν ακόμη και στο θάνατο. Φοβόντουσαν το νεκρό Χριστό πολύ περισσότερο από ότι είχαν ποτέ φοβηθεί το ζωντανό Χριστό. Φοβόντουσαν μη στραφεί η προσοχή του λαού ακόμη περισσότερο στα σχετιζόμενα με τη σταύρωσηγεγονότα. Φοβόντουσαν τα αποτελέσματα των πεπραγμένων εκείνης της ημέρας. Με κανένα τρόπο δεν ήθελαν το σώμα Του να παραμείνει στο σταυρό κατά τη διάρκεια του Σαββάτου. Το Σάββατο πλησίαζε και θα παραβίαζαν την αγιότητά του αν άφηναν τα σώματα κρεμασμένα στο σταυρό. Έτσι με αυτή την πρόφαση, οι αρχηγοί των Ιουδαίων ζήτησαν από τον Πιλάτο να επιταχύνουν το θάνατο των θυμάτων και να αποκαθηλώσουν τα σώματά τους πριν από τη δύση του Ηλίου. ΖΧ 742.2

Ούτε ο Πιλάτος ήθελε να παραμείνει στο σταυρό το σώμα του Ιησού. Αφού απέκτησαν τη συγκατάθεσή του, έσπασαν τα πόδια των δύο ληστών για να επισπεύσουν το θάνατο τους. Αλλά βρήκαν τον Ιησού ήδη νεκρό. Οι βάναυσοι στρατιώτες είχαν μαλακώσει από όσα είδαν και άκουσαν για το Χριστό και απέφυγαν να σπάσουν τα πόδια Του. Έτσι, με την προσφορά του Αμνού του Θεού εκπληρώθηκε ο νόμος του Πάσχα: «Δεν θέλουσιν αφίσει εξ αυτού μέχρι πρωίας, ουδέ θέλουσι συντρίψει οστούν εξ αυτού κατάπάντα τα νόμιμα του πάσχα θέλουσι κάμει αυτό.» (Αριθ. 9:12.) ΖΧ 742.3

Οι ιερείς και οι άρχοντες απόρησαν που βρήκαν το Χριστό νεκρό. Ο σταυρικός θάνατος ήταν αργός. Δύσκολα μπορούσε να καθορίσει κανείς την ώρα του θανάτου. Δεν είχε ακουστεί ποτέ κάποιος να είχε πεθάνει έξι ώρες μετά τη σταύρωση. Οι ιερείς ήθελαν να βεβαιωθούν για το θάνατο του Ιησού και ακολουθώντας την προτροπή τους, ένας στρατιώτης έμπηξε τη λόγχη στο πλευρό του Σωτήρα. Από το τραύμα που προξένησε η λόγχη, ξεπήδησαν εν αφθονίαδύο διαφορετικά υγρά, το ένα ήταν αίμα και το άλλο νερό. Αυτό το πρόσεξαν όλοι οι παρευρισκόμενοι και ο Ιωάννης αναφέρει το γεγονός με μεγάλη βεβαιότητα. Λέει: «Αλλ’ είς των στρατιωτών εκέντησε με την λόγχην την πλευράν Αυτού και ευθύς εξήλθεν αίμα και ύδωρ. Και ο ιδών μαρτυρεί, και αληθινή είναι η μαρτυρία αυτού, και εκείνος εξεύρει ότι αλήθειαν λέγει, δια να πιστεύσητε σείς.Διότι έγιναν ταύτα δια να πληρωθή η γραφή, «Οστούν Αυτού δεν θέλει συντριφθή.» Και πάλιν άλλη γραφή λέγει, «Θέλουσιν επιβλέψει εις Εκείνον τον οποίον εξεκέντησαν.» (Ιωάν. 19:32-37.) ΖΧ 743.1

Μετά την ανάσταση, οι ιερείς και οι άρχοντες του λαού διέδωσαν την είδηση ότι ο Χριστός δεν είχε πεθάνει πάνω στο σταυρό, αλλά είχε απλά λιποθυμήσει και επανέκτησε αργότερα τις αισθήσεις Του. Μια άλλη διάδοση διαβεβαίωνε ότι το σώμα που τέθηκε στον τάφο δεν ήταν το πραγματικό σώμα με σάρκα και οστά, αλλά ομοίωμα σώματος. Η ενέργεια των ρωμαίων στρατιωτών αποκαλύπτει αυτά τα ψεύδη. Δεν χρειάστηκε να σπάσουν τα πόδια του Χριστού επειδή ήδη είχε πεθάνει. Για να ικανοποιήσουν τους ιερείς, τρύπησαν το πλευρό Του. Αν δεν είχε σβήσει ακόμη μέσα Του η ζωή, το τραύμα αυτό θα είχε προκαλέσει τον άμεσο θάνατο. ΖΧ 743.2

Αλλά δεν ήταν το λόγχισμα, ούτε ο πόνος του σταυρού που επέφερε το θάνατο του Ιησού. Εκείνη η κραυγή που πρόφερε «μετά φωνής μεγάλης» (Ματθ. 27:50, Λουκ. 23:46) καθώς εξέπνεε, το αίμα και το νερό που έρρευσαν από το τρυπημένο Του πλευρό, πιστοποιούσαν ότι πέθανε από συγκοπή καρδιάς. Η καρδιά Του είχε σπαράξει από τη μεγάλη ψυχική Του οδύνη. Τον σκότωσε η αμαρτία του κόσμου. ΖΧ 743.3

Με το θάνατο του Χριστού οι ελπίδες των μαθητών κατέρρευσαν. Κοίταζαν τα κλειστά Του βλέφαρά και το γυρτό κεφάλι, τα αιματοβαμμένα μαλλιά, τα τρυπημένα χέρια και πόδια και η αγωνία τους ήταν απερίγραπτη. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν πίστευαν ότι θα πέθαινε. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν ότι ήταν πραγματικά νεκρός. Συντετριμμένοι από τη λύπη, δεν θυμήθηκαν τα λόγια Του που αφορούσαν αυτή ακριβώς τη σκηνή. Τίποτε από ότι τους είχε πει δεν μπορούσε να τους παρηγορήσει την ώρα αυτή. Το μόνο που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ο σταυρός και το αιμόφυρτο Θύμα του. Το μέλλον φαίνονταν απελπιστικά σκοτεινό. Η πίστη τους στον Ιησού είχε χαθεί. Ποτέ όμως δεν είχαν αγαπήσει το Σωτήρα τους όσο τον αγαπούσαν τώρα. Ποτέ προηγουμένως δεν είχαν αισθανθεί τόσο πολύ την αξία Του και δεν είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από την παρουσία Του. ΖΧ 743.4

Έστω και νεκρό, το σώμα του Χριστού ήταν πολύτιμο στους μαθητές Του. Επιθυμούσαν να Του κάνουν μια τιμητική ταφή, αλλά δεν έβλεπαν πως θα το κατόρθωναν. Το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε ο Ιησούς ήταν προδοσία κατά της ρωμαϊκής εξουσίας και τα άτομα που εκτελούνταν για αυτό το αδίκημα παραδίνονταν σε ένα νεκροταφείο, προορισμένο ειδικά για αυτούς τους εγκληματίες. Ο μαθητής Ιωάννης μαζί με τις γυναίκες από τη Γαλιλαία είχαν παραμείνει στο σταυρό. Δεν μπορούσαν να αφήσουν το σώμα του Κυρίου τους στα χέρια των αναίσθητων στρατιωτών, θάβοντας το σε ένα επονείδιστο τάφο. Δεν μπορούσαν όμως και να τους εμποδίσουν. Δεν μπορούσαν να ζητήσουν καμιά χάρη από τις ιουδαϊκές αρχές και δεν είχαν καμιά επιρροή στον Πιλάτο. ΖΧ 744.1

Στη δύσκολη αυτή στιγμή ήρθαν αρωγοί στους μαθητές ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος. Οι δύο άντρες ήταν μέλη του Συνεδρίου, πλούσιοι, άνθρωποι επιρροής και γνωστοί του Πιλάτου. Αυτοί ήταν αποφασισμένοι να κάνουν στον Ιησού ένα τιμητικό ενταφιασμό. ΖΧ 744.2

Ο Ιωσήφ παρουσιάστηκε με θάρρος στον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε έμαθε ο Πιλάτος ότι ο Ιησούς είχε πραγματικά πεθάνει. Είχε ακούσει αντιφατικές ειδήσεις για τα γεγονότα της σταύρωσης, αλλά του είχαν αποκρύψειεπίτηδες το θάνατο του Χριστού. Οι ιερείς και οι αρχηγοί προειδοποίησαν τον Πιλάτο για την απάτη των μαθητών του Χριστού σχετικά με το σώμα Του. Όταν άκουσε την αίτηση του Ιωσήφ, έστειλε να καλέσουν τον επιφορτισμένο με τη σταύρωση εκατόνταρχο και έτσι βεβαιώθηκε για το θάνατο του Ιησού. Από αυτόν επίσης άκουσε την αφήγηση των σκηνών του Γολγοθά, που επιβεβαίωνε τα όσα του είχε πει ο Ιωσήφ. ΖΧ 744.3

Το αίτημα του Ιωσήφ έγινε δεκτό. Ενώ ο Ιωάννης ανησυχούσε για την ταφή του Κυρίου Του, ο Ιωσήφ επέστρεφε με τη διαταγή του Πιλάτου για το σώμα του Χριστού. Ο Νικόδημος ήρθε φέρνοντας ένα ακριβό μίγμα από σμύρνα και αλόη που ζύγιζε ως εκατό λίτρα για να Τον αρωματίσουν. Το πιο τιμημένο άτομο σε ολόκληρη την Ιερουσαλήμ δεν μπορούσε να είχε απολαύσει μεγαλύτερο σεβασμό στο θάνατό του. Οι μαθητές απόρησαν που είδαν αυτούς τους πλούσιους άρχοντες να ενδιαφέρονται όσο οι ίδιοι για τον ενταφιασμό του Κυρίου τους. ΖΧ 745.1

Ούτε ο Ιωσήφ ούτε ο Νικόδημος είχαν δεχτεί φανερά το Σωτήρα όσο Αυτός ζούσε. Γνώριζαν ότι ένα τέτοιο βήμα θα τους απέκλειε από το Συνέδριο και ήλπιζαν να Τον προστατεύσουν με την επιρροή τους στα συμβούλια. Για ένα διάστημα φάνηκε ότι το είχαν επιτύχει. Οι πανούργοι ιερείς όμως, βλέποντας την εύνοιά τους για το Χριστό, είχαν ματαιώσει τα σχέδιά τους. Στην απουσία τους ο Χριστός είχε καταδικαστεί και παραδοθεί να σταυρωθεί. Τώρα που ήταν νεκρός, δεν απέκρυψαν την αφοσίωσή τους σε Αυτόν. Ενώ οι μαθητές φοβόντουσαν να παρουσιασθούν φανερά σαν οπαδοί Του, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος έσπευσαν άφοβα σε βοήθεια τους. Η συμπαράσταση αυτών των πλουσίων και τιμημένων ανθρώπων ήταν πολύ χρήσιμη εκείνη την ώρα αφού μπορούσαν να κάνουν για το νεκρό Κύριό τους ότι ήταν αδύνατο να κάνουν οι φτωχοί μαθητές. Τα πλούτη και η επιρροή τους προστάτευαν τους μαθητές σε μεγάλο βαθμό από την κακεντρέχεια των ιερέων και των αρχόντων. ΖΧ 745.2

Με μεγάλη προσοχή και σεβασμό κατέβασαν με τα ίδια τους τα χέρια το σώμα του Ιησού από το σταυρό. Δάκρυα συμπαθείας κυλούσαν ασυγκράτητα, ενώ παρατηρούσαν το μαστιγωμένο και πληγωμένο σώμα Του. Ο Ιωσήφ είχε ένα δικό του καινούργιο, λαξευμένο σε βράχο τάφο. Αυτόν τον προόριζε για τον εαυτό του, αλλά ήταν κοντά στο Γολγοθά και τον ετοίμασε τώρα για τον Ιησού. Το σώμα, μαζί με τα αρώματα που έφερε ο Νικόδημος, τυλίχθηκε προσεκτικά σε ένα λινό σεντόνι και ο Λυτρωτής ήρθε με αυτό στον τάφο. Εκεί οι τρεις μαθητές τακτοποίησαν τα κρεουργημένα άκρα Του και σταύρωσαν τα πληγωμένα χέρια Του πάνω στο άψυχο στήθος. Οι γυναίκες της Γαλιλαίας ήρθαν για να δουν αν είχαν γίνει όλα όσα μπορούσαν να γίνουν για το νεκρό σώμα του αγαπημένου τους Δασκάλου. Τότε παρατήρησαν τη βαριά πέτρα που κύλισαν στην είσοδο του τάφου και ο Σωτήρας τους αφέθηκε μόνος να αναπαυτεί. Οι γυναίκες έφυγαν τελευταίες από το σταυρό, τελευταίες και από τον τάφο του Χριστού. Ενώ οι βραδινές σκιές πύκνωναν, η Μαρία η Μαγδαληνή με τις άλλες Μαρίες παρέμειναν γύρω από το αναπαυτήριο του Κυρίου τους, χύνοντας καυτά δάκρυα για τη μοίρα Εκείνου που αγαπούσαν. «Και αφού υπέστρεψαν, . . . το μεν Σάββατον ησύχασαν κατά την εντολήν.» (Λουκ. 23:56.) ΖΧ 745.3

Αλησμόνητο θα έμενε εκείνο το Σάββατο για τους λυπημένους μαθητές, όπως και για τους ιερείς, τους άρχοντες, τους γραμματείς και το λαό. Με τη δύση του Ηλίου το απόγευμα της Παρασκευής, ήχησαν οι σάλπιγγες, πράγμα που σήμαινε ότι το Σάββατο είχε αρχίσει. Το Πάσχα θα τηρούταν όπως γίνονταν επί αιώνες, ενώ Εκείνος ο οποίος συμβόλιζε το Πάσχα είχε θανατωθεί από χέρια ανόμων και αναπαύονταν στον τάφο του Ιωσήφ. Το Σάββατο οι αυλές του ναού γέμισαν από προσκυνητές. Επιστρέφοντας από το Γολγοθά, παρίστατο τώρα εκείο αρχιερέας, λαμπροντυμένος με τα ιερατικά του άμφια. Ιερείς με τα λευκά καλυμαύχια τους εκτελούσαν με δραστηριότητα τις υπηρεσίες τους. Μερικοί όμως από τους παρευρισκομένους δεν αισθάνονταν άνετα παρατηρώντας αίμα από ταύρους και γίδια να προσφέρεται για την αμαρτία. Δεν είχαν συναίσθηση ότι ο τύπος είχε τώρα συναντήσει το αντίτυπο, ότι μια ανυπολόγιστη θυσία είχε προσφερθεί για τις αμαρτίες του κόσμου. Δεν ήξεραν ότι δεν είχε καμιά αξία πια η τέλεση των ιεροτελεστιών. Όμως, ποτέ προηγουμένως δεν είχαν παρακολουθήσει εκείνη τη λειτουργία με τόσο αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα. Οι σάλπιγγες, τα μουσικά όργανα και οι φωνές των ψαλμωδών ακούγονταν δυνατές και ευδιάκριτες όπως συνήθως. Αλλά ένα παράξενο συναίσθημα συνείχε το κάθε τι. Ο ένας μετά τον άλλον ρωτούσαν ποιό περίεργο γεγονός είχε συμβεί. Μέχρι τότε τα άγια των αγίων είχαν προφυλαχθεί με ιερή ευλάβεια από κάθε παρείσακτο βλέμμα. Τώρα ήταν εκτεθειμένα στα μάτια όλων. Το βαρύ παραπέτασμα, κατασκευασμένο από καθαρό λινό και ωραιότατα κατεργασμένο με χρυσό, άλυκο και πορφυρό, σχίστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Ο τόπος που ο Θεός συναντούσε τον αρχιερέα και που μετέδιδε τη δόξα Του, το μέρος που υπήρξε η ιερή αίθουσα της ακρόασης του Θεού, ήταν τώρα ανοικτό σε κάθε μάτι. Πλέον ήταν ένας τόπος τον οποίο ο Κύριος δεν ανεγνώριζε πια. Με βαριά προαισθήματα οι ιερείς διακονούσαν μπροστά στο θυσιαστήριο. Η αποκάλυψη του ιερού μυστηρίου που περιέκλειαν τα άγια των αγίων τους γέμιζε με τρόμο για μια επερχόμενη συμφορά. ΖΧ 746.1

Πολλοί ήταν βαθιά απασχολημένοι με σκέψεις που τους δημιουργήθηκαν από τις σκηνές του Γολγοθά. Από τη σταύρωση μέχρι την ανάσταση πολλά άυπνα μάτια ερευνούσαν συνεχώς τις προφητείες, μερικοί για να μάθουν την πλήρη έννοια της γιορτής που τότε πανηγύριζαν, μερικοί για να βρουν αποδείξεις ότι ο Ιησούς δεν ήταν Εκείνος που ισχυρίζονταν ότι ήταν. Άλλοι με βαρύθυμες καρδιές ζητούσαν να ανακαλύψουν αποδεικτικά στοιχεία ότι Αυτός ήταν ο Μεσσίας. Αν και ο καθένας ερευνούσε με διαφορετικό αντικειμενικό σκοπό, όλοι πείστηκαν για την ίδια αλήθεια. Η προφητεία είχε εκπληρωθεί με τα γεγονότα των τελευταίων εκείνων ημερών και ο Εσταυρωμένος ήταν ο Λυτρωτής του κόσμου. Πολλοί που εκείνη την ημέρα είχαν προσέλθει στην ιεροτελεστία, δεν έλαβαν ποτέ πια μέρος στις πασχαλινές γιορτές. Πολλοί και από τους ιερείς πείστηκαν ακόμη για τον αληθινό χαρακτήρα του Ιησού. Οι προφητικές τους έρευνες δεν πήγαν χαμένες και μετά την ανάστασή Του, Τον αναγνώρισαν σαν Υιό του Θεού. ΖΧ 746.2

Όταν ο Ιησούς υψώθηκε στο σταυρό, ο Νικόδημος θυμήθηκε τα λόγια Του που του είχε απευθύνει τη νύχτα στο Όρος των Ελαιών: «Καθώς ο Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτω πρέπει να υψωθή ο Υιός του ανθρώπου δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις Αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» (Ιωάν. 3:14, 15.) Εκείνο το Σάββατο όταν ο Ιησούς βρίσκονταν στον τάφο, ο Νικόδημος είχε την ευκαιρία να σκεφτεί. Ένα λαμπρότερο φώς φώτιζε τώρα τη σκέψη του και τα λόγια που ο Ιησούς του είχε πει δεν του φαίνονταν πια μυστηριακά. Αισθάνονταν ότι είχε ζημιωθεί πολύ που δεν ενώθηκε με το Σωτήρα στο διάστημα της ζωής Του. Τώρα ξαναθυμήθηκε τα γεγονότα του Γολγοθά. Η προσευχή του Χριστού για τους δημίους Του και η απάντησή Του στην αίτηση του θνήσκοντος ληστή μίλησαν στην καρδιά του μορφωμένου συμβούλου. Ξαναείδε το Σωτήρα μέσα στην αγωνία Του ξανάκουσε εκείνη την τελευταία κραυγή «Τετέλεσται.» Αυτά ήταν νικητήρια λόγια. Αντίκρισεξανά την τρεμάμενη Γή, το σκοτεινό ουρανό, το σχισμένο παραπέτασμα του ναού, τους τρεμάμενους βράχους και η πίστη του στερεώθηκε για πάντα. Το ίδιο γεγονός που κατέστρεψε τις ελπίδες των μαθητών, έπεισε τον Ιωσήφ και το Νικόδημο για τη θεότητα του Ιησού. Οι φόβοι τους νικήθηκαν από το θάρρος μιας σταθερής και ακλόνητης πίστης. ΖΧ 747.1

Ποτέ ο Ιησούς δεν είχε τραβήξει περισσότερο την προσοχή του πλήθους από ότι τώρα που βρίσκονταν στον τάφο. Κατά τη συνήθειά τους, οι άνθρωποι έφερναν τους ασθενείς τους στις αυλές του ναού, ρωτώντας: «Ποιός μπορεί να μας πληροφορήσει για τον Ιησού το Ναζωραίο;» Πολλοί είχαν έρθει από μακριά για να βρουν Εκείνον που θεράπευε αρρώστους και ανάσταινε νεκρούς. Από παντού ακουγόταναυτή η κραυγή: «Θέλουμε τον Ιησού Χριστό το Θεραπευτή.» Με την ευκαιρία αυτή, όσοι παρουσίαζαν συμπτώματα της λέπρας, εξετάστηκαν από τους ιερείς. Πολλοί άκουσαν τότε τη διάγνωση της λέπρας για τους άνδρες τους, για τις γυναίκες τους, ή για τα παιδιά τους.Μετά την διάγνωση έπρεπε να απομακρυνθούν από το οικογενειακό άσυλο και τη φροντίδα των φίλων τους, προειδοποιώντας τους γύρω τους με τη μακάβρια κραυγή:«Ακάθαρτος, ακάθαρτος.» Τα φιλικά χέρια του Ιησού του Ναζωραίου δεν είχαν αρνηθεί ποτέ να αγγίξουν θεραπευτικά οποιονδήποτε αηδιαστικό λεπρό, όμως είχαν πλέον σταυρωθεί πάνω στο στήθος Του. Τα χείλη που είχαν απαντήσει στην παράκληση του λεπρού με τα κατηγορητικά λόγια «Θέλω καθαρίσθητι» (Ματθ 8:3,) είχαν τώρα σιγήσει. Πολλοί στρέφονταν στους αρχιερείς και στους άρχοντες για συμπάθεια και ανακούφιση, αλλά μάταια. Προφανώς ήταν αποφασισμένοι να έχουν το ζωντανό Χριστό και πάλι ανάμεσά τους. Με επιμονή και θέρμη ρωτούσαν για Αυτόν και δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω αθεράπευτοι. Διώκονταν από τις αυλές του ναού και στις πύλες του είχαν τοποθετηθεί στρατιώτες για να συγκρατήσουν τα πλήθη που έρχονταν με τους αρρώστους και τους ετοιμοθάνατους, απαιτώντας να μπουν μέσα. ΖΧ 747.2

Οι πάσχοντες που είχαν έρθει να θεραπευθούν από το Σωτήρα, βυθίστηκαν στην απόγνωση. Οι δρόμοι γέμισαν θρηνωδίες. Οι άρρωστοι πέθαιναν γιατί έλειπε το θεραπευτικό άγγιγμα του Ιησού. Άδικα συμβουλεύονταν τους γιατρούς. Κανένας δεν ήταν ικανός σαν Εκείνον που τώρα βρίσκονταν στον τάφο του Ιωσήφ ΖΧ 748.1

Οι θρήνοι των δυστυχισμένων ανθρώπων έπεισαν τη σκέψη πολλών ότι ένα μεγάλο φώς είχε σβήσει από τον κόσμο. Χωρίς το Χριστό σκότος και ζόφος σκέπασε τη Γή. Πολλοί που ωρύονταν μαζί με τους άλλους: «Σταύρωσον Αυτόν, σταύρωσον Αυτόν,» αναγνώριζαν τώρα τη δυστυχία που τους βρήκε και με την ίδια προθυμία θα ήθελαν να φωνάξουν: «Απόδωσέ μας τον Ιησού!» αν μόνο βρίσκονταν ακόμη στη ζωή. ΖΧ 748.2

Όταν ο λαός έμαθε ότι ο Ιησούς θανατώθηκε από τους ιερείς, άρχισαν να ρωτούν για το θάνατό Του. Οι λεπτομέρειες της δίκης Του κρατήθηκαν όσο το δυνατό μυστικές, αλλά στο διάστημα που Εκείνος βρίσκονταν στον τάφο, το όνομά Του ήταν σε χιλιάδες χείλη και τα νέα της σκηνοθετημένης δίκης Του και της απανθρωπιάς των ιερέων και αρχηγών του λαού κυκλοφορούσαν παντού. Διανοούμενοι άνθρωποι κάλεσαν τους ιερείς και τους αρχηγούς να εξηγήσουν τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης που αφορούσαν το Μεσσία. Ενώ αυτοί προσπαθούσαν να απαντήσουν εφευρίσκοντας ψέματα, γίνονταν παράφρονες. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τις προφητείες που έδειχναν τα πάθη και το θάνατο του Χριστού και πολλοί ερευνητές πείστηκαν ότι οι γραφικές προφητείες είχαν εκπληρωθεί. ΖΧ 748.3

Οι ιερείς γεύονταν ήδη την πικρία της εκδίκησης που τη φαντάζονταν τόσο γλυκιά. Ήξεραν ότι αντιμετώπιζαν την αυστηρή επίκριση του λαού. Ήξεραν ότι εκείνουςπου είχαν επηρεάσει κατά του Ιησού είχαν κυριευθεί τώρα από φρίκη για το επαίσχυντο έργο τους. Οι ιερείς μάταια προσπάθησαν να πιστέψουν ότι ο Χριστός ήταν απατεώνας. Μερικοί από αυτούς είχαν σταθεί δίπλα στον τάφο του Λαζάρου και είχαν δει το νεκρό να επανέρχεται στη ζωή. Έτρεμαν από φόβο μήπως και ο Χριστός αναστηθεί τώρα από τον τάφο και παρουσιαστεί πάλι μπροστά τους. Τον είχαν ακούσει να δηλώνει ότι είχε τη δύναμη να καταθέσει τη ζωή Του και να την πάρει πάλι πίσω. Θυμήθηκαν ότι είχε πει: «Χαλάσατε τον ναόν τούτον, και δια τριών ημερών θέλω εγείρει αυτόν.» (Ιωάν. 2:19.) Από τον Ιούδα είχαν πληροφορηθεί τα λόγια που ο Χριστός είπε στους μαθητές Του κατά το τελευταίο τους ταξίδι στην Ιερουσαλήμ: «Ιδού, αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει παραδοθή εις τους αρχιερείς και γραμματείς, και θέλουσι καταδικάσει Αυτόν εις θάνατον και θέλουσι παραδώσει Αυτόν εις τα έθνη δια να εμπαίξωσι και μαστιγώσωσι και σταυρώσωσι και τη τρίτη ημέρα θέλει αναστηθή.» (Ματθ. 20:18,19.) Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια, τα είχαν περιγελάσει και τα είχαν ειρωνευθεί. Τώρα όμως θυμήθηκαν ότι οι προφητείες του Χριστού είχαν εκπληρωθεί όλεςμέχρι στιγμής. Είχε πει ότι την τρίτη μέρα θα ανασταίνονταν και ποιός μπορούσε να τους πείσει ότι δεν θα συνέβαινε και αυτό; Επιθυμούσαν να αποβάλουν αυτές τις σκέψεις από το νου τους αλλά δεν το κατόρθωναν. Όπως ο πατέρας τους ο διάβολος, έτσι και αυτοί πίστευαν και έφριτταν. ΖΧ 749.1

Τώρα που η φρενίτιδα της έξαψης είχε κοπάσει, η εικόνα του Χριστού κυρίεψε και πάλι τη σκέψη τους. Τον έφερναν στον νου τους καθώς στεκόταν γαλήνιος και αδιαμαρτύρητος μπροστά στους εχθρούς Του, υποφέροντας χωρίς ούτε ένα γογγυσμό για τους χλευασμούς και την κακομεταχείριση που έλαχε. Όλα τα πεπραγμένα της δίκης και της σταύρωσης ξαναήρθαν στη μνήμη τους με την ακαταμάχητη πεποίθηση ότι Αυτός ήταν ο Υιός του Θεού. Ένοιωθαν ότι κάθε στιγμή θα μπορούσε να σταθεί μπροστά τους, ο κατηγορούμενος να γίνει κατήγορος, ο καταδικα σμένος να δικάσει, ο σκοτωμένος να απαιτήσει δικαιοσύνη με το θάνατο των δημίων Του. ΖΧ 749.2

Δεν έβρισκαν ησυχία εκείνο το Σάββατο. Αν και δεν ήθελαν να διαβούν το κατώφλι ενός Εθνικού από φόβο μη μολυνθούν, συγκρότησαν όμως συμβούλιο για να συσκεφθούν σχετικά με το σώμα του Χριστού. Ο θάνατος και ο τάφος έπρεπε να κρατήσουν για πάντα Εκείνον που είχαν σταυρώσει. «Συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι πρός τον Πιλάτον, λέγοντες, Κύριε, ενεθυμήθημεν, ότι εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζών, Μετά τρείς ημέρας θέλω αναστηθεί πρόσταξον λοιπόν να ασφαλισθή ο τάφος έως της τρίτης ημέρας, μήποτε οι μαθηταί Αυτού ελθόντες δια νυκτός κλέψωσιν Αυτόν, και είπωσι πρός τον λαόν, Ανέστη εκ νεκρών και θέλει είσθαι η εσχάτη πλάνη χειροτέρα της πρώτης. Είπε δε πρός αυτούς ο Πιλάτος, Έχετε φύλακας υπάγετε, ασφαλίσατε καθώς εξεύρετε.» ΖΧ 750.1

Οι ιερείς έδωσαν οδηγίες πως να ασφαλιστεί ο τάφος. Μια μεγάλη πέτρα είχε τοποθετηθεί φράζοντας το στόμιο Μπροστά από αυτή την πέτρα πέρασαν σχοινιά που στερεώθηκαν στο γρανίτη και τα σφράγισαν με τη ρωμαϊκή σφραγίδα. Η πέτρα δεν μπορούσε να μετακινηθεί χωρίς να σπάσει η σφραγίδα. Μια φρουρά από εκατό στρατιώτες παρατάχθηκε τότε γύρω από τον τάφο για να εμποδίσουν κάθε τυχόν παραβίαση. Οι ιερείς έκαναν ότι μπορούσαν για να κρατήσουν το σώμα του Χριστού εκεί όπου το είχαν βάλει. Είχαν ασφαλίσει τον τάφο Του με τέτοια σιγουριά, σαν να επρόκειτο να μείνει για πάντα εκεί. ΖΧ 750.2

Αυτό σχεδίασαν οι ανίσχυροι άνθρωποι του συμβουλίου. Ελάχιστα σκέφτηκαν πόσο ανώφελες ήταν οι προσπάθειές τους. Με την πράξη τους όμως δοξάστηκε ο Θεός. Οι ίδιες οι προσπάθειές τους ώστε να εμποδίσουν την ανάσταση του Χριστού έγιναν τα πιο πειστικά τεκμήρια για την απόδειξή της. Όσο μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός των στρατιωτών που τοποθετήθηκε γύρω από τον τάφο, τόσο εκτενέστερη θα ήταν η μαρτυρία ότι είχε αναστηθεί. Εκατοντάδες χρόνια πριν από το θάνατο του Χριστού, το Άγιο Πνεύμα είχε δηλώσει μέσω του ψαλμωδού: «Δια τι εφρύαξαν τα έθνη, και οι λαοί εμελέτησαν μάταια; Παρεστάθησαν οι βασιλείς της γής και οι άρχοντες συνήχθησαν ομού, κατά του Κυρίου, και κατά του Χριστού Αυτού.Ο καθήμενος εν ουρανοίς θέλει γελάσει ο Κύριος θέλει εκμυκτηρίσει αυτούς.» (Ψαλμ. 2:1-4.) Οι ρωμαίοι Φρουροί και τα ρωμαϊκά όπλα ήταν ανίσχυρα να κρατήσουν τον Κύριο της ζωής μέσα στον τάφο. Η ώρα της απελευθέρωσής Του πλησίαζε. ΖΧ 750.3