Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 78—ΓΟΛΓΟΘΑΣ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 27:31-53,
Μάρκ. 15:20-38, Λουκ. 23:26-46, Ιωάν. 19:16-30.
ΖΧ 714.1
«Και ότε ήλθον εις τον τόπον τον ονομαζόμενον Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν Αυτόν.» «Ο Ιησούς δια να αγιάση τον λαόν δια του ιδίου Αυτού αίματος, έξω της πύλης έπαθεν.» (Εβρ. 13:12.) Επειδή είχαν παραβεί το νόμο του Θεού, ο Αδάμ και η Εύα είχαν διωχτεί από την Εδέμ. Ο Χριστός, ο αντικαταστάτης μας, υπέφερε έξω από τα όρια της Ιερουσαλήμ. Πέθανε έξω από την πύλη που εκτελούνταν οι κακούργοι και οι δολοφόνοι. Γεμάτα σημασία είναι τα λόγια: «Ο Χριστός εξηγόρασεν ημάς από της κατάρας του νόμου, γενόμενος κατάρα υπέρ ημών.» (Γαλ. 3:13.) ΖΧ 714.2
Ένα πελώριο πλήθος ακολούθησε το Χριστό από το πραιτόριο μέχρι το Γολγοθά. Τα νέα της καταδίκης Του διαδόθηκαν σε ολόκληρη την Ιερουσαλήμ και άνθρωποι κάθε κατηγορίας συγκεντρώθηκαν στον τόπο της σταύρωσης. Οι ιερείς και οι άρχοντες είχαν δεσμευτεί με την υπόσχεση να μη ενοχλήσουν τους οπαδούς Του, αν ο Ίδιοςπαραδιδόταν σεαυτούς.Έτσι, οι μαθητές και οι πιστοί από την πόλη και τα περίχωρα ενώθηκαν με το λαό που ακολούθησε το Σωτήρα. ΖΧ 714.3
Καθώς έβγαινε ο Ιησούς από την πύλη της αυλής του Πιλάτου, ο σταυρός που είχε ετοιμαστεί για το Βαραββά τοποθετήθηκε πάνω στους πληγωμένους και ματωμένους ώμους Του. Δύο σύντροφοι του Βαραββά θα εκτελούνταν την ίδια ώρα με τον Ιησού. Τότε, και εκείνοι φορτώθηκαν και αυτοί τους σταυρούς τους. Το φορτίο του Σωτήρα ήταν πολύ βαρύ για Αυτόν, ιδιαιτέρως στην εξαντλητική κατάσταση όπου βρίσκονταν. Αφότου δείπνησε το Πάσχα με τους μαθητές Του, δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα Του, ούτε τροφή ούτε νερό. Είχε περάσει μεγάλη αγωνία στον κήπο της Γεθσημανής, παλεύοντας με τις σατανικές δυνάμεις. Είχε υποστεί το ψυχικό άγχος της προδοσίας και είχε δει τους μαθητές Του να Τον εγκαταλείπουν φεύγοντας. Είχε οδηγηθεί στον Άννα, μετά στον Καϊάφα και από εκεί στον Πιλάτο. Από τον Πιλάτο είχε σταλεί στον Ηρώδη και έπειτα πάλι πίσω στον Πιλάτο. Από προσβολή σε προσβολή, από χλευασμό σε χλευασμό, μαστιγωμένος δύο φορές, είχε περάσει όλη εκείνη η νύχτα με αλληλοδιαδοχικές σκηνές ικανές να δοκιμάσουν στο έπακρο την ανθρώπινη ψυχή. Ο Χριστός δε λύγισε. Δεν πρόφερε λέξη εκτός από ότι μπορούσε να φέρει δόξα στο Θεό. Όλο το διάστημα της αισχρής εκείνης δικαστικής διακωμώδησης συμπεριφέρθηκε με σταθερότητα και αξιοπρέπεια. Όταν όμως μετά το δεύτερο μαστίγωμα ο σταυρός τοποθετήθηκε επάνω Του, η ανθρώπινη φύση δεν μπορούσε να υποφέρει περισσότερο. Έπεσε λιπόθυμος κάτω από το βάρος. ΖΧ 714.4
Ο όχλος που ακολουθούσε το Σωτήρα παρατηρούσε εντελώς ασυγκίνητος τα αδύνατα και κλονισμένα βήματά Του. Τον έβριζαν και Τον χλεύαζαν που δεν μπορούσε να σηκώσει το βαρύ σταυρό. Επανειλημμένα τοποθέτησαν το φορτίο επάνω Του και κάθε φορά έπεφτε λιπόθυμος στη γη. Οι βασανιστές Του κατάλαβαν ότι Του ήταν αδύνατο να σηκώσει το φορτίο Του μακρύτερα. Δεν τους ήταν εύκολο να βρουν κάποιον για να μεταφέρει το ταπεινωτικό φορτίο. Οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό, γιατί θα μολύνονταν και δεν θα μπορούσαν να τηρήσουν το Πάσχα. Κανένας από το συρφετό που ακολουθούσε το Χριστό δεν καταδέχονταν να σκύψει και να σηκώσει το σταυρό. ΖΧ 715.1
Εκείνη την ώρα ένας ξένος, ο Σίμωνας ο Κυρηναίος, συνάντησε το πλήθοςγυρίζοντας από τα χωράφια. Άκουσε τους χλευασμούς και τις αισχρολογίες του όχλου. Άκουσε κατ’επανάληψη τα περιφρονητικά λόγια: «Κάμετε τόπο για το βασιλιά των Ιουδαίων!» Σταμάτησε έκπληκτος για αυτά που έβλεπε. Όταν άφησε να εκδηλωθεί η λύπη του, τον άρπαξαν και του φόρτωσαν στους ώμους το σταυρό. ΖΧ 715.2
Ο Σίμωνας είχε ακούσει για τον Ιησού. Τα παιδιά του πίστευαν στο Σωτήρα, αλλά αυτός δεν ήταν μαθητής. Η μεταφορά του σταυρού στο Γολγοθά έγινε για το Σίμωνα ευλογία. Στο εξής ήταν για πάντα ευγνώμων για τη θεία πρόνοια που τον οδήγησε να μεταφέρει θεληματικά το σταυρό του Χριστού και να υφίσταται από τότε με χαρά το βάρος του. ΖΧ 715.3
Αρκετές γυναίκες ακολουθούσαν τον Αθώο στον δρόμο προς τον απάνθρωπο θάνατό Του. Η προσοχή τους ήταν προσηλωμένη στον Ιησού. Μερικές από αυτές Τον είχαν δει προηγουμένως. Μερικές Του είχαν φέρει τους δικούς τους που ήταν άρρωστοι και υπέφεραν. Μερικές είχαν οι ίδιες θεραπευτεί από Αυτόν. Διηγούνταν τις σκηνές που είχαν διαδραματιστεί. Θαύμαζαν το περίσσιο μίσος του όχλου για Εκείνον για τον οποίο οι δικές τους ματωμένες καρδιές ήταν έτοιμες να σπάσουν. Παρά τη στάση του μανιασμένου πλήθους και τα οργισμένα λόγια των ιερέων και των αρχόντων, οι γυναίκες αυτές εκδήλωσαν την συμπάθειά τους προς Αυτόν. Όταν ο Χριστός έπεσε λιπόθυμος κάτω από το σταυρό, ξέσπασαν σε ασυγκράτητους λυγμούς. ΖΧ 715.4
Το γεγονός αυτό ήταν το μοναδικό που τράβηξε την προσοχή του Χριστού. Αν και καταβλημένος από πόνο, φορτωμένος καθώς ήταν με τις αμαρτίες του κόσμου, δεν έμεινε αδιάφορος στην έκφραση της λύπης. Κοίταξε τις γυναίκες εκείνες με ευσπλαχνική τρυφερότητα. Δεν ανήκαν στους πιστούς οπαδούς Του. Ήξερε ότι δεν θρηνούσαν για Αυτόν επειδή Τον θεωρούσαν Απεσταλμένο του Θεού, αλλά κινούμενες από αισθήματα ανθρώπινης λύπης. Δεν περιφρόνησε τη συμπάθεια τους, αλλά αυτή μάλλον δημιούργησε στην καρδιά Του μια βαθύτερη συμπάθεια για αυτές. «Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,» είπε, «μη κλαίετε δι’ Εμέ, αλλά δι’ εαυτάς κλαίετε και διά τα τέκνα σας.» Από την παρούσα σκηνή, ο Χριστός ανέτρεξε με το βλέμμα στη μελλοντική σκηνή της καταστροφής της Ιερουσαλήμ. Σε εκείνη την τρομερή σκηνή, πολλές από αυτές τις γυναίκες που έκλαιγαν τώρα για Αυτόν, θα αφανίζονταν μαζί με τα παιδιά τους. ΖΧ 716.1
Από την πτώση της Ιερουσαλήμ οι σκέψεις του Χριστού στράφηκαν σε μια μεγαλύτερη κρίση. Στην καταστροφή της αμετανόητης πόλης, ο Χριστός έβλεπε ένα σύμβολο της τελικής καταστροφής που θα επέλθει στον κόσμο. Είπε: «Τότε θέλουσιν αρχίσει να λέγωσιν εις τα όρη, Πέσετε εφ’ ημάς και εις τα βουνά, Σκεπάσατε ημάς. Διότι αν εις το υγρόν ξύλον πράττωσι ταύτα, τι θέλει γείνει εις το ξηρόν;» Με το υγρό ξύλο ο Χριστός αντιπροσώπευε τον Εαυτό Του, τον αθώο Λυτρωτή. Ο Θεός επέτρεψε να πέσει η μεγάλη οργή που ένοιωθε για την παράβαση πάνω στον αγαπημένο Του Υιό. Ο Ιησούς επρόκειτο να σταυρωθεί για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ποιά λοιπόν βάσανα αξίζει να υποστεί ο αμαρτωλός που επιμένει να ζει στην αμαρτία; Όλοι οι αμετανόητοι και άπιστοι θα γνωρίσουν μια τέτοια θλίψη και δυστυχία που καμιά γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. ΖΧ 716.2
Από το πλήθος που ακολουθούσε το Σωτήρα στο Γολγοθά πολλοί Τον είχαν επευφημήσει, ψάλλοντας χαρούμενα ωσαννά και κινώντας φοινικόκλαδα κατά τη θριαμβευτική Του είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Τώρα εξαιτίας της κοινωνικής πίεσης, πολλοί από εκείνους Τον δοξολογούσαν τότε επειδή αυτό έκανα ν όλοι, τώραφώναζαν όσο μπορούσαν: «Σταύρωσον, σταύρωσον Αυτόν!» Όταν ο Ιησούς έμπαινε στην Ιερουσαλήμ, οι ελπίδες των μαθητών είχαν φτάσει στο κατακόρυφο. Βάδιζαν στριμωγμένοι γύρω από τον Κύριο τους, νοιώθοντας μεγάλη τιμή που σχετίζονταν μαζί Του. Τώρα Τον ακολουθούσανστην ταπείνωσή Του από απόσταση. Ήταν πολύ λυπημένοι και καταπτοημένοι από τη διάψευση των ελπίδων τους. Πόσο είχαν επιβεβαιωθεί τα λόγια του Χριστού: «Πάντες υμείς θέλετε σκανδαλισθή εν Εμοί την νύκτα ταύτην διότι είναι γεγραμμένον, Θέλω πατάξει τον ποιμένα και θέλουσι διασκορπισθή τα πρόβατα της ποίμνης.» (Ματθ. 26:31.) ΖΧ 716.3
Φτάνοντας στον τόπο της εκτέλεσης, οι κατάδικοι δέθηκαν στα όργανα του μαρτυρίου τους. Οι δύο ληστές πάλευαν με εκείνους που τους έδεναν στον σταυρό αλλά ο Ιησούς δεν έφερε καμιά αντίσταση. Η Μητέρα του Χριστού, στηριγμένη στον Ιωάννη, τον αγαπητό μαθητή, ακολούθησε τα βήματα του Υιού της στο Γολγοθά. Τον είχε δει να λιποθυμά κάτω από το βάρος του σταυρού και είχε λαχταρήσει να βάλει το χέρι της κάτω από το πληγωμένο Του κεφάλι και να δροσίσει το μέτωπο που κάποτε αναπαύονταν στο στήθος της. Δεν της επιτράπηκεόμως το μακάβριο αυτό προνόμιο. Έτρεφε όμως ακόμη και τώρα την ελπίδα, όπως και οι μαθητές, ότι ο Ιησούς θα φανέρωνε τη δύναμή Του και θα ελευθερώνονταν από τους εχθρούς Του. Πάλι η καρδιά της σπάραξε καθώς θυμόταν τα λόγια με το οποία Αυτός είχε περιγράψει εξ΄αρχής ακριβώς αυτές τις σκηνές που διαδραματίζονταν εκείνη την ώρα. Καθώς οι ληστές δένονταν στους σταυρούς, εκείνη παρακολουθούσε περιμένοντας με αγωνία πως κάτι θα συνέβαινε. Αυτός που είχε δώσει ζωή στους νεκρούς και θα επέτρεπε τώρα να Τον θανατώσουν; Ο Υιός του Θεού θα άφηνε να Τον φονεύσουν με ένα τέτοιο σκληρό τρόπο; Θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πεποίθηση της ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας; Θα αντίκριζε όλο εκείνο το αίσχος και τη θλίψη, χωρίς να έχει ούτε το δικαίωμα να Του παρασταθεί στην αγωνία Του; Είδε τα χέρια Του να απλώνονται πάνω στο σταυρό. Έφεραν το σφυρί και τα καρφιά και καθώς άρχισαν να τα μπήγουν μέσα στην τρυφερή Του σάρκα, με σπαραγμένη καρδιά οι μαθητές απομάκρυναν την λιπόθυμη Μητέρα του Χριστού από την βάναυση σκηνή. ΖΧ 717.1
Ο Σωτήρας δεν πρόφερε κανένα παράπονο. Το πρόσωπό Του παρέμεινε ήρεμο και γαλήνιο, αλλά μεγάλες σταγόνες από ιδρώτα αυλάκωναν το μέτωπό Του. Δεν βρέθηκε ούτε ένα σπλαχνικό χέρι να σκουπίσει τον επιθανάτιο ιδρώτα από το πρόσωπό Του, ούτε δύο συμπαθητικά λόγια ακλόνητης αφοσίωσης για να στηρίξουν την ανθρώπινη καρδιά Του. Ενώ οι στρατιώτες επιδίδονταν στο φρικιαστικό τους έργο, ο Ιησούς προσεύχονταν για τους εχθρούς Του. «Πάτερ, συγχώρησαν αυτούς, διότι δεν εξεύρουσι τι πράττουσι». Η σκέψη Του πήγε από τα δικά Του πάθη στην αμαρτία των βασανιστών Του και στη φοβερή ανταπόδοση που τους περίμενε. Δεν πρόφερε καμιά κατάρα στους στρατιώτες που Τον μεταχειρίστηκαν με τόση τραχύτητα. Δεν επικαλέστηκε καμιά εκδίκηση κατά των ιερέων και των αρχόντων που παρακολουθούσαν χαιρέκακα την πραγματοποίηση του σκοπού τους. Ο Χριστός τους λυπόταν για την άγνοια και την ενοχή τους. Πρόφερε μόνο μια δικαιολογία για τη συγχώρησή τους: «διότι δεν εξεύρουσι τι πράττουσι». ΖΧ 717.2
Αν ήξεραν ότι βασάνιζαν Εκείνον ο οποίος είχε έρθει για να σώσει την ανθρώπινη φυλή από την αιώνια καταστροφή, θα είχαν καταληφθεί από τύψεις και τρόμο. Αλλά η άγνοιά τους δεν δικαιολογεί την ενοχή τους επειδή είχαν το προνόμιο να γνωρίσουν και να δεχτούν τον Ιησού για Σωτήρα τους. Μερικοί από αυτούς θα αναγνώριζαν αργότερα την αμαρτία τους, θα μετανοούσαν και θα πίστευαν. Μερικοί από αμετανοησία θα καθιστούσαν την προσευχή του Χριστού απραγματοποίητη για αυτούς. Όπως και αν είχαν τα πράγματα, το σχέδιο του Θεού εκπληρώνονταν. Ο Ιησούς αποκτούσε το δικαίωμα να γίνει ο συνήγορος των ανθρώπων στην παρουσία του Θεού. ΖΧ 718.1
Αυτή η προσευχή του Χριστού για τους εχθρούς Του περιέβαλε ολόκληρο τον κόσμο. Συμπεριλάμβανε κάθε αμαρτωλό που είχε ζήσει ή θα ζούσε από την αρχή του κόσμου μέχρι τα τέλη των αιώνων. Η ενοχή της σταύρωσης του Υιού του Θεού τους βαραίνει όλους. Η συγχώρηση προσφέρεται σε όλους δωρεάν. «Όστις θέλει» μπορεί να απολαύσει την ειρήνη με το Θεό και να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. ΖΧ 718.2
Μόλις ο Ιησούς καρφώθηκε, δυνατοί άνδρες σήκωσαν το σταυρό και τον έμπηξαν με ορμή στο μέρος που είχαν ετοιμάσει για αυτόν. Αυτό προκάλεσε την πιο δυσβάσταχτη αγωνία στον Υιό του Θεού. Ο Πιλάτος τότε έγραψε μια επιγραφή στα εβραϊκά, στα ελληνικά και στα λατινικά και την τοποθέτησε στο σταυρό, πάνω από το κεφάλι του Ιησού. Η επιγραφή έλεγε: «Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς των Ιουδαίων.» Η επιγραφή εξόργισε τους Ιουδαίους. Στην αυλή του Πιλάτου είχαν φωνάξει: «Σταύρωσον Αυτόν!» «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα.» (Ιωάν. 19:15.) Είχαν δηλώσει ότι οποιοσδήποτε αναγνώριζε άλλο βασιλιά ήταν προδότης. Ο Πιλάτος έγραψε τη γνώμη που είχαν εκφράσει. Κανένα αδίκημα δεν αναφέρθηκε, εκτός από την ομολογία του Ιησού ότι ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων. Η επιγραφή ήταν μια πραγματική αναγνώριση της υποταγής των Ιουδαίων στη ρωμαϊκή εξουσία. Διακήρυττε ότι οποιοσδήποτε ισχυρίζονταν ότι ήταν βασιλιάς του Ισραήλ θα καταδικαζόταν από αυτούς σαν άξιος θανάτου. Οι ιερείς αυτοεξαπατήθηκαν. Όταν συνωμοτούσαν για το θάνατο του Χριστού, ο Καϊάφας είχε δηλώσει ότι συνέφερε να πεθάνει ένας άνθρωπος για να σωθεί το έθνος. Τώρα η υποκρισία τους αποκαλύφθηκε. Προκειμένου να εξαφανίσουν το Χριστό, ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν ακόμη και την εθνική τους υπόσταση. ΖΧ 718.3
Οι ιερείς είδαν τι είχαν κάνει και ζήτησαν από τον Πιλάτο να αλλάξει την επιγραφή. Είπαν: «Μη γράφε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλά ότι Εκείνος είπε, Βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων.» Ο Πιλάτος όμως, όπως ήταν νευριασμένος με τον εαυτό του για την αδυναμία που είχε δείξει από πριν, καταφρόνησε τελείως τους φθονερούς και πανούργους άρχοντες και ιερείς. «Ό γέγραφα, γέγραφα,» απάντησε ψυχρά. ΖΧ 719.1
Μια εξουσία ανώτερη από τον Πιλάτο και τους Ιουδαίους είχε ορίσει την τοποθέτηση αυτής της επιγραφής πάνω από το κεφάλι του Ιησού. Σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού, αυτή η επιγραφή θα αφύπνιζε τις σκέψεις και την έρευνα της Γραφής. Ο τόπος όπου ο Χριστός σταυρώθηκε δεν ήταν μακριά από την πόλη. Χιλιάδες λαού από όλες τις χώρες βρίσκονταν τότε στα Ιεροσόλυμα. Έτσι, η επιγραφή που διακήρυττε το Ναζωραίο Ιησού για Μεσσία, θα τραβούσε την προσοχή τους. Ήταν μια ζωντανή αλήθεια χαραγμένη από ένα χέρι καθοδηγούμενο από το Θεό. ΖΧ 719.2
Με τα σταυρικά πάθη του Χριστού εκπληρώθηκε η προφητεία. Αιώνες πριν από τη σταύρωση, ο Σωτήρας είχε προφητεύσει για τη μεταχείριση που θα Του γίνονταν. Είπε: «Κύνες Με περιεκύκλωσαν σύναξις πονηρευομένων Με περιέκλεισεν ετρύπησαν τας χείρας Μου και τους πόδας Μου δύναμαι να αριθμήσω πάντα τα οστά Μου ούτοι Με ατενίζουσι και Με παρατηρούσι. Διεμοιράσθησαν τα ιμάτιά Μου εις εαυτούς και επί τον ιματισμόν Μου έβαλον κλήρον.» (Ψαλμ. 22:16-18.) Η προφητεία που αφορούσε τον ιματισμό Του εκπληρώθηκε χωρίς τη συμβουλή ή την παρέμβαση των φίλων ή των εχθρών του Εσταυρωμένου. Ο ιματισμός Του δόθηκε στους στρατιώτες που Τον καθήλωσαν στο σταυρό. Ο Χριστός άκουγε τις φιλονικίες των ανθρώπων καθώς μοιράζονταν τα ρούχα μεταξύ τους. Ο χιτώνας Του ήταν υφαμένος μονοκόμματος, χωρίς ραφή. και είπαν. «Ας μη σχίσωμεν αυτόν, αλλά ας ρίψωμεν λαχνόν περίαυτού, τίνος θέλει είσθαι.» ΖΧ 719.3
Σε μια άλλη προφητεία ο Σωτήρας είπε: «Ονειδισμός συνέτριψε την καρδίαν Μου και είμαι περίλυπος περιέμεινα δε συλλυπούμενον, αλλά δεν υπήρξε, και παρηγορητάς, αλλά δεν εύρηκα. Και έδωκαν εις Εμέ χολήν δια φαγητόν Μου, και εις την δίψαν Μου Με επότισαν όξος.» (Ψαλμ. 69:20-21.) Στους καταδικασμένους σε σταυρικό θάνατο επιτρεπόταν να τους δοθεί ένα ναρκωτικό για να απονεκρώνει την αίσθηση του πόνου. Αυτό πρόσφεραν και στον Ιησού αλλά όταν το δοκίμασε, αρνήθηκε να το πιεί. Δεν θα έπαιρνε τίποτε που να θόλωνε το νου Του. Η πίστη Του στο Θεό έπρεπε να μείνει σταθερή. Αυτή ήταν η μόνη Του δύναμη. Αν θόλωνε τις αισθήσεις Του, θα πρόσφερε έδαφος στο Σατανά. ΖΧ 720.1
Οι εχθροί του Ιησού άφησαν να ξεσπάσει η λύσσα τους επάνω Του, ενώ Εκείνος κρέμονταν στο σταυρό. Ιερείς, άρχοντες και γραμματείς ενώθηκαν με τον όχλο χλευάζοντας τον ετοιμοθάνατο Σωτήρα. Στο βάπτισμα και στη μεταμόρφωση η φωνή του Θεού είχε ακουστεί να αποκαλεί το Χριστό, Υιό Του. Και πάλι ακριβώς πριν από την προδοσία Του, ο Πατέρας είχε μιλήσει μαρτυρώντας για τη θεότητά Του. Τώρα όμως η φωνή του Ουρανού σιγούσε. Καμιά μαρτυρία υπέρ του Χριστού δεν ακούστηκε. Μόνος υπέφερε τις ύβρεις και τους χλευασμούς των διεστραμμένων ανθρώπων ΖΧ 720.2
«Αν ήσαι Υιός του Θεού, κατάβα από του σταυρού,» έλεγαν. «Ας σώση Εαυτόν, εάν ούτος ήναι ο Χριστός, ο εκλεκτός του Θεού » Στην έρημο του πειρασμού ο Σατανάς είχε προτείνει: «Εάν ήσαι ο Υιός του Θεού, ειπέ να γείνωσιν άρτοι οι λίθοι ούτοι.» «Εάν ήσαι ο Υιός του Θεού, ρίψον Σεαυτόν κάτω.» (Ματθ. 4:3, 6.) Ο Σατανάς με τους αγγέλους του, με ανθρωπόμορφο σχήμα, ήταν παρόντες στο σταυρό. Ο αρχιδαίμονας και τα όργανά του συνεργάζονταν με τους ιερείς και τους άρχοντες. Οι δάσκαλοι του λαού είχαν διεγείρει τον αμαθή όχλο να ξεστομίζει επικρίσεις εναντίον Ενός τον οποίο πολλοί από αυτούς δεν είχαν δειποτέ μέχρι τη στιγμή που παρακινήθηκαν να μαρτυρήσουν εναντίον Του. Οι ιερείς, οι άρχοντες, οι Φαρισαίοι και ο άξεστος συρφετός συμμάχησαν σε μια σατανική φρενίτιδα. Θρησκευτικοί ηγήτορες ενώθηκαν με το Σατανά και τους αγγέλους του, εκτελώντας τις διαταγές του. ΖΧ 720.3
Ο Ιησούς μέσα στους πόνους και στον αργό θάνατο, άκουγε κάθε λέξη που ξεστόμιζαν οι ιερείς: «Άλλους έσωσεν, Εαυτόν δεν δύναται να σώση αν ήναι βασιλεύς του Ισραήλ, ας καταβή τώρα από του σταυρού και θέλομεν πιστεύσει εις Αυτόν » Ο Χριστός μπορούσε να κατεβεί από το σταυρό. Ακριβώς επειδή δεν θέλησε να σώσει τον Εαυτό Του, ο αμαρτωλός έχει την ελπίδα της συγχώρησης και της χάρης του Θεού. ΖΧ 720.4
Χλευάζοντας το Σωτήρα, οι άνθρωποι που ισχυρίζονταν ότι ήταν οι ερμηνευτές των προφητειών, επαναλάμβαναν ακριβώς τα λόγια της Θεοπνευστίας που ανέφεραν ότι θα πρόφεραν σε αυτή την περίπτωση. Όμως είχαν τυφλωθεί τόσο που δεν έβλεπαν ότι εκπλήρωναν την προφητεία. Εκείνοι που κοροϊδευτικά πρόφεραν τα λόγια: «Πέποιθεν επί τον Θεόν ας σώση τώρα Αυτόν, εάν θέλη Αυτόν επειδή είπεν, Ότι Θεού Υιός είμαι,» ούτε καν φαντάζονταν ότι η μαρτυρία τους αυτή θα αντηχούσε από αιώνα σε αιώνα. Αν και τα λόγια αυτά ειπώθηκαν χλευαστικά, οδήγησαν τους ανθρώπους να ερευνήσουν τη Γραφή όσο ποτέ προηγουμένως. Σοφοί άνθρωποι άκουσαν, ερεύνησαν, σκέφτηκαν και προσευχήθηκαν. Ήταν εκείνοι που δεν ησύχασαν μέχριπου, συγκρίνοντας εδάφιο με εδάφιο, κατάλαβαν τη σημασία της αποστολής του Χριστού. Ποτέ προηγουμένως δεν γενικεύτηκε η γνώση για το Χριστό τόσο όσο όταν Εκείνος κρέμονταν στο σταυρό. Στις καρδιές πολλών που παρακολούθησαν τη σκηνή της σταύρωσης και άκουσαν τα λόγια του Χριστού, έλαμψε το φώς της αλήθειας. ΖΧ 721.1
Ενώ αγωνιούσε πάνω στο σταυρό, ο Χριστός δέχτηκε μια παρήγορη αναλαμπή. Ήταν η προσευχή του μετανοημένου ληστή. Οι δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Ιησού στην αρχή Τον χλεύαζαν. Τον ένα από αυτούς ο πόνος του μαρτυρίου τον έκανε ακόμη πιο παράλογο και προκλητικό. Όχι όμως το σύντροφό Του. Αυτός δεν ήταν πωρωμένος εγκληματίας. Είχε παρασυρθεί από τις κακές συναναστροφές, αλλά ήταν λιγότερο ένοχος από πολλούς που στέκονταν δίπλα στο σταυρό, χλευάζοντας το Σωτήρα. Είχε δει, είχε ακούσει τον Ιησού και είχε πειστεί από τη διδασκαλία Του, αλλά οι ιερείς και οι άρχοντες τον είχαν απομακρύνει από Αυτόν. Για να κατασιγάσει τις πεποιθήσεις του βυθίστηκε όλο και πιο βαθιά στην αμαρτία, μέχρι που συνελήφθηκε, δικάστηκε σαν φονιάς και καταδικάστηκε στο σταυρικό θάνατο. Στο πραιτόριο και στο δρόμο του Γολγοθά ήταν μαζί με τον Ιησού. Είχε ακούσει τη δήλωση του Πιλάτου: «Ουδέν έγκλημα ευρίσκω εν Αυτώ.» Είχε προσέξει τη θεϊκή συμπεριφορά του Χριστού και την ευσπλαχνική συγνώμη Του στους βασανιστές Του. Πάνω τώρα από το σταυρό βλέπει εκείνες τις μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες να βγάζουν περιπαιχτικά τη γλώσσα και να κοροϊδεύουν τον Κύριο Ιησού. Τους βλέπει να κουνούν τα κεφάλια τους ειρωνικά. Ακούει τα επιτιμητικά λόγια τους που τα συνέχισε μετά και ο συνένοχός του: «Εάν Σύ ήσαι ο Χριστός, σώσον Σεαυτόν και ημάς.» Ανάμεσα στους περαστικούς ακούει πολλούς που υπερασπίζονται τον Ιησού. Τους ακούει να επαναλαμβάνουν τα λόγια Του και να αφηγούνται τα έργα Του. Η πίστη ότι Αυτός είναι ο Χριστόςξαναγεννιέται μέσα του. Στρεφόμενος προς το συνένοχό του, λέει: «Ουδέ τον Θεόν δεν φοβείσαι σύ, όστις είσαι εν τη αυτή καταδίκη;» Οι μελλοθάνατοι ληστές δεν έχουν τίποτε πια να φοβηθούν από τους ανθρώπους. Ο ένας όμως από αυτούς βασανίζεται από τη σκέψη ότι υπάρχει Θεός που πρέπει να Τον φοβηθεί και τρέμει αναλογιζόμενος το μέλλον. Τώρα, η ζωή του,βουτηγμένη όπως ήταν στην αμαρτία, έφθασε στο τέλος της. Θρηνεί αναστενάζοντας: «Ημείς μέν δικαίως διότι άξια των όσα επράξαμεν απολαμβάνομεν Ούτος όμως ουδέν άτοπον έπραξεν.» ΖΧ 721.2
Τώρα πια δεν γεννάται ζήτημα. Δεν υπάρχουν ούτε, αμφιβολίες ούτε κατηγορίες. Όταν δικάστηκε για το έγκλημά του, ο ληστής είχε πέσει στην απόγνωση. Αλλά περιέργως του δημιουργούνται πλέον εξευγενισμένες σκέψεις. Ανακαλεί στη μνήμη του όλα όσα άκουσε για τον Ιησού, για την θεραπεία των ασθενών και τη συγχώρηση της αμαρτίας. Άκουγε τα λόγια εκείνων που έχοντας πιστέψει στο Χριστό, Τον ακολουθούσαν τώρα κλαίγοντας. Είχε δει και είχε διαβάσει την επιγραφή πάνω από το κεφάλι του Σωτήρα. Είχε ακούσει τους περαστικούς να την επαναλαμβάνουν, άλλοι με βαθιά λύπη και τρεμάμενα χείλη, άλλοι με αστεϊσμούς και χλευασμούς. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τη διάνοια του και σιγά-σιγά οι αλληλοδιαδοχικές αποδείξεις συναρμολογούνται. Στο πρόσωπο του πληγωμένου, χλευαζόμενου και κρεμασμένου στο σταυρό Ιησού, εκείνος βλέπει τον Αμνό του Θεού «τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου.» Η φωνή του φανερώνει ανάμικτη ελπίδα με αγωνία την ώρα που η δυστυχισμένη, ψυχορραγούσα ψυχή ρίχνεται πάνω σε ένα Σωτήρα που ψυχορραγεί. «Μνήσθητί μου, Κύριε,» κραυγάζει, «όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου.» ΖΧ 722.1
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Απαλά μελωδικά, γεμάτα αγάπη, συμπόνια και δύναμη ακούγονται τα λόγια: «Αληθώς, σοι λέγω σήμερον, θέλεις είσθαι μετ’ Εμού εν τω παραδείσω.» ΖΧ 722.2
Ατέλειωτες ήταν οι ώρες της αγωνίας καθώς οι χλευασμοί και οι κατακραυγές έφταναν στα αυτιά του Ιησού. Κρεμασμένος όπως ήταν στο σταυρό, ένιωθε να ξεσπούν επάνω Του οι θυελλώδεις κατάρες και οι κοροϊδίες. Νοσταλγούσε να ακούσει ένα λόγο που να εκφράζει την πίστη των μαθητών Του. Το μόνο που είχε ακούσει ήταν τα θλιβερά λόγια: «Ημείς δε ηλπίζομεν ότι Αυτός είναι ο μέλλων να λύτρωση τον Ισραήλ.» Με πόση ευγνωμοσύνη άκουσε ο Σωτήρας τα λόγια της πίστης και της αγάπης από το θνήσκοντα ληστή! Ενώ οι Ιουδαίοι αρχηγοί Τον αρνούνταν ενώ και οι μαθητές Του αμφέβαλαν ακόμη για τη θεότητά Του, την ώρα που ο δυστυχής ληστής διέσχιζε το κατώφλι προς την αιωνιότητα, ονόμασε τον Ιησού Κύριο. Πολλοί ήταν πρόθυμοι να Τον αποκαλέσουν Κύριο τότε που έκανε τα θαύματα και μετά την ανάσταση από τον τάφο. Κανείς όμως δεν Τον αναγνώρισε ενώ ψυχορραγούσε πάνω στο σταυρό, εκτός από τον μετανοημένο ληστή που σώθηκε την τελευταία στιγμή. ΖΧ 722.3
Οι παρευρισκόμενοι συνέλαβαν τα λόγια του ληστή που αποκαλούσε τον Ιησού Κύριο. Ο τόνος του μετανοημένου ανθρώπου τράβηξε την προσοχή τους. Εκείνοι που στη βάση του σταυρού φιλονικούσαν για τα ρούχα του Χριστού και έριχναν κλήρο για το χιτώνα Του, σταμάτησαν για να ακούσουν. Οι οργισμένες φωνές τους έπαψαν. Με κομμένη αναπνοή κοίταζαν το Χριστό και περίμεναν την απάντηση από εκείνα τα μισοπεθαμένα χείλη. Καθώς πρόφερε τα λόγια της υπόσχεσης, ένα ζωντανό, λαμπρό φώς διαπέρασε το σκοτεινό σύννεφο που φαίνονταν να σκεπάζει το σταυρό. Ο μεταμελημένος ληστής αισθάνθηκε την τέλεια ειρήνη που του έφερε η αποδοχή του από το Θεό. Ο Χριστός δοξάστηκε μέσα στην ταπείνωσή Του. Εκείνος που στα μάτια όλων φαίνονταν νικημένος, ήταν Νικητής. Αναγνωρίστηκε ως «ο Αίρων την αμαρτίαν.» Οι άνθρωποι μπορεί να καταπονούσαν το ανθρώπινο σώμα Του. Μπορεί να τρύπησαν τους ιερούς κροτάφους Του με το ακάνθινο στεφάνι. Μπορεί να Του αφαίρεσαν τα ιμάτιά Του και να διαπληκτίζονταν στη μοιρασιά. Δεν μπορούσαν όμως να Του αφαιρέσουν τη δύναμη να συγχωρεί αμαρτίες. Πεθαίνοντας μαρτυράει για τη θεότητά Του και για τη δόξα του Πατέρα. Ούτε το αυτί Του βάραινε ώστε να μη μπορεί να ακούσει, ούτε το χέρι Του μίκραινε ώστε να μη μπορεί να σώσει. Είναι βασιλικό Του δικαίωμα «να σώζη εντελώς τους προσερχομένους εις τον Θεόν.» ΖΧ 723.1
«Αληθώς σοι λέγω σήμερον, θέλεις είσθαι μετ’ Εμού εν τω παραδείσω.»* ΖΧ 723.2
Ο Χριστός δεν υποσχέθηκεεκείνη την ημέρα ότι ο ληστής θα ήταν μαζί Του στον Παράδεισο. Ο Ίδιος δεν είχε πάει εκείνη την ημέρα στον Παράδεισο. Κοιμήθηκε στον τάφο και το πρωί της ανάστασης είπε: «Δεν ανέβην έτι πρός τον Πατέρα Μου.» (Ιωάν 20:17.) Αλλά την ημέρα της σταύρωσης, την ημέρα της φαινομενικής ήττας και του σκότους, δόθηκε η υπόσχεση: «Σήμερον,» ενώ πέθαινε στο σταυρό σαν κακοποιός, ο Χριστός διαβεβαιώνει το φτωχό αμαρτωλό, «θέλεις είσθαι μετ’ Εμού εν τω παραδείσω.» ΖΧ 724.1
Τους ληστές που σταυρώθηκαν με τον Ιησού, τους τοποθέτησαν «εντεύθεν και εντεύθεν, μέσον δε τον Χριστόν.» Αυτό έγινε καθ’ υπόδειξη των ιερέων και των αρχόντων. Η θέση που δόθηκε στο Χριστό ανάμεσα στους ληστές ήταν για να δείξει ότι Εκείνος θεωρείτο ο μεγαλύτερος εγκληματίας από τους τρείς. Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή «Μετά ανόμων ελογίσθη » (Ησ. 53:12.) Οι ιερείς δεν έβλεπαν την πραγματική σημασία της πράξης τους. Καθώς ο Ιησούς, σταυρωμένος με τους δύο ληστές, τοποθετήθηκε στη μέση, έτσι και ο σταυρός Του τέθηκε στη μέση ενός κόσμου που βρίσκεται στην αμαρτία. Τα λόγια της συγγνώμης που λέχθηκαν στο μετανοημένο ληστή, άναψαν ένα φώς που θα εξακολουθεί να λάμπει μέχρι τις πιο απόμακρες γωνιές της Γής. ΖΧ 724.2
Με θαυμασμό οι άγγελοι παρατηρούσαν την άπειρη αγάπη του Ιησού ο οποίος, ενώ υπέφερε από την εντονότερη σωματική και ψυχική αγωνία,σκέπτονταν μόνο τους άλλους και ενθάρρυνε τη μετανοημένη ψυχή να πιστέψει. Αν και μέσα στην ταπείνωσή Του, απευθύνθηκε σαν προφήτης στις θυγατέρες της Ιερουσαλήμ σαν ιερέας και συνήγορος ικέτευσε στον Πατέρα να συγχωρήσει τους δημίους Του. Έπραξε σαν Σωτήρας που αγαπά και συγχώρησε τις αμαρτίες του μετανοημένου ληστή. ΖΧ 724.3
Καθώς ο Χριστός περιέφερε το βλέμμα από ψηλά στα τριγύρω πλήθη, μια μορφή τράβηξε την προσοχή Του. Στα πόδια του σταυρού στέκονταν η Μητέρα Του, υποβασταζόμενη από το μαθητή Ιωάννη. Δεν μπορούσε να παραμείνει μακριά από το Γιό της. Ο Ιωάννης, γνωρίζοντας ότι το τέλος πλησίαζε, την έφερε πάλι κοντά στο σταυρό. Την ώρα του θανάτου ο Χριστός θυμήθηκε τη Μητέρα Του. Κοιτάζοντας το παραμορφωμένο από τον πόνο πρόσωπό της και έπειτα τον Ιωάννη, της είπε: «Γύναι, ιδού ο υιός σου,» και μετά στον Ιωάννη, «ιδού η μήτηρ σου.» Ο Ιωάννης κατάλαβε τα λόγια του Χριστού και δέχτηκε αυτό που του εμπιστεύθηκε. Αμέσως πήρετότε τη Μαρία στο σπίτι του και έκτοτε την φρόντιζε με τρυφερότητα. Στοργικός, φιλεύσπλαχνος Σωτήρας! Με όλο το σωματικό Του πόνο και την ψυχική Του αγωνία, σκέφτηκε να φροντίσει για τη Μητέρα Του. Δεν είχε χρήματα να της εξασφαλίσει άνετη ζωή. Ο Ιωάννης όμως είχε ενθρονίσει το Χριστό μέσα στην καρδιά του. Έτσι, Εκείνος του έδωσε σαν πολύτιμο κληροδότημα τη Μητέρα Του. Έτσι της προμήθευσε αυτό από το οποίο είχε περισσότερη ανάγκητην τρυφερή συμπάθεια ενός που την αγαπούσε επειδή και εκείνη αγαπούσε τον Ιησού. Και δεχόμενος τη Μητέρα σαν μια ιερή παρακαταθήκη, ο Ιωάννης δέχτηκε μια μεγάλη ευλογία. Αυτή του υπενθύμιζε συνεχώς τον αγαπημένο του Κύριο. ΖΧ 724.4
Το τέλειο παράδειγμα της υιικής αγάπης του Χριστού εξακολουθεί να φέγγει με αμείωτη λαμπρότητα ανά τους αιώνες. Τριάντα περίπου χρόνια, ο Ιησούς με την καθημερινή Του εργασία είχε βοηθήσει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών βαρών. Ακόμη και τώρα, την ώρα της τελευταίας Του αγωνίας, θυμάται να φροντίσει για τη θλιμμένη, χήρα Μητέρα Του. Το ίδιο πνεύμα πρέπει να δείχνει κάθε μαθητής του Κυρίου μας. Εκείνοι που ακολουθούν το Χριστό, θα αισθανθούν ότι ο σεβασμός και η φροντίδα για τους γονείς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θρησκείας τους. Από την καρδιά που βασιλεύει η αγάπη του Χριστού, δεν θα λείψει ποτέ η φροντίδα και η τρυφερή συμπάθεια για τον πατέρα και τη μητέρα. ΖΧ 725.1
Και Τώρα, ο Κύριος της δόξας πέθαινε, ως αντίλυτρο για την ανθρώπινη φυλή. Καμιά θριαμβική χαρά δεν επικύρωσε την κατάθεση της πολύτιμης ζωής του Χριστού. Όλα γύρω ήταν καταθλιπτικό σκοτάδι. Δεν ήταν ο φόβος του θανάτου που Τον βάραινε. Δεν ήταν ο πόνος και το αίσχος του σταυρού που προκαλούσαν την ανέκφραστη αγωνία Του. Ο Χριστός ήταν ο πρώτος μάρτυρας. Τα πάθη Του όμως προέρχονταν από το αίσθημα της κακοήθειας και της αμαρτίας, αισθήματα το μέγεθος των οποίωνδεν μπορούσε να υπολογίσει ο εξοικειωμένος με το κακό άνθρωπος. Ο Χριστός είδε πόσο βαθιά κυριαρχεί η αμαρτία στην ανθρώπινη καρδιά και πόσο λίγοι θα ήθελαν να απαλλαγούν από τα δεσμά της. Γνώριζε ότι χωρίς τη βοήθεια του Θεού η ανθρωπότητα θα χάνονταν και ήδη έβλεπε πλήθη να χάνονται, παρόλη την άφθονη βοήθεια που είχαν στη διάθεσή τους. ΖΧ 725.2
Επάνω στο Χριστό, τον αντικαταστάτη και εγγυητή μας, τοποθετήθηκε η ανομία όλων μας. Θεωρήθηκε παραβάτης για να μπορέσει να μας εξαγοράσει από την καταδίκη του νόμου. Η ενοχή όλων των απογόνων του Αδάμ πίεζε την καρδιά Του. Η οργή του Θεού κατά της αμαρτίας, η τρομερή ένδειξη της δυσαρέσκειάς Του για την ανομία, γέμισαν την ψυχή του Υιού Του με τρόμο. Σε όλη Του τη ζωή, ο Χριστός ανήγγειλε στον αμαρτωλό κόσμο τα καλά νέα του ελέους, της συγγνώμης και της αγάπης του Πατέρα.Η σκέψη Του ήταν η σωτηρία και για το μεγαλύτερο ακόμη αμαρτωλό. Τώρα με το τρομερό φορτίο που τον βαρύνει, δεν μπορεί να δει το διαλλακτικό πρόσωπο του Πατέρα Του. Η απομάκρυνση της μορφής του Θεού από το Σωτήρα την ώρα της υπέρτατης αγωνίας, σπάραξε την καρδιά Του με τέτοια λύπη που άνθρωπος δεν μπορεί να την καταλάβει πλήρως. Τόσο μεγάλη ήταν η αγωνία αυτή που μπροστά της ωχριούσε ο σωματικός πόνος. ΖΧ 726.1
Ο Σατανάς με τους τρομερούς πειρασμούς του είχε πιέσει ασφυκτικά την καρδιά του Ιησού. Ο Σωτήρας δεν μπορούσε να διακρίνει πέρα από τις πύλες του θανάτου. Δεν μπορούσε να έχει την ακράδαντη ελπίδα ότι θα έβγαινε από τον τάφο νικητής, ούτε να είναι βέβαιος ότι η θυσία Του θα γίνονταν δεκτή από τον Πατέρα. Φοβόταν ότι η αμαρτία ήταν τόσο απεχθής στο Θεό που ο χωρισμός θα ήταν αιώνιος. Ο Χριστός αισθάνθηκε την αγωνία που θα αισθανθεί ο αμαρτωλός όταν θα πάψει να μεσιτεύει πια το έλεος για την ένοχη ανθρώπινη φυλή. Η συναίσθηση της αμαρτίας και της πρόκλησης της οργής του Θεού επάνω Του σαν αντικαταστάτη του ανθρώπου, ήταν αυτή που έκανε το ποτήρι τόσο πικρό και τελικά ράγισε την καρδιά του Υιού του Θεού. ΖΧ 726.2
Με μεγάλο θαυμασμό παρακολουθούσαν οι άγγελοι την απέλπιδα αγωνία του Σωτήρα. Οι ουράνιες στρατιές κάλυψαν τα πρόσωπά τους μπροστά στο φρικιαστικό εκείνο θέαμα. Η άψυχη φύση εξέφρασε τη συμπάθειά της για τον υβρισμένο Δημιουργό της που ψυχορραγούσε. Ο Ήλιος αποστράφηκε την τρομερή σκηνή. Ενώ μέρα μεσημέρι έφεγγε ολόλαμπρος, ξαφνικά εξαφανίστηκε. Απόλυτο σκοτάδι κάλυψε σαν σάβανο το σταυρό. «Έγινε σκότος εφ’ όλην την γήν έως ώρας εννάτης.» Δεν οφείλονταν σε έκλειψη ή σε άλλο φυσικό φαινόμενο αυτότο σκοτάδι. Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό, όσο τα βαριά μεσάνυχτα χωρίς αστροφεγγιά ή φεγγάρι. Ήταν μια θαυματουργή μαρτυρία δοσμένη από το Θεό. Πάνω σε αυτή θα στηριζόταν η πίστη των επερχομένων γενεών. ΖΧ 726.3
Εκείνο το πυκνό σκότος απέκρυψε την παρουσία του Θεού. « Έθεσε το σκότος απόκρυφον τόπον Αυτού» και απέκρυψε τη δόξα Του από τα μάτια των ανθρώπων (βλέπε Ψαλμ. 18:11). Ο Θεός και οι άγιοι άγγελοί Του βρίσκονταν πλάι στο σταυρό. Ο Πατέρας ήταν μαζί με τον Υιό Του. Η παρουσία Του όμως δεν είχε αποκαλυφτεί. Αν η δόξα Του είχε λάμψει μέσα από το σύννεφο, κάθε άνθρωπος που την αντίκριζε θα είχε καταστραφεί. Σε μια τέτοια φρικτή στιγμή, ο Χριστός δεν είχε ούτε το προνόμιο να ανακουφιστεί με την παρουσία του Πατέρα. Μόνος Του μαρτύρησε και κανείς από τους ανθρώπους δεν βρέθηκε μαζί Του. ΖΧ 727.1
Ο Θεός κάλυψε την τελευταία ανθρώπινη αγωνία του Υιού Του με το πυκνό σκοτάδι. Όλοι όσοι είχαν παρακολουθήσει το Χριστό στα πάθη Του, πείστηκαν για τη θεότητά Του. Εκείνη η μορφή πουαντίκρισε η ανθρώπινη φυλή, δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ. Όπως η μορφή του Κάιν φανέρωνε την ενοχή του σαν δολοφόνου, έτσι και η μορφή του Χριστού απεκάλυπτε την αθωότητα, τη γαλήνη, την καλοκαγαθία στην εικόνα του Θεού. Οι κατήγοροί Του όμως δεν ήθελαν να προσέξουν τη σφραγίδα του Ουρανού. Ενώ αργοκυλούσαν οι ώρες της αγωνίας του Χριστού, τα μάτια του περιπαικτικού πλήθους είχαν καρφωθεί επάνω Του. Τώρα όμως, ο Θεός σπλαχνικά Τον είχε καλύψει με το μανδύα Του. ΖΧ 727.2
Νεκρική σιωπή έμοιαζε να έχει πέσει πάνω στο Γολγοθά. Ένας απερίγραπτος τρόμος είχε καταλάβει το συγκεντρωμένο πλήθος γύρω από το σταυρό. Οι κατάρες και οι ύβρεις σταμάτησαν μισοτελειωμένες. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά έπεσαν κατά πρόσωπο στη γη. Ζωηρές αστραπές έλαμπαν κατά διαστήματα από τα σύννεφα και απεκάλυπταν το σταυρό και το σταυρωμένο Λυτρωτή. Ιερείς, άρχοντες, γραμματείς, δήμιοι και λαός, όλοι σκέφτηκαν ότι είχε φτάσει η ώρα της ανταπόδοσής. Έπειτα από λίγο μερικοί ψιθύρισαν ότι ο Χριστός θα κατέβαινε τώρα από το σταυρό. Άλλοι ψηλαφώντας προσπάθησαν να γυρίσουν στην πόλη, κτυπώντας τα στήθη τους και μπήγοντας τρομακτικές κραυγές. ΖΧ 727.3
Την ενάτη ώρα, το σκότος σηκώθηκε από το λαό αλλά εξακολουθούσε να περιβάλει το Σωτήρα. Ήταν ένα σύμβολο της αγωνίας και του τρόμου που βάραινε την καρδιά Του. Κανένα μάτι δεν μπορούσε να διαπεράσει το σκοτάδι που τύλιγε το σταυρό. Κανείς δεν μπορούσε να διεισδύσει στο βαθύτερο σκοτάδι που περιέβαλλε τη βασανισμένη ψυχή του Χριστού. Έτσι όπως κρέμονταν στο σταυρό, οι οργισμένες αστραπές φαίνονταν να εκσφενδονίζονται κατά πάνω Του. Τότε «εβόησεν ο Ιησούς μετά φωνής μεγάλης, λέγων, «Ελωί, Ελωί, λαμμά σαβαχθανί,» το οποίον μεθερμηνευόμενον είναι «Θεέ μου, Θεέ μου, διατί Με εγκατέλειπες;» Καθώς το εξωτερικό σκοτάδι κάλυψε το Σωτήρα, ακούστηκανπολλές φωνές να λένε: «Η εκδίκηση του ουρανού έπεσε επάνω Του. Οι κεραυνοί της οργής του Θεού εκσφενδονίζονται σε Αυτόν γιατί ισχυρίσθηκε ότι είναι Υιός του Θεού. Πολλοί που πίστευαν σε Αυτόν άκουσαν την απελπιστική κραυγή Του. Η ελπίδα τους χάθηκε. Αν ο Θεός είχε εγκαταλείψει τον Ιησού, τότε σε τι μπορούσαν να ελπίζουν οι οπαδοί Του; ΖΧ 727.4
Όταν το σκότος αποσύρθηκε από το εξουθενωμένο πνεύμα του Χριστού, άρχισε να αισθάνεται πάλι τους φυσικούς πόνους και είπε: «Διψώ.» Ένας από τους ρωμαίους στρατιώτες τον λυπήθηκε βλέποντας τα στεγνά του χείλη. Βούτηξε στο ξύδι ένα σφουγγάρι δεμένο σε ένα κλαδί από ύσσωπο και το πρόσφερε στον Ιησού. Οι ιερείς όμως εξακολουθούσαν να χλευάζουν την αγωνία Του. Όταν το σκοτάδι κάλυψε τη Γή, τους είχε καταλάβει φόβος. Όταν η φρίκη ελαττώθηκε, φοβήθηκαν πάλι ότι ο Χριστός θα τους διέφευγε. Τα λόγια Του: «Ελωί, Ελωί, λαμμά σαβαχθανί» παρανοήθηκαν. Με χαιρέκακη καταφρόνια και με χλευασμό είπαν: «Τον Ηλίαν φωνάζει Ούτος.» Αρνήθηκαν και την τελευταία ευκαιρία που είχαν για να Τον ανακουφίσουν από τα πάθη Του και είπαν: «Άφες, ας ίδωμεν αν έρχηται ο Ηλίας να σώση Αυτόν.» ΖΧ 728.1
Ο άμωμος Υιός του Θεού κρέμονταν πάνω στο σταυρό με τη σάρκα ξεσχισμένη από το μαστίγωμα. Τα χέρια που τόσο συχνά είχαν απλωθεί για να ευλογήσουν, βρίσκονταν καρφωμένα τώρα στο ξύλινο μαδέρι. Τα πόδια πουακούραστα υπηρετούσαν από αγάπη, ήταν καθηλωμένα και αυτά στο ξύλο. Το βασιλικό κεφάλι ήταν τρυπημένο από το ακάνθινο στεφάνι. Τα τρεμάμενα χείλη ήταν παραμορφωμένα από τον πόνο. Όλα αυτά που υπέφερε — οι σταγόνες του αίματος που έσταζαν από το κεφάλι Του, από τα χέρια και τα πόδια Του, η αγωνία που τράνταζε το σώμα Του, η ανείπωτη λύπη που γέμιζε την ψυχή Του επειδή ο Πατέρας είχε αποκρύψει το πρόσωπό Του — μιλούν σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και διακηρύττουν: «Για σένα ο Υιός του Θεού συγκατατίθεται να σηκώσει όλο αυτό το βάρος της ενοχής, για σένα κατατροπώνει το κράτος του θανάτου και ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου. Εκείνος που γαλήνεψε την αγριεμένη θάλασσα και βάδισε πάνω στα αφρισμένα κύματα, Εκείνος που έκανε τα δαιμόνια να τρέμουν και τις ασθένειες να εξαφανίζονται, Εκείνος που άνοιξε τα μάτια των τυφλών και επανέφερε στη ζωή τους νεκρούς, προσφέρεται ως ολοκαύτωμα πάνω στο σταυρό από αγάπη για σένα. Εκείνος, ο Αίρων την αμαρτία του κόσμου, υφίσταται την οργή της θεϊκής δικαιοσύνης αφού έγινε για χάρη σου ο ίδιος αμαρτία.» ΖΧ 728.2
Σιωπηλά οι θεατές περίμεναν το τέλος της τρομερής σκηνής. Ο Ήλιος έλαμψε πάλι, αλλά σκότος εξακολουθούσε να περιβάλλει το σταυρό. Οι ιερείς και οι άρχοντες κοίταζαν προς την Ιερουσαλήμ. Εκείνο το πυκνό σύννεφο είχε απλωθεί πάνω στην πόλη και στις πεδιάδες της Ιουδαίας. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, το Φώς του κόσμου, απέσυρε τις ακτίνες Του από την άλλοτε ευνοούμενη πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι φοβερές αστραπές της οργής του Θεού κατευθύνονταν εναντίον της καταδικασμένης πόλης. ΖΧ 729.1
Ξαφνικά το σκοτάδι αποσύρθηκε από το σταυρό και με καθάριο τόνο όμοιο με σάλπισμα που αντήχησε σε ολόκληρη την κτίση, ο Ιησούς φώναξε: «Τετέλεσται.» «Πάτερ, εις χείρας Σου παραδίδω το πνεύμα Μου.» Ένα φως περιέβαλε το σταυρό και η μορφή του Σωτήρα έλαμψε με δόξα όμοια του Ηλίου. Τότε έγειρε το κεφάλι επάνω στο στήθος και ξεψύχησε. ΖΧ 729.2
Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, φαινομενικά εγκαταλειμμένος από το Θεό, ο Σωτήρας ήπιε στραγγίζοντας και τις τελευταίες σταγόνες από το ποτήρι της ανθρώπινης οδύνης. Σε εκείνες τις τρομερές στιγμές είχε βασιστεί στην απόδειξη της από μέρους αποδοχής του Πατέρα Του που είχε λάβει μέχρι τότε. Γνώριζε το χαρακτήρα του Πατέρα Του. Κατανοούσε τη δικαιοσύνη Του, το έλεός Του και τη μεγάλη Του αγάπη. Με πίστη αναπαύθηκε τώρα στα χέρια Εκείνου που πάντοτε Του προξενούσε χαρά να υπακούει. Καθώς παραδόθηκε αποτασσόμενοςστο Θεό, το αίσθημα ότι έχασε την εύνοια του Πατέρα Του εξαφανίστηκε. Με πίστη, ο Χριστός εξήλθε νικητής. ΖΧ 729.3
Ποτέ ως τότε η Γή δεν είχε αντικρύσει παρόμοιο θέαμα. Τα πλήθη παρέλυσαν και με κομμένη αναπνοή κοίταζαν το Σωτήρα. Σκότος σκέπασε πάλι τη Γή και ένα βραχνό, υπόκωφο βουητό ακούστηκε σαν δυνατή βροντή. Ακολούθησε ένας ισχυρός σεισμός. Οι άνθρωποι έτρεμαν όλοι αποσβολωμένοι. Ακολούθησε έξαλλη σύγχυση και πανικός. Στα γύρω βουνά, τα βράχια σχίστηκαν και κατρακυλούσαν κάτω στις πεδιάδες. Τάφοι ανοίχτηκαν και οι νεκροί πετάχτηκαν έξω από τα μνήματά τους. Η κτίση έμοιαζε να διαλύεται σε σκόνη. Ιερείς, άρχοντες, στρατιώτες, εκτελεστές και όχλοςβρέθηκαν πεσμένοι κατά γης, βουβοί από τον τρόμο. ΖΧ 729.4
Την ώρα που η δυνατή κραυγή «Τετέλεσται» βγήκε από τα χείλη του Χριστού, οι ιερείς λειτουργούσαν στο ναό. Ήταν η ώρα της εσπερινής θυσίας. Το αρνί που συμβόλιζε το Χριστό είχε έρθει για να σφαγεί. Φορώντας τη σημαντική, περίτεχνη στολή του, ο ιερέας στέκονταν με υψωμένο το μαχαίρι όπως ο Αβραάμ όταν είχε ετοιμαστεί να σφάξει το παιδί του. Ο λαός παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον. ΗΓη όμως άρχισε να τρέμει και να σείεται επειδή ο Κύριος πλησίαζε. Με πάταγο το εσωτερικό καταπέτασμα του ναού σχίστηκε από πάνω μέχρι κάτω από ένα αόρατο χέρι, εκθέτοντας στα βλέμματα του πλήθους το μέρος όπου άλλοτε κατοικούσε η παρουσία του Θεού. Σε αυτό τον τόπο βρισκόταν η Δόξα του Θεού. Εδώ ο Θεός αποκάλυπτε τη δόξα Του πάνω από το Ιλαστήριο. Κανείς, εκτός από τον αρχιερέα, δεν σήκωσε ποτέ το καταπέτασμα που χώριζε το διαμέρισμα αυτό από το υπόλοιπο του ναού. Η άρση του καταπετάσματος γινόταν μόνο μια φορά το χρόνο για να εξιλεώσει τις αμαρτίες του λαού. Όμως τώρα το καταπέτασμα σχίστηκε στα δυο. Η ιερότητα χάθηκε από τα άγια των αγίων του επιγείου αγιαστηρίου. ΖΧ 730.1
Παντού κυριαρχούσε τρόμος και σύγχυση. Ο ιερέας ήταν έτοιμος να σφάξει το θύμα, αλλά το μαχαίρι γλίστρησε από το άτονο χέρι του και το αρνί του ξέφυγε. Ο τύπος συνάντησε το αντίτυπο στο θάνατο του Υιού του Θεού. Η μεγάλη θυσία είχε γίνει. Η οδός προς τα άγια των αγίων άνοιξε. Μια νέα και ζώσα οδός ετοιμάστηκε για όλους. Δεν χρειάζεται πια η αμαρτωλή, βασανισμέ-νη ανθρωπότητα να περιμένει την άφιξη του αρχιερέα. Στο εξής, ο Σωτήρας θα λειτουργούσε σαν ιερέας και συνήγορος στους Ουρανούς των Ουρανών. Έμοιαζε σαν μια ζωντανή φωνή να ανήγγειλε στους προσκυνητές ότι αυτό ήταν το τέλος όλων των θυσιών και προσφορών για την αμαρτία. Ο Υιός του Θεού ήρθε σύμφωνα με το λόγο Του: «Ιδού, έρχομαι, (εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί Εμού), δια να κάμω ώ Θεέ, το θέλημά Σου». «Διά του ιδίου Αυτού αίματος εισήλθεν άπαξ εις τα άγια, αποκτήσας αιωνίαν λύτρωσιν.» (Εβρ. 10:7, 9:12.) ΖΧ 730.2