Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 76—Ο ΙΟΥΔΑΣ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 26:47-50, 27:3-10,
Μάρκ. 14:10-11, 21, 43-46, Λουκ. 22:2-6, Ιωάν. 13:21-30, 18:1-5.
ΖΧ 686.1
Η ιστορία του Ιούδα αναφέρεται στο θλιβερό τέλος μιας ζωής που θα μπορούσε να είχε τιμηθεί από το Θεό. Αν ο Ιούδας είχε πεθάνει πριν από το τελευταίο ταξίδι στα Ιεροσόλυμα, θα μπορούσε να κριθεί άξιος να διατηρήσει τη θέση του μεταξύ των δώδεκα και ο θάνατος του θα δημιουργούσε μεγάλο κενό. Ο απαίσιος στιγματισμός που τον συνόδευσε σε όλους τους επόμενους αιώνες δεν θα υφίστατο, αν δεν είχαν αποκαλυφθεί οι ιδιότητες του χαρακτήρα του στο τέλος της ζωής του. Αλλά ο χαρακτήρας φανερώθηκε για ένα σκοπό του στον κόσμο: για να χρησιμεύσει σαν προειδοποίηση σε εκείνους που όπως αυτός, θα πρόδιδαν ιερές παρακαταθήκες. ΖΧ 686.2
Λίγο πριν από το Πάσχα, ο Ιούδας είχε ανανεώσει τη συμφωνία του με τους ιερείς για να παραδώσει τον Ιησού στα χέρια τους. Μετά κανονίστηκε να συλλάβουν το Σωτήρα σε ένα από τα μέρη όπου αποσύρονταν για περισυλλογή και προσευχή. Από τη δεξίωση στο σπίτι του Σίμωνα και έπειτα ο Ιούδας είχε όλη την ευκαιρία να αναλογιστεί την πράξη που ανέλαβε να εκτελέσει.Η απόφασή του όμως ήταν αμετάκλητη. Για τριάντα αργύρια, την τότε τιμή ενός δούλου, πούλησε τον Κύριο της δόξας στον εξευτελισμό και στο θάνατο. ΖΧ 686.3
Ο Ιούδας ήταν από φυσικού του πολύ φιλάργυρος αλλά δεν υπήρξε ανέκαθεν διεφθαρμένος στο σημείο που να κάνει μια τέτοια πράξη. Είχε υποθάλψει το πονηρό πνεύμα της φιλαργυρίας, μέχρι που αυτό έγινε η κινητήρια δύναμη της ζωής του. Η αγάπη για τον μαμμωνά υποσκέλισε την αγάπη του για το Χριστό. Με το να γίνει σκλάβος σε αυτό το βίτσιο, στάθηκε αρκετόώστε να παραδώσει τον εαυτό του στο Σατανά που τον οδήγησε στο βάραθρο της αμαρτίας. ΖΧ 686.4
Ο Ιούδας ενώθηκε με τους μαθητές όταν τα πλήθη ακολουθούσαν το Χριστό. Οι διδασκαλίες του Σωτήρα συγκινούσαν τις καρδιές τους, καθώς μαγεμένοι άκουγαν τα λόγια Του στη συναγωγή, στην ακροθαλασσιά ή στη βουνοπλαγιά. Ο Ιούδας έβλεπε τους αρρώστους, τους κατάκοιτους, τους τυφλούς να συρρέουν στον Ιησού από διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις. Έβλεπε τους ετοιμοθάνατους να κείτονται στα πόδια Του. Σαν αυτόπτης μάρτυρας διαπίστωσε τα κραταιά έργα του Σωτήρα όταν θεράπευε τους ασθενείς, έδιωχνε τα δαιμόνια, ανάσταινε τους νεκρούς. Αισθάνθηκε βαθιά τη δύναμη του Χριστού. Είχε αναγνωρίσει τις διδασκαλίες του Χριστού σαν ανώτερες από όσες είχε ποτέ ακούσει. Αγάπησε το μεγάλο Δάσκαλο και ήθελεπολύ να είναι μαζί Του. Ένοιωσε την επιθυμία να αλλάξει το χαρακτήρα και τη ζωή του, ελπίζοντας να δει την πραγματοποίηση της αλλαγής αυτής στην επαφή του με τον Ιησού. Ο Σωτήρας δεν απέκρουσε τον Ιούδα. Του έδωσε μια θέση μεταξύ των δώδεκα. Του εμπιστεύθηκε το έργο του ευαγγελιστή. Τον προίκισε με δύναμη να θεραπεύει ασθενείς και να διώχνει δαιμόνια. Ο Ιούδας όμως δεν έφτασεποτέ στο σημείο να παραδοθεί τελείως στο Χριστό. Δεν απαρνήθηκε την κοσμική φιλοδοξία και τη φιλαργυρία του. Δέχτηκε τη θέση του λειτουργού του Χριστού, χωρίς όμως να προσφέρει τον εαυτό του και να διαπλαστεί κατά το θείο υπόδειγμα. Νόμιζε ότι μπορούσε να διατηρήσει την προσωπική του κρίση και γνώμη, καλλιεργώντας την τάση να επικρίνει και να κατηγορεί. ΖΧ 687.1
Οι μαθητές εκτιμούσαν πολύ τον Ιούδα και αυτός ασκούσε μεγάλη επιρροή επάνω τους. Ο ίδιος είχε μεγάλη ιδέα για τα προτερήματά του και θεωρούσε τους αδελφούς του πολύ κατώτερους από τον εαυτό του σε κρίση και ικανότητα. Νόμιζε ότι δεν έβλεπαν τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονταν και δεν εκμεταλλεύονταν τις περιστάσεις. Η εκκλησία δεν θα προόδευε ποτέ έχοντας για αρχηγούς τέτοιους μυωπικούς ανθρώπους. Ο Πέτρος ήταν παρορμητικός και θα ενεργούσε χωρίς περίσκεψη. Ο Ιωάννης φύλαγε σαν θησαυρό τις αλήθειες που έβγαιναν από τα χείλη του Χριστού.Για τον Ιούδα ήταν ωστόσο ένας ανίδεος οικονομολόγος. Ο Ματθαίος λόγωτης εργασίας του είχε έμφυτη ακρίβεια σε όλα τα πράγματα. Επίσης ήταν πολύ σχολαστικός ως προς την τιμιότητα και τόσο απορροφημένος από τη μελέτη των λόγων του Χριστού σε σημείο που κατά την κρίση του Ιούδα, δεν θα έπρεπε ποτέ να του ανατεθούν καθήκοντα που απαιτούν οξύνοια και διορατικότητα. Έτσι, ο Ιούδας κατέκρινε όλους τους μαθητές και κολακεύονταν με την ιδέα ότι η εκκλησία αντιμετώπιζεσυχνά στενοχώριες και αδιέξοδα, αν δεν βρισκόταν υπό τη δική του διαχειριστική ικανότητα Ο Ιούδας θεωρούσε τον εαυτό του τόσο ικανό που ήταν ασυναγώνιστος. Κατά τους υπολογισμούς του, αποτελούσε τιμή για το έργο του Χριστού και κάτω από αυτό το πρίσμα έβλεπε πάντοτε τον εαυτό του. ΖΧ 687.2
Ο Ιούδας ήταν τυφλός στις αδυναμίες του χαρακτήρα του και ο Χριστός τον τοποθέτησε εκεί όπου θα είχε την ευκαιρία να δει το χαρακτήρα του και να τον διορθώσει. Σαν ταμίας των μαθητών είχε την ευθύνη να φροντίζει για τις ανάγκες της μικρής τους ομάδας και να ανακουφίζει τους φτωχούς. Όταν στο ανώγειο ο Ιησούς του είπε: «Ότι κάμνεις, κάμε ταχύτερον» (Ιωάν. 13:27,) οι μαθητές νόμισαν ότι του ζητούσε να αγοράσει ότι χρειάζονταν για τη γιορτή, ή να δώσει κάτι στους φτωχούς. Εξυπηρετώντας τις ανάγκες των άλλων, ο Ιούδας μπορούσε να καλλιεργήσει ένα αφίλαυτο πνεύμα. Ενώ άκουγε καθημερινά τα μαθήματα του Χριστού και έβλεπε την ανιδιοτελή ζωή Του, ο Ιούδας υπέθαλπε τις άπληστες τάσεις του. Τα μικροποσά που περνούσαν από τα χέρια του ήταν ένας συνεχής πειρασμός. Συχνά, όταν πρόσφερε κάποια εκδούλευση στο Χριστό ή διέθετε καιρό για θρησκευτικούς σκοπούς, πληρώνονταν μόνος του από το πενιχρό εκείνο απόθεμα. Στα δικά του μάτια αυτά τα προσχήματα δικαιολογούσαν την πράξη του. Στα μάτια του Θεού όμως λογίζονταν κλέφτης. ΖΧ 688.1
Η επανειλημμένη δήλωση του Χριστού ότι η βασιλεία Του δεν ήταν από αυτό τον κόσμο δυσαρεστούσε τον Ιούδα. Είχε χαράξει μια γραμμή επάνω στην οποία περίμενε ότι έπρεπε να εργαστεί ο Χριστός. Σχεδίαζε την αποφυλάκιση του Ιωάννη του Βαπτιστή. Αλλά ο Ιωάννης αφέθηκε να αποκεφαλιστεί. Ο Ιησούς, αντί να διεκδικήσει τα βασιλικά Του δικαιώματα και να εκδικηθεί το θάνατο του Ιωάννη, αποσύρθηκε με τους μαθητές Του σε μια εξοχική περιοχή. Ο Ιούδας προτιμούσε στάση πιο επιθετικού πολέμου. Νόμιζε ότι αν ο Ιησούς δεν εμπόδιζε τους μαθητές Του να εκτελέσουν τα σχέδιά τους, το έργο θα σημείωνε περισσότερη επιτυχία. Παρατηρούσε την αυξανόμενη εχθρότητα των ιουδαίων αρχηγών και έβλεπε ότι ο Ιησούς δεν έδινε σημασία στην πρόκλησή τους, όταν Του ζητούσαν σημείο από τον Ουρανό. Η καρδιά του είχε ροπή προς την απιστία και ο εχθρός του προμήθευε σκέψεις και ερωτήσεις για ανταρσία. Γιατί ο Ιησούς επέμενε τόσο πολύ σε θέματα που προκαλούσαν αποθάρρυνση; Γιατί είπε εκ των προτέρων τις δοκιμασίες και τους διωγμούς που θα υφίσταντο ο Ίδιος και οι μαθητές Του; Η προσδοκία μιας υψηλής θέσης στη νέα βασιλεία, είχε κάνει τον Ιούδα να ενστερνιστεί το έργο του Χριστού. Έπρεπε οι ελπίδες Του να διαψευσθούν; Ο Ιούδας είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Αμφέβαλλε όμως και προσπαθούσε να βρει κάποια εξήγηση για τα θαυμάσια έργα Του. ΖΧ 688.2
Παρόλες τις διδασκαλίες του Σωτήρα πάνω σε αυτό το θέμα, ο Ιούδας εξακολουθούσε να προάγει την ιδέα ότι ο Χριστός θα βασίλευε στην Ιερουσαλήμ. Όταν ο Ιησούς έθρεψε τις πέντε χιλιάδες, ο Ιούδας προσπάθησε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Σε εκείνη την περίπτωση είχε βοηθήσει στη διανομή της τροφής στα πεινασμένα πλήθη. Είχε την ευκαιρία να δει το καλό που ήταν σε θέση να κάνει στους άλλους. Αισθάνθηκε την ικανοποίηση που συνοδεύει πάντοτε την υπηρεσία του Θεού. Βοήθησε στην μεταφορά των ασθενών και των αναπήρων από το πλήθος στο Χριστό. Είδε την ανακούφιση, την χαρά και την αγαλλίασηπου έρχεται στις ανθρώπινες καρδιές με τη θεραπευτική δύναμη του Μεγάλου Θεραπευτή. Έπρεπε να έχει καταλάβει τις μεθόδους του Χριστού. Όμως, τον είχαν τυφλώσει οι δικές του εγωκεντρικές επιθυμίες. Ο Ιούδας εκμεταλλεύθηκε πρώτος τον ενθουσιασμό που προκάλεσε το θαύμα των άρτων. Αυτός ήταν που έθεσε εν ενεργεία το σχέδιο να πάρουν το Χριστό με τη βία και να Τον στέψουν βασιλιά. Οι ελπίδες του ήταν μεγάλες. Η απογοήτευσή του ήταν πικρή. ΖΧ 689.1
Η ομιλία του Χριστού στη συναγωγή με θέμα τον Άρτο της Ζωής, απετέλεσε το σημείο της μεταβολής στην ιστορία του Ιούδα. Άκουσε τα λόγια: «Εάν δεν φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου, και δεν πίητε το αίμα Αυτού, δεν έχετε ζωήν εν εαυτοίς.» (Ιωάν. 6:53.) Είδε ότι ο Χριστός πρόσφερε πνευματικά μάλλον παρά υλικά αγαθά. Θεωρούσε τον εαυτό του διορατικό και νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει ότι ο Ιησούς δεν επρόκειτο να αποκτήσει τιμές και ούτε θα μπορούσε να προσφέρει στους οπαδούς Του υψηλές θέσεις. Αποφάσισε να μη συνδεθεί τόσο στενά με το Χριστό, ώστε να μπορεί να απομακρυνθεί. Θα παρακολουθούσε την εξέλιξη και τελικάτην παρακολούθησε. ΖΧ 689.2
Από τότε εξέφραζε αμφιβολίες που προκαλούσαν σύγχυση τους μαθητές. Άρχισε να παρουσιάζει διαφωνίες και αποπλανητικά αισθήματα, επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα που πρόβαλλαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι εναντίον των δηλώσεων του Χριστού. Όλες τις μικρές ή μεγάλες ενοχλήσεις και αντιξοότητες, τις δυσκολίες και τα φαινομενικά εμπόδια στην πρόοδο του Ευαγγελίου, ο Ιούδας τα εξηγούσε σαν αποδείξεις κατά της ευαγγελικής ανταπόκρισης στην αλήθεια. Ανέφερε εδάφια από τη Γραφή τα οποία δεν είχαν καμιά σχέση με τις αλήθειες που εξέθετεο Χριστός. Αυτά τα εδάφια, χωρισμένα από τα συμφραζόμενα τους, προκαλούσαν σύγχυση στους μαθητές και αύξαναν την απογοήτευση που συνεχώς ένοιωθαν να τους κυριεύει. Όμως όλα αυτά τα παριστάνε ο Ιούδας με τρόπο που τον έκανε να φαίνεται ευσυνείδητος. Ενώ οι μαθητές αναζητούσαν αποδείξεις που να επιβεβαιώνουν τα λόγια του Μεγάλου Δασκάλου, ο Ιούδας τους οδηγούσε σχεδόν ανεπαίσθητα προς ένα διαφορετικό δρόμο. Έτσι με ένα βαθιά θρήσκο και φαινομενικά συνετό τρόπο, τους παρουσίαζε τα πράγματα κάτω από ένα διαφορετικό φώς από αυτό που είχε παρουσιάσει ο Χριστός και προσάρτησε στα λόγια Του έννοιες τις οποίες Εκείνος δεν είχε δώσει. Οι υποδείξεις του προκαλούσαν διαρκώς τη φιλόδοξη επιθυμία για πρόσκαιρες προαγωγές. Έτσι απομάκρυναν τους μαθητές από τα σπουδαία πράγματα στα οποία έπρεπε να δώσουν προσοχή. Η φιλονικία για το ποιός από αυτούς ήταν ο πιο σημαντικός, άρχιζε συνήθως από τον Ιούδα. ΖΧ 689.3
Όταν ο Ιησούς παρουσίασε στον πλούσιο άρχοντα τους όρους της μαθητείας, ο Ιούδας δυσαρεστήθηκε. Σκέφτηκε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Αν μπορούσαν να ενωθούν με τους πιστούςάνθρωποι όπως ο πλούσιος άρχοντας, μόνο βοήθεια θα έδιναν στο έργο του Χριστού. Αν ήταν δυνατό να γίνει ο Ιούδας δεκτός σαν σύμβουλος, πίστευε ότι θα μπορούσε να προτείνει πολλά σχέδια για την πρόοδο της μικρής εκκλησίας. Οι αρχές και οι μέθοδοί του μπορεί να διέφεραν κάπως από αυτές του Χριστού, αλλά σε αυτά τα πράγματα θεωρούσε τον εαυτό του συνετότερο από το Χριστό. ΖΧ 690.1
Σε όλα όσα έλεγε ο Χριστός στους μαθητές Του, πάντοτε υπήρχε κάτι με το οποίο ο Ιούδας κατά βάθος διαφωνούσε. Εξαιτίας της επιρροής του, η ζύμη της δυσαρέσκειας έκανε γρήγορα το έργο της. Οι μαθητές δεν διέκριναν τον πραγματικό παράγοντα σε όλα αυτά. Ο Ιησούς έβλεπε ότι ο Σατανάς είχε μεταβιβάσει τις ιδιότητες του στον Ιούδα, ανοίγοντας έτσι δίοδο για να επηρεάσει τους άλλους μαθητές. Αυτό το είχε δηλώσει ο Χριστός ένα χρόνο πριν από την προδοσία όταν είπε: «Δεν έκλεξα Εγώ εσάς τους δώδεκα, και είς από σας είναι διάβολος;» (Ιωάν. 6:70.) ΖΧ 690.2
Παρόλα αυτά ο Ιούδας δεν εναντιώθηκε φανερά και ούτε έδειχνε ότι αμφέβαλλε για τα μαθήματα του Σωτήρα. Δεν εξωτερίκευσε τα παράπονά του μέχρι την ημέρα της δεξίωσης στο σπίτι του Σίμωνα. Όταν η Μαρία άλειψε τα πόδια του Σωτήρα, ο Ιούδας φανέρωσε τη ζηλόφθονη διάθεσή του. Στην επίπληξη που του έγινε από τον Ιησού, το ίδιο του το πνεύμα έμοιαζε να μεταβλήθηκε σε χολή. Η πληγωμένη του υπερηφάνεια και η επιθυμία του για εκδίκηση γκρέμισαν κάθε φραγμό και η απληστία που τόσο καιρό υπέθαλπε, τον κυρίεψε. Αυτή την εμπειρία θα γευτούν όλοι όσοι επιμένουν να υποθάλπουν την αμαρτία. Τα ψυχοφθόρα στοιχεία που δεν αποκρούονται και δεν υπερνικούνται, ανταποκρίνονται στους πειρασμούς του Σατανά και η ψυχή οδηγείται αιχμάλωτη στη θέλησή του. ΖΧ 690.3
Αλλά ακόμη ο Ιούδας δεν είχε σκληρυνθεί τελείως. Ακόμη και μετά τις δύο υποσχέσεις του να παραδώσει το Σωτήρα, είχε την ευκαιρία να μετανοήσει. Στο πασχαλινό δείπνο ο Ιησούς απέδειξε τη θεότητά Του, αποκαλύπτοντας τις προθέσεις του προδότη. Με τρυφερότητα συμπεριέλαβε τον Ιούδα όταν υπηρέτησε τους μαθητές. Ητελευταία έκκληση αγάπης, πέρασε απαρατήρητη. Έτσι η υπόθεση του Ιούδα είχε αποφασιστεί και τα πόδια που ο Χριστός έπλυνε, βάδισαν για να εκτελέσουν το έργο του προδότη. ΖΧ 691.1
Ο Ιούδας συλλογίστηκε ότι αν ο Χριστός έπρεπε να σταυρωθεί, το γεγονός αυτό θα συνέβαινε οπωσδήποτε. Το δικό του έργο της προδοσίας του Σωτήρα δεν θα άλλαζε το αποτέλεσμα. Αν ο Ιησούς πάλι δεν έπρεπε να πεθάνει, θα αναγκάζονταν να ελευθερώσει ο ίδιος τον εαυτό Του. Όπως και αν είχαν τα πράγματα, ο Ιούδας θα έβγαινε κερδισμένος από την προδοσία. Υπολόγιζε ότι είχε κάνει μια έξυπνη συναλλαγή προδίδοντας τον Κύριό του. ΖΧ 691.2
Ο Ιούδας δεν πίστευε κατά βάθος ότι ο Χριστός θα άφηνε να Τον συλλάβουν. Προδίδοντας Τον σκοπό του Ιούδα, Ο Χριστός είχε να Του διδάξει ένα μάθημα. Σκόπευε να παίξει ένα ρόλο που θα έκανε το Σωτήρα να του φέρεται στο εξής με τον πρέποντα σεβασμό. Ο Ιούδας δεν ήξερε όμως ότι παρέδιδε το Χριστό στο θάνατο. Πόσες φορές όταν ο Σωτήρας δίδασκε με παραβολές, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι συναρπάζονταν από τα εντυπωσιακά παραδείγματά Του! Πόσο συχνά είχαν προφέρει την καταδίκηεναντίον τους! Συχνά, όταν η αλήθεια άγγιζε την καρδιά τους, τους κυρίευε λύσσα και σήκωναν πέτρες για να Τον χτυπήσουν. Επανειλημμένα, όμως ο Χριστός τους διέφυγε. Αφού είχε αποφύγει τόσες παγίδες, σκέφτηκε ο Ιούδας, ασφαλώς και τώρα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό Του να συλληφθεί. ΖΧ 691.3
Ο Ιούδας αποφάσισε να θέσει το ζήτημα αυτό υπό δοκιμή. Αν ο Ιησούς ήταν πραγματικά ο Μεσσίας, ο λαός για τον οποίο είχε κάνει τόσα πολλά, θα συνέρρεε γύρω Του και θα Τον ανακήρυττε βασιλιά. Αυτό θα καθησύχαζε για πάντα τη σκέψη πολλών που τώρα βρίσκονταν στην αβεβαιότητα. Θα αναγνώριζαν ότι ο Ιούδας ενθρόνισε το βασιλιά στη θέση του Δαβίδ. Αυτό το γεγονός θα του εξασφάλιζε την πρώτη θέση μετά το Χριστό στη νέα βασιλεία ΖΧ 691.4
Ο ψευτομαθητής έπαιξε το ρόλο του στην προδοσία του Ιησού. Στον κήπο, όταν είπε στους αρχηγούς του όχλου «όντινα φιλήσω, Αυτός είναι» (Ματθ. 26:48,) πίστευε ακράδαντα ότι ο Χριστός θα ξέφευγε από τα χέρια τους. Αν μετά όμως τον κατηγορούσαν, θα μπορούσε να τους πει: «Δεν σας είπα να Τον κρατήσετε γερά;» ΖΧ 692.1
Ο Ιούδας παρακολούθησε αυτούς που συνέλαβαν το Χριστό να Τον δένουν σφιχτά, όπως τους είχε πει. Απορημένος είδε ότι ο Σωτήρας αφέθηκε να Τον οδηγήσουν. Αδημονώντας την απελευθέρωση Του, Τον ακολούθησε από τον κήπο μέχρι το δικαστήριο των Ιουδαίωναρχόντων. Σε κάθε κίνηση περίμενε από Αυτόν να αιφνιδιάσει τους εχθρούς Του, παρουσιαζόμενος μπροστά τους σαν Υιός του Θεού και εκμηδενίζοντας όλες τις συνωμοσίες και τη δύναμή τους. Καθώς περνούσαν οι ώρες η μια μετά την άλλη και ο Ιησούς υπέμενε όλες τις ύβρεις και τις κακομεταχειρίσεις, ένας τρομερός φόβος κατέλαβε τον προδότη που πούλησε τον Κύριό του στο θάνατο. ΖΧ 692.2
Καθώς η δίκη πλησίαζε στο τέλος της, ο Ιούδας δεν μπορούσε να υποφέρει περισσότερο το μαρτύριο της ένοχης συνείδησής του. Ξαφνικά μια βραχνή φωνή αντήχησε στην αίθουσα, προκαλώντας ανατριχίλα φρίκης σε όλες τις καρδιές: Είναι αθώος λυπήσου Τον, Καϊάφα! ΖΧ 692.3
Ο υψηλόσωμος Ιούδας φάνηκε τώρα να ανοίγει δρόμο, σπρώχνοντας το κατάπληκτο πλήθος. Το πρόσωπό του ήταν ωχρό και κάτισχνο ενώ μεγάλες σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του. Ορμώντας προς τη δικαστική έδρα, έριξε μπροστά στον αρχιερέα τα αργύρια που αντιπροσώπευαν την τιμή της προδοσίας του Κυρίου του. Πιάστηκε απεγνωσμένα από το ρούχο του Καϊάφα και τον ικέτευε να ελευθερώσει τον Ιησού, δηλώνοντας ότι δεν είχε κάνει τίποτε άξιο θανάτου. Θυμωμένος ο Καϊάφας τον έδιωξε από πάνω του, αλλά βρέθηκε σε δύσκολη θέση και δεν ήξερε τι να πει. Η δολιότητα των ιερέων αποκαλύφτηκε. Είχε αποδειχθεί ότι είχαν δωροδοκήσει το μαθητή για να προδώσει τον Κύριό του. ΖΧ 692.4
«Ήμαρτον παραδόσας αίμα αθώον,» εξακολουθούσε να φωνάζει ο Ιούδας. Αλλά ο αρχιερέας, ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του, απάντησε χλευαστικά: «Τί πρός ημάς; σύ όψει.» (Ματθ. 27:4.) Οι ιερείς θέλησαν να κάνουν τον Ιούδα όργανό τους, αλλά περιφρόνη σαν την ποταπότητα του. Όταν στράφηκε σε αυτούς με την εξομολόγησή του, τον αποστράφηκαν με βδελυγμία. ΖΧ 692.5
Ο Ιούδας τώρα ρίχτηκε στα πόδια του Ιησού αναγνωρίζοντάς ότι είναι Υιός του Θεού και παρακαλώντας Τον να απελευθερωθεί. Ο Σωτήρας δεν επέπληξε τον προδότη Του. Ήξερε ότι ο Ιούδας δεν είχε μετανοήσει. Η σκέψη της μελλοντικής κρίσης και το φοβερό αίσθημα της καταδίκης οδήγησαν την ένοχη ψυχή του στην εξομολόγηση. Δεν ένοιωθε όμως καμιά βαθιά, σπαραξικάρδια λύπη για το γεγονός ότι είχε προδώσει τον άμωμο Υιό του Θεού και είχε αρνηθεί τον Άγιο του Ισραήλ. Όμως ο Ιησούς δεν πρόφερε καμιά καταδικαστική λέξη. Κοίταξε με οίκτο τον Ιούδα και είπε: «Για την ώρα αυτή ήρθα στον κόσμο.» ΖΧ 693.1
Ένας ψίθυρος εκπλήξεων ακούστηκε στη συνέλευση. Παραξενεμένα τα μέλη της παρακολουθούσαν τη μακροθυμία του Χριστού έναντι του προδότη Του. Τους κυρίεψε και πάλι η πεποίθηση ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένας απλός θνητός. Αλλά αν ήταν Υιός του Θεού, απορούσαν γιατί δεν ελευθερώνονταν από τα δεσμά Του και δεν θριάμβευε εναντίον των κατηγόρων Του; ΖΧ 693.2
Ο Ιούδας είδε ότι οι ικεσίες του πήγαν χαμένες και όρμησε έξω από την αίθουσα φωνάζοντας: «Είναι πολύ αργά!» Και όμως ήταν πολύ αργά. Ένοιωθε ότι δεν θα άντεχε να δει το Χριστό να σταυρώνεται και πάνω στην απόγνωσή του, πήγε και κρεμάστηκε. ΖΧ 693.3
Αργότερα την ίδια μέρα, στο δρόμο που οδηγούσε από το πραιτόριο του Πιλάτου προς το Γολγοθά, παρουσιάστηκε μια διακοπή των φωνασκιών και των εμπαιγμών του αμαρτωλού όχλου που έσερναν τον Ιησού στον τόπο της σταύρωσης. Καθώς περνούσαν από ένα απόμερο σημείο, αντίκρισαν στις ρίζες ενός ξερού δένδρου το σώμα του Ιούδα. Ένα αποκρουστικότατο θέαμα. Το βάρος του είχε σπάσει το σχοινί με το οποίο είχε κρεμαστεί στο δένδρο. Πέφτοντας, το σώμα του είχε καταξεσχιστεί και καταβροχθίζονταν τώρα από τους σκύλους. Τα υπολείμματα του τάφηκαν αμέσως για να μη φαίνονται. Στο σημείο όμως αυτό κόπασε ο χλευασμός του όχλου και πολλά ωχρά πρόσωπα φανέρωναν θλιβερές ενδόμυχες σκέψεις. Η ανταπόδοση φαίνονταν ότι είχε ήδη αρχίσει να πέφτει πάνω σε εκείνους που ενοχοποιούνταν με το αίμα του Χριστού. ΖΧ 693.4