Η Ζωη του Χριστού

77/89

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 75—ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΑΝΝΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΪΑΦΑ

Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 26:57-75, 27:1,
Μάρκ. 14:53-75, 15:1, Λουκ. 22:54-71, Ιωάν. 18:13-27.
ΖΧ 669.1

Ανηφορίζοντας το χείμαρρο των Κέδρων, περνώντας από κήπους και ελαιώνες και μέσα από τους σιωπηλούς δρόμους της κοιμισμένης πόλης, οδηγούσαν βιαστικά τον Ιησού. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και οι άγριες κραυγές του όχλου που Τον συνόδευε, τάραξαν ξαφνικά τη νυχτερινή σιγαλιά. Ο Σωτήρας, δεμένος και κρατούμενος σφιχτά, βάδιζε με δυσκολία. Αυτοί που Τον συνέλαβαν Τον έφεραν με μεγάλη βιασύνη στον οίκο του Άννα, του πρώην αρχιερέα. ΖΧ 669.2

Ο Άννας ήταν επικεφαλής της χοροστατούσας ιερατικής οικογένειας και από σεβασμό στην ηλικία του, ο λαός τον αναγνώριζε σαν αρχιερέα. Ζητούσαν τις συμβουλές του και τις εκτελούσαν σαν φωνή Θεού. Αυτός έπρεπε να δειπρώτος τον Ιησού, τον δέσμιο της ιερατικής εξουσίας. Αυτός έπρεπε να είναι παρών στην ανάκριση του δέσμιου, γιατί φοβόταν μήπως ο λιγότερο πεπειραμένος Καϊάφας θα αποτύχαινε στην πραγματοποίηση του σκοπού που είχαν βάλει. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει στην περίπτωση αυτή τα τεχνάσματα, την επιτηδειότητα και την πανουργία του γιατί έπρεπε να επιτευχθεί οπωσδήποτε η καταδίκη του Χριστού. ΖΧ 669.3

Ο Χριστός έπρεπε κανονικά να δικαστεί στο Συνέδριο, αλλά υποβλήθηκεμπροστά στον Άννα σε προανάκριση. Κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία το Συνέδριο δεν μπορούσε να εκτελέσει τη θανατική ποινή. Μπορούσαν μόνο να ανακρίνουν τον κατηγορούμενο και να τον καταδικάσουν. Η καταδίκη όμως έπρεπε να επικυρωθεί από τις ρωμαϊκές αρχές. Επομένως ήταν αναγκαίο να παρουσιάσουν κατηγορίες κατά του Χριστού που να θεωρούνταν εγκληματικές από τους Ρωμαίους. Επίσης έπρεπε να βρεθεί και κάποια κατηγορία που να Τον καταδίκαζε στα μάτια των Ιουδαίων. Δεν ήταν λίγοι μεταξύ των ιερέων και αρχόντων που είχαν πειστεί από τις διδασκαλίες του Χριστού και μόνο από φόβο μη αποβληθούν από την Συναγωγή, εμποδίζονταν να Τον ομολογήσουν. Οι ιερείς θυμόντουσαν καλά την ερώτηση του Νικόδημου: «Μήπως ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν δεν ακούση παρ’ αυτού πρότερον, και μάθη τι πράττει;» (Ιωάν. 7:51.) Αυτή η ερώτηση είχε προς στιγμή επιφέρει τη διακοπή των εργασιών του συμβουλίου και είχε αναστείλει τα καταστρωμένα σχέδιά τους. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος δεν επρόκειτο να κληθούν αυτήτη φορά. Υπήρχαν όμως και άλλοι που θα τολμούσαν ίσως να μιλήσουν υπέρ της δικαιοσύνης. Η δίκη έπρεπε να διεξαχθεί έτσι που να εξασφαλίσει την ένωση των μελών του Συνεδρίου κατά του Χριστού. Υπήρχαν δύο βασικές κατηγορίες που οι ιερείς επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν. Αν ο Ιησούς μπορούσε να αποδειχθεί βλάσφημος, θα καταδικάζονταν από τους Ιουδαίους. Αν μπορούσαν να Τον ενοχοποιήσουν για ανταρσία, θα εξασφάλιζαν την καταδίκη Του από τους Ρωμαίους. Αρχικά οι ενέργειες του Άννα στράφηκαν στη δεύτερη κατηγορία. Ανέκρινε το Χριστό σχετικά με τους μαθητές Του και τις διδασκαλίες Του, ελπίζοντας ότι ο δέσμιος θα έλεγε κάτι που θα του πρόσφερε έδαφος για τις περεταίρω ενέργειες του. Ήλπιζε να αποσπάσει από Αυτόν κάποια δήλωση που θα έδειχνε ότι επεδίωκε να συστήσει μια μυστική οργάνωση με σκοπό να ιδρύσει μια νέα βασιλεία. Τότε οι ιερείς θα μπορούσαν να Τον παραδώσουν στους Ρωμαίους σαν ταραχοποιό και υποκινητή ανταρσίας. ΖΧ 669.4

Ο Χριστός διάβασε την πρόθεση του ιερέα σαν ανοιχτό βιβλίο. Σαν να διάβαζε τα τρίσβαθα της ψυχής του ανακριτή Του, αρνήθηκε ότι υπήρχε μεταξύ Αυτού και των οπαδών Του κανένας μυστικός σύνδεσμος, ή ότι τους συγκέντρωνε κρυφά και στα σκοτεινά για να καλύψει τα σχέδιά Του. Δεν υπήρχαν μυστικά ούτε στις προθέσεις Του ούτε στις διδασκαλίες Του. Η απάντησή Του ήταν: «Εγώ παρρησία ελάλησα εις τον κόσμον Εγώ πάντοτε εδίδαξα εν τη συναγωγή και εν τω ιερώ, όπου οι Ιουδαίοι συνέρχονται πάντοτε, και εν κρυπτώ δεν ελάλησα ουδέν.» Ο Σωτήρας παρουσίασε το δικό Του τρόπο εργασίας σε αντίθεση με τις μεθόδους των κατηγόρων Του. Μήνες ολόκληρους Τον κυνηγούσαν, προσπαθώντας να Τον παγιδέψουν και να Τον φέρουν μπροστά σε ένα μυστικό δικαστήριο, όπου μπορούσαν να επιτύχουν μόνο με ψευδορκίες αυτό που τους ήταν αδύνατο να επιτύχουν με νόμιμα μέσα. Τώρα πραγματοποιούσαν το σχέδιό τους. Η μεσονύκτια σύλληψή Του από τον όχλο, ο χλευασμός και η κακομεταχείριση Του πριν ακόμη καταδικαστεί, ακόμη και πριν κατηγορηθεί, ήταν ο δικός τους τρόπος ενέργειας, όχι ο δικός Του. Όλες τους οι ενέργειες ήταν παράνομες. Οι δικοί τους νόμοι ανέφεραν ότι τον κάθε άνθρωπο έπρεπε να τον μεταχειρίζονται σαν αθώο μέχρι που να αποδειχθεί ένοχος. Οι ιερείς καταδικάζονταν από τους ίδιους τους νόμους τους. ΖΧ 670.1

Στρεφόμενος στον ανακριτή Του, ο Ιησούς είπε: «Τι Με ερωτάς;» Δεν είχαν στείλει οι ιερείς και οι άρχοντες κατασκόπους να παρακολουθήσουν τις κινήσεις Του και να αναφέρουν κάθε Του λέξη; Δεν ήταν και αυτοί παρόντες σε κάθε συγκέντρωση του λαού και έφερναν στους ιερείς τις πληροφορίες για όσα έλεγε και έκανε; «Ερώτησον τους ακούσαντας, τι ελάλησα πρός αυτούς ιδού, ούτοι εξεύρουσι όσα είπον Εγώ,» ήταν η απάντηση του Ιησού. ΖΧ 671.1

Ο Άννας αποστομώθηκε από αυτή την κατηγορηματική απάντηση. Φοβούμενος μήπως ο Χριστός έλεγε κάτι σχετικά με τον τρόπο που έδρασε, προτίμησε να μείνει καλυμμένος. Έτσι, δεν Του είπε τίποτε περισσότερο για την ώρα. Όμως ένας από τους ανθρώπους του, εξοργισμένος που είδε τον Άννα να αποστομώνεται, χτύπησε το Χριστό στο πρόσωπο λέγοντας: «Ούτως αποκρίνεσαι πρός τον αρχιερέα;» ΖΧ 671.2

Ο Χριστός ήρεμα απάντησε: «Εάν κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περί του κακού αν δε καλώς, τι Με δέρεις;» Δεν του μίλησε με τσουχτερά, εκδικητικά λόγια. Η ήρεμη απάντησή Του προήλθε από μια αναμάρτητη, υπομονητική και ευγενική καρδιά που δεν μπορούσε να εξαγριωθεί. ΖΧ 671.3

Ο Χριστός υπέφερε πολύ από τις ύβρεις και τις προσβολές. Από τα χέρια των ανθρώπων που ο Ίδιος είχε δημιουργήσει και για το καλό των οποίων έκανε μια ανυπολόγιστη θυσία, από αυτά τα χέρια δέχθηκε κάθε είδους εξευτελισμό. ΚΟ βαθμός των παθημάτων που υπέστη αναλογούσε με το βαθμό της τέλειας αγιότητάς Του και του μίσους Του κατά της αμαρτίας. Η δίκη Του από ανθρώπους που ενεργούσαν σαν δαίμονες αποτελούσε για Αυτόν μια θυσία χωρίς τελειωμό. Του ήταν αποκρουστικό να περιβάλλεται από ανθρώπους κυριευμένους από το Σατανά. Ήξερε ότι μέσα σε μια στιγμή με τη λάμψη της θεϊκής Του δύναμης, μπορούσε να ρίξει κατά γης τους σκληρούς βασανιστές Του. Αυτό έκανε τη δοκιμασία Του ακόμη πιο δυσβάσταχτη. ΖΧ 671.4

Οι Ιουδαίοι περίμεναν ένα Μεσσία που θα αποκαλυπτόταν με εξωτερική επίδειξη. Τον περίμεναν να αλλάξει με τη λάμψη της κυρίαρχης θέλησης τη ροή των ανθρωπίνων σκέψεων και να τους επιβάλει την αναγνώριση και την υπεροχή Του. Πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο έπρεπε να εξασφαλίσει την εξύψωσή Του και να ικανοποιήσει τις φιλόδοξες ελπίδες τους. Για αυτό όταν Του φέρονταν με τόση περιφρόνηση, ένοιωθε μέσα Του δυνατό τον πειρασμό να φανερώσει τη θεϊκή Του υπόσταση. Με ένα λόγο, με ένα βλέμμα, θα μπορούσε να εξαναγκάσει τους διώκτες Του να ομολογήσουν ότι Αυτός ήταν Κύριος υπεράνω βασιλέων και αρχόντων, υπεράνω ακόμη και των ιερέων αυτού του ναού. Αλλά αυτό ήταν το δύσκολο καθήκον Του, να τηρήσει τη θέση που είχε εκλέξει όταν εξ-ομοιώθηκε με την ανθρωπότητα ΖΧ 671.5

Οι άγγελοι του Ουρανού παρίσταντο μάρτυρες για κάθε κίνηση που γίνονταν εναντίον του αγαπημένου Αρχηγού τους. Λαχταρούσαν να ελευθερώσουν το Χριστό. Τελώντας κάτω από την καθοδήγηση του Θεού, οι άγγελοι είναι πανίσχυροι. Κάποτε, υπακούοντας στην εντολή του Χριστού, φόνευσαν μέσα σε μια νύχτα εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες άνδρες από το στρατό των Ασσυρίων. Πόσο εύκολα θα μπορούσαν τώρα οι άγγελοι, βλέποντας την εξευτελιστική σκηνή της δίκης του Χριστού, να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους εξολοθρεύοντας τους εχθρούς του Θεού! Αλλά δεν είχαν ενταλθεί να το κάνουν. Εκείνος που μπορούσε να καταδικάσει τους εχθρούς Του σε θάνατο, ανέχονταν τη σκληρότητά τους. Η αγάπη Του για τον Πατέρα Του και η υπόσχεση που είχε δώσει από καταβολής κόσμου να γίνει ο «Αίρων την αμαρτίαν του κόσμου,» Τον οδήγησαν να υπομείνει αδιαμαρτύρητα την άξεστη μεταχείριση εκείνων που είχε έρθει να σώσει. Αποτελούσε μέρος της αποστολής Του να υποφέρει με την ανθρώπινη φύση Του όλους τους χλευασμούς και όλες τις ύβρεις που οι άνθρωποι μπορούσαν να προκαλέσουν εναντίον Του. Η μοναδική ελπίδα της ανθρωπότητας κρέμονταν στην υποταγή του Χριστού σε όλα όσα ήταν δυνατόν να υποφέρει από τα χέρια και τις καρδιές των ανθρώπων. ΖΧ 672.1

Ο Χριστός δεν είχε πει τίποτε που να έδινε λαβή στους κατηγόρους Του και όμως τον κρατούσαν δεμένο, πράγμα που σήμαινε ότι θεωρούταν ήδη καταδικασμένος. Έπρεπε όμως να κρατήσουν οπωσδήποτε τα προσχήματα όσοναφορά τη δικαιοσύνη. Έπρεπε να υποστεί, έστω και τυπικά, μια νόμιμη δίκη. Οι αρχές ήταν αποφασισμένες να το επιταχύνουν. Ήξεραν πόσο ο λαός σέβονταν το Χριστό και φοβόντουσαν ότι αν μαθεύονταν η σύλληψή Του, ο λαός θα επιχειρούσε να Τον γλυτώσει. Από την άλλη, αν η δίκη και η καταδίκη δεν πραγματοποιούντο αμέσως, θα έπρεπε να καθυστερήσουν μια ολόκληρη εβδομάδα εξαιτίας της γιορτής του Πάσχα. Πιθανόν αυτό να έκανε τα σχέδιά τους να ναυαγήσουν. Για την εξασφάλιση της καταδίκης του Ιησού βασίζονταν κυρίως στην κατακραυγή του όχλου, αποτελουμένου κατά το μεγαλύτερο μέρος από το συρφετό των Ιεροσολύμων. Αν μεσολαβούσε καθυστέρηση μιας εβδομάδας, η λαϊκή έξαψη θα κόπαζε και πιθανό να συναντούσαν και αντίδραση. Η μεγαλύτερη μερίδα του λαού θα ξεσηκώνονταν υπέρ του Χριστού. Πολλοί θα παρουσιάζονταν καταθέτοντας και υπερασπίζοντας τον Ιησού, φέρνοντας στο φώς τα θαυμάσια έργα που είχε κάνει. Αυτό θα προκαλούσε τη λαϊκή αγανάκτηση κατά του Συνεδρίου. Οι ενέργειές τους θα καταδικάζονταν και ο Χριστός θα ελευθερώνονταν για να δεχτεί καινούργιο σεβασμό από το πλήθος. Για αυτό οι ιερείς και οι άρχοντες ήταν αποφασισμένοι, πριν μαθευτούν τα σχέδιά τους, να παραδώσουν τον Ιησού στα χέρια των Ρωμαίων. ΖΧ 672.2

Πρώτα από όλα όμως έπρεπε να βρεθεί κάποια κατηγορία. Μέχρι στιγμής δεν είχαν κατορθώσει τίποτε. Ο Άννας διέταξε να φέρουν τον Ιησού στον Καϊάφα. Ο Καϊάφας ανήκε στους Σαδδουκαίους, μερικοί από τους οποίους ήταν τώρα οι πιο άσπονδοι εχθροί του Ιησού. Ο ίδιος, αν και δεν είχε σταθερό χαρακτήρα, ήταν σκληρός, άκαρδος και ασυνείδητος όπως ο Άννας. Δεν θα άφηνε τίποτε που να μη το χρησιμοποιήσει προκειμένου να κατα-στρέψει τον Ιησού. Πλησίαζαν τώρα χαράματα και το σκοτάδι ήταν πυκνό. Με φανούς και λαμπάδες η οπλισμένη συνοδεία με τον δέσμιο κατευθυνόταν στην κατοικία του αρχιερέα. Εκεί, ενώ άρχισαν να συγκεντρώνονται τα μέλη του Συνεδρίου, ο Άννας και ο Καϊάφας ανέκριναν πάλι τον Ιησού, αλλά χωρίς να κατορθώσουν τίποτε. ΖΧ 673.1

Όταν το Συνέδριο συγκεντρώθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Καϊάφας πήρε τη θέση του προεδρεύοντος δικαστού. Πλάι του κάθονταν οι υπόλοιποι δικαστές και εκείνοι που ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη δίκη. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες ήταν τοποθετημένοι στην εξέδρα, κάτω από τον αρχιερατικό θρόνο. Στη βάση του θρόνου στέκονταν ο Ιησούς. Τα βλέμματα όλων ήταν καρφωμένα επάνω Του. Η έξαψη ήταν έντονη. Από όλο το πλήθος, μόνο Εκείνοςδιατηρούταν γαλήνιος και ήρεμος. Ακόμη και η ατμόσφαιρα που Τον περιέβαλλε φαίνονταν ηλεκτρισμένη από μια θεϊκή επιρροή. ΖΧ 673.2

Ο Καϊάφας θεωρούσεπάντα τον Ιησού αντίπαλό του. Η προθυμία που έδειχνε ο λαός να ακούει το Σωτήρα και η έκδηλη προτίμησή τους στην αποδοχή της διδασκαλίας Του, προκάλεσαν τη ζηλοφθονία του αρχιερέα. Καθώς τώρα ο Καϊάφας κοίταζε τον δέσμιο, θαύμασε την ευγενική και ιεροπρεπή στάση Του. Μια πεποίθηση τον κυρίεψε ότι αυτός ο άνθρωπος προσέγγιζε το Θεό. Αμέσως όμως έδιωξε τη σκέψη αυτή και ακούστηκε η φωνή του σε χλευαστικό και υπεροπτικό τόνο να ζητά από τον Ιησού να κάνει ένα από τα μεγαλειώδη θαύματα Του εκεί μπροστά στους δικαστές. Τα λόγια του έφτασαν στα αυτιά του Ιησού προσποιήθηκε ότι δεν τα άκουσε. Ο λαός σύγκρινε την εξημμένη και κακοήθη συμπεριφορά του Άννα και του Καϊάφα με τη γαλήνια και ιεροπρεπή στάση του Χριστού. Ακόμη και στη σκέψη του άξεστου εκείνου πλήθους δημιουργήθηκε το ερώτημα: «Μπορούσε αυτός ο άνθρωπος με το θείο παρουσιαστικό να καταδικαστεί σαν εγκληματίας;» ΖΧ 673.3

Ο Καϊάφας, διαισθανόμενος την αυξανόμενη υπεροχή της επιρροής αυτής, επέσπευσε τη δίκη. Οι εχθροί του Ιησού βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία. Ήταν αποφασισμένοι να επιτύχουν την καταδίκη Του, αλλά δεν ήξερανπως να το κατορθώσουν. Τα μέλη του συμβουλίου ήταν χωρισμένα σε Σαδδουκαίους και Φαρισαίους. Κυριαρχούσε μεγάλη εχθρότητα και διαμάχη μεταξύ τους. Δεν τολμούσαν να θίξουν ορισμένα αμφισβητήσιμα σημεία από φόβο μη εμπλακούν σε φιλονικία. Με ελάχιστα μόνο λόγια ο Ιησούς θα μπορούσε να διεγείρει τις προκαταλήψεις του ενός κατά του άλλου και έτσι να αποτρέψει την οργή τους από πάνω Του. Ο Καϊάφας το γνώριζε αυτό και επιθυμούσε να αποφύγει τη δημιουργία φιλονικίας. Υπήρχαν πολλοί μάρτυρες για να αποδείξουν ότι ο Χριστός είχε κατακρίνει τους ιερείς και γραμματείς και ότι τους είχε αποκαλέσει υποκριτές και δολοφόνους. Δεν συνέφερε όμως να επικαλεστούν αυτή τη μαρτυρία. Οι Σαδδουκαίοι στους άγριους διαπληκτισμούς τους με τους Φαρισαίους χρησιμοποιούσαν εναντίον τους το ίδιο λεξιλόγιο. Μια τέτοια μαρτυρία δεν θα είχε καμιά βαρύτητα για τους Ρωμαίους που και αυτοί αποστρέφονταν τα προσχήματα των Φαρισαίων. Υπήρχαν άφθονες αποδείξεις ότι ο Ιησούς είχε αγνοήσει τις παραδόσεις των Ιουδαίων και ότι είχε εκφραστεί χωρίς σεβασμό για πολλές από τις διατάξεις τους. Όσοναφορά όμως τις παραδό-σεις, οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι βρίσκονταν στα μαχαίρια Ούτε αυτή η μαρτυρία θα είχε καμιά βαρύτητα ενώπιον των Ρωμαίων. Οι εχθροί του Χριστού δεν τολμούσαν να Τον κατηγορήσουν σαν παραβάτη του Σαββάτου, από φόβο μήπως η εξέταση αυτή απεκάλυπτε το χαρακτήρα του έργου Του. Αν τα θαύματα θεραπείας έρχονταν στο φώς, θα αποτύχαινε ο αντικειμενικός σκοπός των ιερέων. ΖΧ 674.1

Ψευδομάρτυρες είχαν πληρωθεί για να κατηγορήσουν τον Ιησού ότι υποκινούσε επανάσταση και ότι επεδίωκε να ιδρύσει μια ξεχωριστή κυβέρνηση. Αλλά η μαρτυρία τους αποδείχθηκε ασαφής και αντιφατική. Κατά την ανάκριση, αυτοί διέψευσαν τις ίδιες τις καταθέσεις τους. ΖΧ 675.1

Στην αρχή της διακονίας Του ο Χριστός είχε πει: «Χαλάσατε τον ναόν τούτον, και δια τριών ημερών θέλω εγείρει αυτόν.» Στη μεταφορική γλώσσα της προφητείας, με τον τρόπο αυτό είχε προφητεύσει το θάνατο και την ανάστασή Του. «Εκείνος όμως έλεγε περί του ναού του σώματος Αυτού.» (Ιωάν. 2:19, 21.) Αυτά τα λόγια οι Ιουδαίοι τα πήραν κατά γράμμα και τα απέδωσαν στο ναό της Ιερουσαλήμ. Από όλα όσα είχε πει ο Χριστός, οι ιερείς δεν βρήκαν τίποτε εναντίον Του εκτός από αυτό. Παραποιώντας αυτά τα λόγια,ήλπιζαν να βρεθούν σε πλεονεκτική θέση. Οι Ρωμαίοι είχαν ασχοληθεί με την ανοικοδόμηση και τον εξωραϊσμό του ναού και ήταν υπερήφανοι για αυτόν. Οποιαδήποτε περιφρόνηση στο ναό θα προξενούσε οπωσδήποτε την αγανάκτησή τους. Εδώ μπορούσαν να συμφωνήσουν Ρωμαίοι και Ιουδαίοι, Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοιδιότι όλοι σέβονταν το ναό. Σε αυτό το σημείο παρουσιάστηκαν δύο μάρτυρες των οποίων η κατάθεση δεν ήταν τόσο αντιφατική όπως των άλλων. Ο ένας από αυτούς που είχε δωροδοκηθεί για να κατηγορήσει τον Ιησού, κατέθεσε: «Ούτος είπε. Δύναμαι να χαλάσω τον ναόν του Θεού, και δια τριών ημερών να οικοδομήσω αυτόν.» Έτσι παρερμηνεύθηκαν τα λόγια του Χριστού. Αν είχαν αναφερθεί ακριβώς όπως Αυτός τα είχε πει, δεν θα προκαλούσαν την καταδίκη Του ούτε από το Συνέδριο. Αν ο Ιησούς ήταν ένας απλός άνθρωπος, όπως ισχυρίζονταν οι Ιουδαίοι, η δήλωσή Του αυτή θα έδειχνε μόνο ένα παράλογο και κομπαστικό πνεύμα, που δεν θα μπορούσε όμως να εκληφθεί ως βλασφημία. Ακόμη και παραποιημένα τα λόγια Του από τους μάρτυρες, δεν περιείχαν τίποτε που να θεωρηθεί από τους Ρωμαίους σαν έγκλημα άξιο θανάτου. ΖΧ 675.2

Υπομονητικά ο Ιησούς άκουγε τις αντιφατικές μαρτυρίες. Δεν πρόφερε ούτε μια λέξη για να υπερασπίσει τον εαυτό Του. Τελικά οι κατήγοροί Του βρέθηκαν σε αμηχανία, σε σύγχυση και εξοργίστηκαν. Η δίκη δεν σημείωνε καμιά πρόοδο. Η συνωμοσία τους φαίνονταν ότι θα αποτύχαινε. Ο Καϊάφας βρέθηκε σε απελπιστική θέση. Μια τελευταία διέξοδος απέμεινε. Έπρεπε ο Χριστός να εξαναγκαστεί να επιφέρει την αυτοκαταδίκη Του. Ο αρχιερέας αναπήδησε από τη δικαστική του έδρα, με πρόσωπο παραμορφωμένο από το πάθος, με φωνή και διαγωγή που έδειχναν ότι αν ήταν στο χέρι του θα σκότωνε τον δέσμιο που είχε μπροστά του. «Δεν αποκρίνεσαι;» φώναξε άγρια «τι μαρτυρούσιν ούτοι κατά σου;» ΖΧ 675.3

Ο Ιησούς εξακολουθούσε να σιωπά. «Αυτός ήτο κατατεθλιμμένος και βεβασανισμένος, αλλά δεν ήνοιξε το στόμα Αυτού εφέρθη ως αρνίον επί σφαγήν, και ως πρόβατον έμπροσθεν του κείροντος αυτό άφωνον, ούτω δεν ήνοιξε του στόμα Αυτού » (Ησ 53:7.) ΖΧ 676.1

Τέλος, ο Καϊάφας υψώνοντας το δεξί του χέρι προς τον Ουρανό και απευθύνθηκε στον Ιησού, κάνοντας το σχήμα μιας επίσημης ορκωμοσίας. «Σε ορκίζω εις τον Θεόν τον ζώντα, να είπης πρός ημάς, αν Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού.» ΖΧ 676.2

Σε αυτή την επίκληση ο Χριστός δεν μπορούσε να μείνει σιωπηλός. Ήταν καιρός να σωπάσει αλλά και καιρός για να μιλήσει. Δεν είχε μιλήσει μέχρι να ερωτηθεί κατευθείαν. Ήξερε ότι με την παρούσα απάντησή Του τώρα θα βεβαίωνε το θάνατό Του. Η έκκληση Του είχε απευθυνθεί στην ανώτερη αναγνωρισμένη εξουσία του έθνους και είχε γίνει στο όνομα του Υψίστου. Ο Χριστός δεν ήθελε να δείξει έλλειψη σεβασμού στο νόμο. Ως εκ τούτου, τέθηκε το θέμα της σχέσης Του με τον Πατέρα. Όφειλε να διακηρύξει σαφώς το χαρακτήρα και την αποστολή Του. Ο Ιησούς είχε πει στους μαθητές Του: «Πάς όστις Με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω ομολογήσει και Εγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός Μου του εν ουρανοίς.»(Ματθ. 10:32.) Τώρα με το παράδειγμά Του επικύρωνε το μάθημα. ΖΧ 676.3

Όλων τα αυτιά τεντώθηκαν για να ακούσουν και τα μάτιαόλων καρφώθηκαν στο πρόσωπό Του καθώς ο Χριστός αποκρίθηκε: «Σύ είπας.» Ένα ουράνιο φώς φάνηκε να φωτίζει την ωχρή μορφή Του ενώ πρόσθεσε: «Πλήν σας λέγω, Εις το εξής θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού.» ΖΧ 676.4

Για μια στιγμή η θεότητα του Χριστού έλαμψε μέσα από το ανθρώπινο περίβλημά Του. Ο αρχιερέας δείλιασε μπροστά στα διαπεραστικά μάτια του Σωτήρα. Αυτό το βλέμμα έμοιαζε να διαβάζει τις κρυφές σκέψεις του και έκαιγε μέσα στην καρδιά του. Δεν ξέχασε ποτέ την ερευνητική εκείνη ματιά του κατατρεγμένου Υιού του Θεού στη μετέπειτα ζωή του. ΖΧ 676.5

Ο Ιησούς είπε: «Εις το εξής θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού.» Με τα λόγια αυτά ο Χριστός παρουσίαζε την αντίθετη όψη της σκηνής που εκτυλίσσονταν. Ο Κύριος της ζωής και της δόξας θα κάθονταν στα δεξιά του Θεού. Αυτός θα γίνει ο Κριτής όλης της Γής και οι αποφάσεις Του θα είναι τελεσίδικες. Τότε κάθε κρυφό θα εκτεθεί στο φώς της παρουσίας του Θεού και ο καθένας θα κριθεί σύμφωνα με τα έργα Του. ΖΧ 676.6

Τα λόγια του Χριστού τρόμαξαν τον αρχιερέα. Η σκέψη της μελλοντικής ανάστασης των νεκρών όταν όλοι θα σταθούν προ του βήματος του Θεού για να ανταμειφθεί ο καθένας κατά τα έργα Του, ήταν μια σκέψη που προκαλούσε φρίκη στον Καϊάφα. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι στο μέλλον θα εκδίδονταν απόφαση για αυτόν σύμφωνα με τα έργα Του. Από το μυαλό του πέρασαν γρήγορα σαν σε πανοραμική σκηνή, οι φάσεις της τελικής κρίσης. Για μια στιγμή είδε το φοβερό θέαμα των τάφων,με τους νεκρούς να αποδίδουν τα μυστικά που αυτός ήλπιζε ότι θα έμεναν για πάντα κρυμμένα. Για μια στιγμή αισθάνθηκε σαν να έστεκε μπροστά στον αιώνιο Κριτή,από τα μάτια Του οποίου δεν διαφεύγει τίποτε. Έτσι και τώρα διάβαζαν την ψυχή του, φέρνοντας στο φώς μυστήρια που εκείνος νόμιζε ότι θα έμεναν θαμμένα στον τάφο. ΖΧ 677.1

Η σκηνή παρουσιάστηκε στα μάτια του αρχιερέα. Τα λόγια του Χριστού κατέβαλαν το Σαδδουκαίο μέχρι τα τρίσβαθα. Ο Καϊάφας δεν παραδέχονταν τη διδασκαλία της ανάστασης, της κρίσης και της μέλλουσας ζωής. Τώρα τον κατέλαβε σατανική οργή. Τολμούσε ο άνθρωπος αυτός, ένας δέσμιος στα χέρια του, να προσβάλει τις προσφιλέστερες θεωρίες του; Ξεσχίζοντας τα ιερατικά του άμφια για να δουν οι άνθρωποι την προσποιητή του φρίκη, απαίτησε χωρίς περεταίρω διαδικασία ο υπόδικος να καταδικασθεί για βλασφημία. Είπε: «Τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων; ιδού, τώρα ηκούσατε την βλασφημίαν Αυτού τι σας φαίνεται;» Και όλοι τους Τον καταδίκασαν. ΖΧ 677.2

Η πεποίθησή του μαζί με το πάθος του οδήγησε τον Καϊάφα να κάνει αυτό που έκανε. Είχε εξοργιστεί με τον εαυτό του που πίστεψε στα λόγια του Χριστού.Αντί να διαρρήξει την καρδιά του, παραδεχόμενος την αλήθεια και ομολογώντας ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, διέρρηξε τα ιερατικά του ιμάτια, προβάλλοντας πεισματική αντίσταση. Αυτή η πράξη είχε πολύ βαθιά σημασία, αλλά ο Καϊάφας την κατάλαβεπολύ λίγο. Με τη χειρονομία του αυτή απέβλεπε να επηρεάσει τους κριτές και να εξασφαλίσει την καταδίκη του Χριστού. Ωστόσο, ο αρχιερέας καταδίκασε τον ίδιο τον εαυτό του. Σύμφωνα με το νόμο του Θεού έγινε έκπτωτος από την ιερατεία. Πρόφερε τη θανατική του καταδίκη. ΖΧ 677.3

Ο αρχιερέας δεν είχε το δικαίωμα να σχίσει τα ιερατικά του άμφια. Σύμφωνα με το Λευιτικό νόμο αυτό απαγορεύονταν με την ποινή του θανάτου. Σε καμιά περίπτωση, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες δεν επιτρεπόταν ο αρχιερέας να σχίσει τα ρούχα του. Το ξέσχισμα των ρούχων αποτελούσε συνήθεια των Ιουδαίων σε περίπτωση θανάτου φιλικών τους προσώπων αλλά οι ιερείς εξαιρούνταν από αυτή τη συνήθεια. Ο Χριστός είχε δώσει ρητή διαταγή στο Μωυσή για αυτό το θέμα. (Λευιτ. 10:6.) ΖΧ 678.1

Καθετί που φορούσε ο ιερέας έπρεπε να είναι μονοκόμματο και άψογο. Εκείνα τα ωραία, επίσημα άμφια αντιπροσώπευαν το χαρακτήρα του μεγάλου αντίτυπου, του Ιησού Χριστού. Μόνο τελειότητα στην ενδυμασία, στη συμπεριφορά, στα λόγια και στο πνεύμα μπορούσε να γίνει δεκτή από το Θεό. Εκείνος είναι άγιος και η δόξα και η τελειότητά Του πρέπει να αντιπροσωπεύονται στην επίγεια λειτουργία. Μόνο τελειότητα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει την ιερότητα της ουράνιας λειτουργίας. Ο θνητός άνθρωπος μπορεί να διαρρήξει την καρδιά του σε ένδειξη συντριβής και ταπεινού πνεύματος. Αυτό το δέχεται ο Θεός. Αλλά κανένα σχίσιμο δεν έπρεπε να γίνει στα ιερατικά ιμάτια γιατί αυτό θα σπίλωνε την αναπαράσταση των ουρανίων πραγμάτων. Ο αρχιερέας που τολμούσε να παρουσιαστεί να εκτελέσει την άγια υπηρεσία του και να αναλάβει τη λειτουργία του θυσιαστηρίου με σχισμένα άμφια, θεωρούταν ότι είχε αποχωριστεί από το Θεό. Σχίζοντας τα ιμάτιά του απέκοψε τον εαυτό του από τον χαρακτηριστικό αντιπροσωπευτικό τύπο που παρίστανε. Δεν ήταν πια δεκτός από το Θεό σαν ιερέας σε ενεργό υπηρεσία. Αυτή η συμπεριφορά του Καϊάφα, φανέρωνε ανθρώπινα πάθη, ανθρώπινη ατέλεια. ΖΧ 678.2

Σχίζοντας τα ιμάτιά του, ο Καϊάφας ακύρωσε το νόμο του Θεού για να ακολουθήσει την παράδοση των ανθρώπων. Ένας ανθρώπινος νόμος πρόβλεπε ότι σε περίπτωση βλασφημίας, ο ιερέας μπορούσε να ξεσχίσει τα άμφιά του σε ένδειξη αγανάκτησης για την αμαρτία και να μη θεωρηθεί ένοχος. Έτσι οι νόμοι των ανθρώπων ακύρωναν το νόμο του Θεού. ΖΧ 678.3

Ο λαός παρακολουθούσε με ενδιαφέρον κάθε κίνηση του αρχιερέα. Ο Καϊάφας θεώρησε σκόπιμο να επιδείξει τη βαθιά ευλάβειά του,αλλά με αυτή του την πράξη που προοριζόταν να κατηγορήσει το Χριστό, έβριζε Εκείνον για τον οποίο ο Θεός είχε πει: « Το όνομά Μου είναι εν Αυτώ.» ( Έξοδ. 23:21.) Ο ίδιος ήταν βλάσφημος. Τη στιγμή που αντιμετώπιζε την καταδίκη του Θεού, καταδίκασε ως βλάσφημο τον Ιησού. ΖΧ 678.4

Όταν ο Καϊάφας ξέσχισε τα ρούχα του, με την πράξη του αυτή έδειξε τη θέση που θα κατείχε το ιουδαϊκό έθνος στο εξής σαν έθνος ενώπιον του Θεού. Ο άλλοτε περιούσιος λαός του Θεού χωρίζονταν από Αυτόν και σύντομα θα έπαυε να είναι λαός του Κυρίου. Όταν ο Χριστός επάνω στο σταυρό φώναξε. «Τετέλεσται» (Ιωάν. 19:30), το καταπέτασμα του ναού σχίσθηκε στα δύο. Ο Άγιος Φρουρός διεκήρυξε ότι ο ιουδαϊκός λαός απέρριψε Εκείνον ο οποίος ήταν το Αντίτυπο όλων των τύπων τους, η ουσία όλων των συμβόλων τους. Ο λαός του Ισραήλ είχε διαζευχθεί το Θεό. Σωστά λοιπόν ο Καϊάφας ξέσχισε τα ιερατικά του άμφια που σήμαιναν ότι αντιπροσώπευε το μεγάλο Αρχιερέα. Στο εξής αυτά δεν θα είχαν καμιά πια σημασία ούτε για αυτόν, ούτε για το λαό. Σωστά ο αρχιερέας ξέσχισε τα άμφιά του εκφράζοντας τη φρίκη για τον εαυτό του και για το έθνος του. ΖΧ 679.1

Το Συνέδριο είχε αποφανθεί ότι ο Χριστός ήταν άξιος θανάτου, αλλά ο ιουδαϊκός νόμος απαγόρευε να δικαστεί ένας υπόδικος τη νύχτα. Για να είναι νόμιμη η καταδίκη έπρεπε να γίνει μόνο την ημέρα και μπροστά στην ολομέλεια του συμβουλίου. Παρόλα αυτά στο Σωτήρα φέρονταν τώρα σαν σε καταδικασμένο εγκληματία και Τον παρέδωσαν στα βάναυσα χέρια ανθρώπων της κατώτατης υποστάθμης. Το αρχοντικό του αρχιερέα είχε μια ανοικτή αυλή όπου είχε συγκεντρωθεί το πλήθος και οι στρατιώτες. Από αυτή την αυλή ο Χριστός οδηγήθηκε στην αίθουσα της φρουράς, υφιστάμενος κάθε είδος χλευασμού για τη δήλωσή Του ότι είναι ο Υιός του Θεού. Οι φράσεις «Καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως» και «ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού,» που είχε πει ο Χριστός για τον Εαυτό Του, επαναλαμβάνονταν χλευάζοντάς Τον. Είχε αφεθεί τελείως απροστάτευτος ενώ περίμενε στην αίθουσα της φρουράς τη νόμιμη δίκη Του. Ο άξεστος συρφετός είχε προσέξει τη βαναυσότητα που Του έδειξαν στο συμβούλιο και ορμώμενος από αυτό, ξεσπάθωσε εναντίον όλων των σατανικών στοιχείων που κρύβονταν μέσα του. Ακόμη και η αρχοντική και θεόμορφη στάση του Χριστού τους ερέθιζε μέχρι μανίας. Η πραότητά Του, η αθωότητά Του, η μεγαλόπρεπη καρτερικότητά Του, τους γέμιζε με σατανικό μίσος. Το έλεος και η δικαιοσύνη είχαν ποδοπατηθεί. Τέτοια απάνθρωπη συμπεριφορά δε έλαχεποτέ σε εγκληματία και όμως τέτοια έλαχεο Υιός του Θεού. ΖΧ 679.2

Και όμως μιά πολύ σφοδρή αγωνία διαπέρασε σαν κοφτερό μαχαίρι την καρδιά του Χριστού. Το χτύπημα που Του προξένησε τον πιο δυσβάσταχτο πόνο δεν καταφέρθηκε από εχθρικό χέρι. Την ώρα που υφίστατο την ειρωνική εκείνη ανάκριση ενώπιον του Καϊάφα, ένας από τους ίδιους τους μαθητές Του είχε αρνηθεί το Χριστό. ΖΧ 679.3

Μετά την εγκατάλειψη του Κυρίου τους στον κήπο, δύο από τους μαθητές τόλμησαν να ακολουθήσουν, από απόσταση τον όχλο που είχε συλλάβει τον Ιησού. Αυτοί οι μαθητές ήταν ο Πέτρος και ο Ιωάννης. Οι ιερείς αναγνώρισαν τον Ιωάννη σαν ένα πολύ γνωστό μαθητή του Ιησού και τον δέχτηκαν στην αίθουσα. Ήλπιζαν ότι βλέποντας την ταπείνωση του Αρχηγού του, θα εγκατέλειπε την ιδέα ότι ένας τέτοιος άνθρωπος μπορούσε να είναι Υιός του Θεού. Ο Ιωάννης μεσολάβησε για τον Πέτρο και πήρε άδεια εισόδου και για αυτόν. ΖΧ 680.1

Στην αυλή έκαιγε μια φωτιά γιατί ακριβώς πριν από τη χαραυγή, ήταν οι ψυχρότερες ώρες της νύχτας. Μερικοί μαζεύτηκαν γύρω από τη φωτιά και ο Πέτρος πήρε παράτολμα θέση με αυτούς. Δεν ήθελε να αναγνωριστεί σαν μαθητής του Ιησού. Ενώ ήταν ανακατεμένος αδιάφορα με το πλήθος, ήλπιζε να εκληφθεί σαν ένας από αυτούς που είχαν φέρει το Χριστό στην αίθουσα. ΖΧ 680.2

Αλλά καθώς η φλόγα της φωτιάς έλαμψε στο πρόσωπο του Πέτρου, η γυναίκα που φύλαγε στην πόρτα του έριξε μια ερευνητική ματιά. Είχε προσέξει ότι ήρθε μαζί με τον Ιωάννη, παρατήρησε το θλιμμένο ύφος του προσώπου του και σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν μαθητής του Ιησού. Ήταν μια από τις υπηρέτριες στο σπιτικό του Καϊάφα και είχε την περιέργεια να μάθει. Είπε στον Πέτρο: «Μήπως και σύ είσαι εκ των μαθητών Αυτού του ανθρώπου;» Ο Πέτρος ξαφνιάστηκε και ταράχτηκε. Τα μάτια της ομήγυρης αμέσως συγκεντρώθηκαν επάνω του. Αυτός προσποιήθηκε ότι δεν την κατάλαβε, αλλά εκείνη επέμενε και είπε σε αυτούς που ήταν γύρω της ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ακόλουθος του Ιησού. Ο Πέτρος βρέθηκε αναγκασμένος να απαντήσει και είπε θυμωμένα: «Γύναι, δεν γνωρίζω Αυτόν.» Αυτή ήταν η πρώτη άρνηση και αμέσως λάλησε ο πετεινός. Ώ Πέτρο, πόσο γρήγορα ντράπηκες για το Δάσκαλό σου! Πόσο γρήγορα αρνήθηκες τον Κύριό σου! ΖΧ 680.3

Ο μαθητής Ιωάννης μόλις μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου δεν προσπάθησε να αποκρύψει το γεγονός ότι ήταν οπαδός του Ιησού. Δεν αναμίχθηκε με την άξεστη συντροφιά που χλεύαζαν τον Κύριό Του. Αυτόν δεν τον ρώτησε κανείς επειδή δεν προσποιήθηκε ότι είναι άλλος και έτσι δεν κίνησε την υποψία. Αναζήτησε μια απόμερη γωνιά μακριά από την προσοχή του όχλου, αλλά όσο ήταν δυνατόν πιο κοντά στο Χριστό. Από εκεί μπορούσε να βλέπει και να ακούει όλα όσα γίνονταν στη δίκη του Κυρίου Του. ΖΧ 680.4

Ο Πέτρος δεν είχε σκοπό να παρουσιάσει τον πραγματικό του χαρακτήρα. Παίρνοντας αδιάφορο δήθεν ύφος, πάτησε σε εχθρικό έδαφος και παρασύρθηκε εύκολα στον πειρασμό. Αν του είχαν ζητήσει να αγωνιστεί για τον Κύριό του, θα είχε αποδειχτεί ένας γενναίος στρατιώτης. Όταν όμως το δάχτυλο του χλευασμού στράφηκε προς αυτόν, τότε αποδείχθηκε άνανδρος. Πολλοί που δεν φοβούνται να αγωνιστούν φανερά για τον Κύριό τους, αρνούνται την πίστη τους όταν χλευάζονται και συναναστρεφόμενοι με εκείνους που θα έπρεπε να αποφεύγουν, μπαίνουν στο δρόμο του πειρασμού. Με τον τρόπο αυτό προκαλούν τον εχθρό να τους δοκιμάσει και καταλήγουν να λένε και να κάνουν πράγματα τα οποία δεν θα έκαναν ποτέ κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Ο σύγχρονος μαθητής του Χριστού που κρύβει την πίστη του φοβούμενος μην υποφέρει ή ντροπιαστεί, ουσιαστικά αρνείται τον Κύριό του το ίδιο όπως και ο Πέτρος στην αίθουσα του δικαστηρίου. ΖΧ 681.1

Ο Πέτρος προσπάθησε να φανεί αδιάφορος για τη δίκη του Κυρίου του, αλλά η καρδιά του έσφιγγε από τη λύπη καθώς άκουγε τους σκληρούς χλευασμούς και έβλεπε την κακομεταχείριση που Εκείνος υφίστατο. Επιπλέον δεν μπορούσε να καταλάβει και είχε εξοργιστεί για το γεγονός ότι ο Χριστός ταπείνωνε τον εαυτό Του και τους οπαδούς Του, υποβαλλόμενος σε μια τέτοια κακομεταχείριση. Για να κρύψει τα πραγματικά του αισθήματα, προσπάθησε να αναμιχθεί με τους διώκτες του Ιησού στις απρεπείς τους ειρωνείες. Το παρουσιαστικό όμως δεν ήταν φυσιολογικό. Έπαιζε ένα ψεύτικο ρόλο και ενώ προσπαθούσε να μιλήσει αδιάφορα, δεν μπορούσε να κρύψει την αγανάκτησή του όταν οι ύβρεις έπεφταν πάνω στον Κύριό του. ΖΧ 681.2

Για δεύτερη φορά η προσοχή στράφηκε σε αυτόν και τον κατηγόρησαν πάλι ως οπαδό του Ιησού. Τη φορά αυτή δήλωσε με όρκο: «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπον.» Ακόμη μια ευκαιρία του δόθηκε. Μια ώρα είχε περάσει όταν ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που ο Πέτρος είχε κόψει το αυτί, τον ρώτησε: «Δεν σε είδον εγώ εν τω κήπω μετ’ Αυτού;» «Αληθώς εξ αυτών είσαι διότι Γαλιλαίος είσαι, και η λαλιά σου ομοιάζει.» Στο σημείο αυτό ο Πέτρος εξοργίστηκε. Οι μαθητές του Χριστού ξεχώριζαν για την αγνότητα της ομιλίας τους και, για να παραπλανήσει εντελώς τους ερωτώντες και να δικαιολογήσει τον προσποιητό χαρακτήρα του, ο Πέτρος τώρα αρνήθηκε τον Κύριό του με κατάρες και βλασφημίες. Πάλι ο πετεινός λάλησε. Ο Πέτρος τον άκουσε και τότε θυμήθηκε τα λόγια του Ιησού: «Πρίν ο αλέκτωρ φωνάξει δίς, τρις θέλεις Με απαρνηθή » (Μάρκ. 14:30.) ΖΧ 681.3

Ενώ ακόμη οι αισχρές βλαστήμιες ήταν στα χείλη του Πέτρου και το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού αντηχούσε στα αυτιά του, ο Σωτήρας έστρεψε το βλέμμα Του από τους αγριωπούς δικαστές και το στύλωσε στο φτωχό μαθητή Του. Την ίδια στιγμή τα μάτια του Πέτρου έπεσαν πάνω στον Κύριό του. Στην ευγενική εκείνη μορφή διάβασε μόνο οίκτο και βαθιά λύπη, χωρίς ίχνος θυμού. ΖΧ 682.1

Η θέα εκείνης της χλωμής και θλιμμένης μορφής, εκείνα τα τρεμάμενα χείλη, εκείνο το βλέμμαγεμάτο συμπόνια και συγνώμη, τρύπησαν την καρδιά του σαν αιχμηρό βέλος. Η συνείδηση αφυπνίστηκε. Η μνήμη κινητοποιήθηκε. Ο Πέτρος ξανάφερε στη θύμησή του την υπόσχεση που είχε δώσει μόλις πριν από λίγες ώρες ότι θα πήγαινε με τον Κύριό του στη φυλακή και στο θάνατο. Θυμήθηκε τη λύπη του όταν ο Σωτήρας του είχε πει στο ανώγειο ότι θα τον αρνηθεί τρείς φορές τον Κύριό του την ίδια εκείνη νύχτα. Ο Πέτρος είχεμόλις δηλώσει ότι δεν γνώριζε τον Ιησού, αλλά τώρα αντιλαμβάνονταν με πικρή του λύπη πόσο καλά τον γνώριζε ο Κύριός του και με πόση ακρίβεια είχε διαβάσει την καρδιά του, την απατηλότητα της οποίας αγνοούσε ακόμη και αυτός ο ίδιος. ΖΧ 682.2

Τον πλημμύρισε ένα πλήθος αναμνήσεων. Η τρυφερή ευσπλαχνία του Σωτήρα, η καλοσύνη και η μακροθυμία Του, η ευγένεια και η υπομονή Του προς τους πλανεμένους μαθητές Του, όλα αυτά ήρθαν στη θύμησή του. Θυμήθηκε την προειδοποίηση: «Σίμων, Σίμων, ιδού, ο Σατανάς σας εζήτησε, δια να σας κοσκινίση ως τον σίτον, Πλήν Εγώ εδεήθην περί σού δια να μη εκλείψη η πίστις σου.» (Λουκ. 22:31, 32.) Στοχάστηκε με φρίκη τη δική του αγνωμοσύνη, το ψέμα του, την επιορκία του. Για μια ακόμη φορά κοίταξε τον Κύριό του και είδε ένα ιερόσυλο χέρι να υψώνεται για να Τον κτυπήσει στο πρόσωπο. Μη μπορώντας να αντέξει περισσότερο αυτή τη σκηνή, απομα-κρύνθηκε από την αίθουσα με ραγισμένη καρδιά. ΖΧ 682.3

Προχωρούσε μέσα τη μοναξιά και στο σκοτάδι. Ούτε ήξερε, ούτε τον ένοιαζε που πήγαινε. Τελικά βρέθηκε μόνος του στη Γεθσημανή. Η σκηνή που είχε διαδραματισθεί πριν λίγες ώρες, ξαναγύρισε ολοζώντανη στη σκέψη του. Η πονεμένη μορφή του Κυρίου του, στάζοντας αιματοβαμμένο ιδρώτα και υποφέροντας από συσπάσεις αγωνίας, ορθώθηκε μπροστά του. Με πικρές τύψεις θυμήθηκε ότι ο Ιησούς είχε κλάψει και είχε αγωνιστεί ολομόναχος στην προσευχή, ενώ αυτοί που όφειλαν να Του συμπαρασταθούν στην ώρα της δοκιμασίας κοιμόντουσαν. Θυμήθηκε τη σοβαρή παραγγελία Του: «Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, δια να μη εισέλθητε εις πειρασμόν.» (Ματθ. 26:41.) Αναλογίστηκε και πάλι τη σκηνή στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ήταν σωστό μαρτύριο για τη αιματοβαμμένη του καρδιά να σκέπτεται ότι είχε προσθέσει το πιο δυσβάσταχτο φορτίο στην ταπείνωση και στη λύπη του Σωτήρα. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο του κήπου όπου ο Ιησούς αγωνιζόμενος είχε αδειάσει την ψυχή Του στον Πατέρα Του, εκεί έπεσε με το πρόσωπο κατά γηςο Πέτρος και εύχονταν να υπήρχε τρόπος να πεθάνει. ΖΧ 682.4

Ο Πέτρος ετοίμασε το δρόμο για το μεγάλο του αμάρτημα να κοιμάται, ενώ ο Ιησούς του είχε ζητήσει να άγρυπνά και να προσεύχεται. Όλοι οι μαθητές κοιμόντουσαν εκείνη την κρίσιμη ώρα και υπέστησαν μεγάλη απώλεια. Ο Χριστός γνώριζε τη μεγάλη δοκιμασία από την οποία θα περνούσαν. Γνώριζε πόσοεντατικά θα εργάζονταν ο Σατανάς για να παραλύσει τις αισθήσεις τους ώστε να βρεθούν ανέτοιμοι για τη δοκιμασία. Για αυτό και τους είχε προειδοποιήσει. Αν περνούσαν τις ώρες εκείνες στον κήπο με αγρυπνία και προσευχή, ο Πέτρος δεν θα είχε εγκαταλειφτεί στη δική του ασθενική δύναμη. Δεν θα είχε αρνηθεί τον Κύριό του. Αν οι μαθητές αγρυπνούσαν μαζί με το Χριστό την ώρα της αγωνίας Του, θα είχαν προετοιμαστεί να αντιμετωπίσουν τα σταυρικά Του πάθη. Θα είχαν έστω και μια περιορισμένη αντίληψη για τη φύση της συντριπτικής αγωνίας που περνούσε. Θα ήταν σε θέση να φέρουν στη μνήμη τους τα λόγια Του που είχε πει από πριν για τα πάθη Του, το θάνατό Του και την ανάστασή Του. Στο ζόφος της πιο κρίσιμης ώρας, μερικές ακτίνες ελπίδας θα είχαν φωτίσει το σκοτάδι και θα είχαν στηρίξει την πίστη τους. ΖΧ 683.1

Μόλις ξημέρωσε, το Συνέδριο συγκεντρώθηκε πάλι και ο Ιησούς ξαναφέρθηκε στην αίθουσα του συμβουλίου. Είχε δηλώσει ότι ήταν Υιός του Θεού. Τη δήλωσή Του αυτή τη διαστρέβλωσαν για να τη χρησιμοποιήσουν τώρα σαν κατηγορία εναντίον Του. Δεν μπορούσαν όμως να Τον καταδικάσουν βάση της δήλωσης εκείνης, επειδή πολλοί από αυτούς δεν ήταν παρόντες στη νυκτερινή διαδικασία και δεν είχαν ακούσει τα λόγια Του. Ήξεραν ακόμη ότι το ρωμαϊκό δικαστήριο δεν θα έβρισκε σε αυτά τίποτε άξιο θανάτου. Αν όλοι τους άκουγαν από τα χείλη Τουτώρα να επαναλαμβάνονται αυτά τα λόγια, μπορούσαν να επιτύχουν στο σκοπό τους. Την υπεύθυνη δήλωσή ότι Αυτός ήταν ο Μεσσίας θα την ερμήνευαν σαν στασιαστική πολιτική διεκδίκηση. ΖΧ 683.2

Τον ρώτησαν: «Σύ είσαι ο Χριστός; ειπέ πρός ημάς.» Ο Χριστός παρέμεινε σιωπηλός. Εξακολούθησαν να Τον πιέζουν με ερωτήσεις. Τελικά με βαθιά θλιμμένο ύφος απάντησε: «Εάν σας είπω, δεν θέλετε πιστεύσει εάν δε ερωτήσω, δεν θέλετε Μοι αποκριθή, ουδέ θέλετε Με απολύσει.» Για να μη τους απομείνει καμιά δικαιολογία, πρόσθεσε τη σοβαρή προειδοποίηση: «Από του νύν θέλει είσθαι ο Υιός του ανθρώπου καθήμενος εκ δεξιών της δυνάμεως του Θεού» ΖΧ 684.1

«Σύ λοιπόν είσαι Υιός του Θεού;» ρώτησαν όλοι με μιά φωνή. Αυτός τους απάντησε: «Σείς λέγετε ότι Εγώ είμαι.» Τότε φώναξαν: «Τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτυρίας; διότι ημείς ηκούσαμεν από του στόματος Αυτού.» ΖΧ 684.2

Έτσι μετά την τρίτη καταδίκη από μέρους των ιουδαϊκών αρχών, ο Ιησούς έπρεπε να θανατωθεί. Τώρα το μόνο που νόμιζαν ότι χρειάζονταν ήταν να επικυρώσουν οι Ρωμαίοι αυτή την καταδίκη και να Τον παραδώσουν στα χέρια τους. ΖΧ 684.3

Τότε ακολούθησε η τρίτη σκηνή των ύβρεων και των εμπαιγμών, χειρότερη από εκείνη που δέχτηκε από τον άξεστο όχλο. Μπροστά στην παρουσία και με τη συγκατάθεσήτων ιερέων και των αρχόντων, διαδραματίστηκε αυτή η σκηνή. Κάθε ίχνος συμπόνιας και ανθρωπιάς εξέλειπε από την καρδιά τους. Αν τα επιχειρήματά τους ήταν αδύνατα και δεν κατόρθωναν να σιγήσουν τη φωνή Του, είχαν και άλλα όπλα, σαν εκείνα που μεταχειρίστηκαν ανά τους αιώνες για να σιγήσουν τους «αιρετικούς» — τα βασανιστήρια, τη βία και το θάνατο. ΖΧ 684.4

Όταν οι δικαστές εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση εναντίον του Ιησού, τα πλήθη καταλήφθηκαν από σατανική μανία. Οι κραυγές τους έμοιαζαν σαν βρυχηθμοί αγρίων ζώων. Το πλήθος όρμησε πάνω στον Ιησού κραυγάζοντας: «Είναι ένοχος! Θανατώστε Τον!» Αν δεν επενέβαιναν οι ρωμαίοι στρατιώτες, ο Ιησούς δεν θα ζούσε για να καρφωθεί στο σταυρό του Γολγοθά. Θα είχε διαμελιστεί μπροστά στους δικαστές Του, αν δεν είχαν επέμβει οι ρωμαϊκές αρχές και δεν είχαν αναχαιτίσει τη βία του όχλου με τη δύναμη των όπλων. ΖΧ 684.5

Οι ειδωλολάτρες οργίστηκαν για τη βάναυση μεταχείριση ενός εναντίον του οποίου δεν είχε αποδειχθείτίποτε. Οι ρωμαίοι αξιωματικοί δήλωσαν ότι οι Ιουδαίοι καταπατούσαν τη ρωμαϊκή δύναμη καταδικάζοντας τον Ιησού και ότι ήταν αντίθετο ακόμη και για τον ιουδαϊκό νόμο να καταδικάσουν έναν άνθρωπο σε θάνατο χωρίς να ακούσουν την απολογία του. Αυτή η παρέμβαση έφερε μια στιγμιαία παύση στις διαδικασίες. Το μόνο σίγουρο είναιδεν είχε απομείνει ούτε ίχνος από λύπη ή ντροπή στους Ιουδαίους άρχοντες. ΖΧ 684.6

Οι ιερείς και οι ηγήτορες λησμόνησαν την αξιοπρέπεια που απαιτούσε η θέση τους και έβριζαν τον Υιό του Θεού, χρησιμοποιώντας αχρεία ονόματα. Τον χλεύαζαν για την καταγωγή Του. Ισχυρίζονταν ότι η αυθάδειά Του να διακηρύττει ότι ήταν ο Μεσσίας Τον καθιστούσε άξιο για τον πιο ατιμωτικό θάνατο. Οι πιο ακόλαστοι άνθρωποι βάλθηκαν να εξευτελίσουν το Σωτήρα με τον πιο επαίσχυντο τρόπο. Κάλυψαν στο κεφάλι Του με ένα παλιόρουχο και οι βασανιστές Του Τον ράπιζαν λέγοντας: «Προφήτευσον, τις είναι όστις Σε εκτύπησε;» Όταν κάποτε σήκωσαν το κουρέλι, ένας πανάθλιος τύπος Τον έφτυσε στο πρόσωπο. ΖΧ 685.1

Οι άγγελοι του Θεού με πιστότητα κατέγραψαν κάθε προσβλητικό βλέμμα, κάθε λέξη και πράξη κατά του αγαπημένου τους Αρχηγού. Μια μέρα οι ποταποί άνθρωποι που χλεύασαν και έφτυσαν το ήρεμο, χλωμό πρόσωπο του Χριστού, θα δουν το πρόσωπο αυτό να λάμπει σε όλη του τη δόξα, περισσότερο και από τον Ήλιο. ΖΧ 685.2