Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 74—ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 26:36-56, Μάρκ. 14:32-50, Λουκ. 22:39-53, Ιωάν. 18:1-12. ΖΧ 657.1
Συνοδευόμενος από τους μαθητές Του, ο Χριστός βάδιζε με αργά βήματα προς τον κήπο της Γεθσημανή. Η πασχαλινή πανσέληνος έλαμπε σε ένα ανέφελο ουρανό. Η πόλη με τις σκηνές των προσκυνητών ήταν βυθισμένη στη σιωπή. ΖΧ 657.2
Ο Ιησούς είχε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τους μαθητές Του και τους συμβούλευε. Καθώς πλησίαζαν στη Γεθσημανή, ξαφνικά έμεινε σιωπηλός. Συχνά είχε επισκεφτεί αυτό το μέρος για να σκεφτεί και να προσευχηθεί, αλλά ποτέ δεν είχε βρεθεί εκεί με τόσο λυπημένη καρδιά όπως το βράδυ της τελευταίας Του αγωνίας. Σε ολόκληρη την επίγεια ζωή Του είχε βαδίσει στο φώς της παρουσίας του Θεού. Όταν έρχονταν σε σύγκρουση με ανθρώπους κατεχομένους από το πνεύμα του Σατανά, μπορούσε να πει: «Ο πέμψας Με είναι μετ’ Εμού δεν Με αφήκεν ο Πατήρ μόνον διότι Εγώ κάμνω πάντοτε τα αρεστά εις Αυτόν.» (Ιωάν. 8:29.) Τώρα φαίνονταν ότι είχε αποκλειστεί από το φώς της θεϊκής παρουσίας που Τον ενίσχυε. Τώρα καταλογίζονταν με τους παραβάτες. Έπρεπε να σηκώσει την ενοχή της αμαρτωλής ανθρωπότητας. Πάνω σε Αυτόν που δεν γνώρισε την αμαρτία έπρεπε να πέσει η ανομία όλων μας. Η αμαρτία Του φαίνονταντόσο τρομερή, όσο μεγάλο είναι το βάρος της ενοχής που έπρεπε να σηκώσει. Τότε Τον κατέλαβε ο φόβος ότι θα αποκλειόταν για πάντα από την αγάπη του Πατέρα Του. Αναλογιζόμενος πόσο φοβερή είναι η οργή του Θεού για την παράβαση αναφώνησε: «Περίλυπος είναι η ψυχή Μου έως θανάτου.» ΖΧ 657.3
Καθώς πλησίαζαν στον κήπο, οι μαθητές πρόσεξαν την αλλαγή που είχε επέλθει στον Κύριό τους. Ποτέ δεν Τον είχαν δει τόσο θλιμμένο και σιωπηλό. Και όσο προχωρούσε, η θλίψη αυτή γίνονταν πιο βαθιά. Παρόλα αυτά οι μαθητές δεν τολμούσαν να ρωτήσουν την αιτία. Ταλαντεύονταν σαν να ήταν έτοιμος να πέσει. Φτάνοντας στον κήπο, αναζήτησαν ανήσυχα το συνηθισμένο τόπο της ανάπαυσης για να μπορέσει ο Κύριός τους να ξεκουραστεί. Για κάθε βήμα που έκανε κατέβαλε κοπιαστική προσπάθεια. Αγκομαχούσε σαν να υφίστατο την πίεση κάποιου φοβερού φορτίου. Δύο φορές οι σύντροφοί Του Τον συγκράτησαν διαφορετικά θα σωριάζονταν κατά γης. ΖΧ 657.4
Κοντά στην είσοδο του κήπου, άφησε όλους εκτός από τρείς μαθητές. Στους τρεις μαθητές ζήτησε να προσευχηθούν για τον εαυτό τους και για τον Ίδιο. Με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη προχώρησε στο πιο απόμερο σημείο του κήπου. Αυτοί οι τρείς μαθητές ήταν οι πιο στενοί σύντροφοι του Χριστού. Είχαν δει τη δόξα Του στο όρος της μεταμόρφωσης. Είχαν δει το Μωυσή και τον Ηλία να συνομιλούν Μαζί Του. Είχαν ακούσει τη φωνή από τον Ουρανό. Τώρα στο μεγάλο Του αγώνα ο Χριστός επιθυμούσε να έχει την παρουσία τους κοντά Του. Συχνά είχαν περάσει τη νύχτα μαζί Του σε αυτό το ήσυχο μέρος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, έπειτα από ένα διάστημα αγρυπνίας και προσευχής, μπορούσαν να κοιμηθούν ανενόχλητα σε κάποια απόσταση από τον Κύριό τους, μέχρι που Εκείνος τους ξυπνήσει το πρωί για να πάνε και πάλι να εργαστούν. Τώρα όμως η επιθυμία Του ήταν να περάσουν τη νύχτα μαζί Του προσευχόμενοι. Δεν μπορούσε όμως να υποφέρει τη σκέψη ότι θα έπρεπε να παραστούν μάρτυρες της αγωνίας που Του έμελλε να υποστεί. ΖΧ 658.1
«Μείνατε εδώ, και αγρυπνείτε μετ’ Εμού,» τους είπε. ΖΧ 658.2
Απομακρύνθηκε λίγο από αυτούς, όχι πολύ μακριά αλλά σε απόσταση που να μπορούν να Τον βλέπουν και να Τον ακούνε. Τότε, έπεσε μπρούμυτα κατά γης. Ένοιωθε ότι εξαιτίας της αμαρτίας είχε αποχωριστεί από τον Πατέρα Του. Το χάσμα ήταν τόσο τεράστιο, τόσο σκοτεινό, τόσο βαθύ, που στη σκέψη του το Πνεύμα Του φρίκιασε. Δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη θεϊκή Του δύναμη με το σκοπό να διαφύγει αυτή την αγωνία. Έπρεπε σαν άνθρωπος να υποστεί την οργή του Θεού για την ανθρώπινη αμαρτία. ΖΧ 658.3
Ο Χριστός βρέθηκε τώρα σε πολύ διαφορετική θέση από ότι βρισκόταν προηγουμένως. Τα πάθη Του μπορούν να περιγραφούν κατάλληλα με τα λόγια του προφήτη: «Ρομφαία, εξύπνησον κατά του ποιμένος Μου, και κατά του Ανδρος του συνεταίρου Μου, λέγει Κύριος των δυνάμεων.» (Ζαχ. 13:7.) Σαν αντικαταστάτης και εγγυητής του αμαρτωλού ανθρώπου, ο Χριστός υφίστατο τη θεϊκή δικαιοσύνη. Είδε τι σημαίνει δικαιοσύνη. Μέχρι τότε, Εκείνος μεσίτευε για τους άλλους. Τώρα όμως λαχταρούσε να έχει κάποιον που να μεσιτέψει για Αυτόν. ΖΧ 658.4
Καθώς ο Χριστός αισθάνθηκε τη διάσπαση της ενότητάς Του με τον Πατέρα, φοβήθηκε ότι η ανθρώπινη φύση Του δεν θα μπορούσε να αντέξει τον επικείμενο αγώνα με τις δυνάμεις του σκότους. Στην έρημο του πειρασμού είχε διακυβευτεί το πεπρωμένο της ανθρώπινης φυλής. Εκείνη τη φορά ο Χριστός βγήκε νικητής. Τώρα ο Σατανάς είχε έρθει για την τελευταία φοβερή πάλη. Για αυτή την πάλη ο Σατανάς ετοιμάζονταν τα τρία χρόνια της υπηρεσίας του Χριστού. Τώρα όλα διακυβεύονταν για αυτόν. Αν αποτύγχανε στο σημείο αυτό, η ελπίδα της κυριαρχίας του χάνονταν. Τα βασίλεια όλου του κόσμου τελικά θα περιέρχονταν στο Χριστό. Ο ίδιος θα ανατρέπονταν και θα καταστρέφονταν. Αν όμως μπορούσε να νικηθεί ο Χριστός, η Γή θα γίνονταν το βασίλειο του Σατανά και η ανθρώπινη φυλή θα καταντούσε μόνιμη κυριαρχία του. Αναλογιζόμενος την έκβαση του αγώνα, ο Χριστός φρίκιασε στη σκέψη του αποχωρισμού από το Θεό. Ο Σατανάς Του είχε πει ότι αν γίνονταν εγγυητής για τον αμαρτωλό κόσμο, ο χωρισμός Του θα ήταν αιώνιος. Θα συνταυτιζόταν με το βασίλειο του Σατανά και δεν θα ήταν ποτέ πια ένα με το Θεό. ΖΧ 659.1
Και Τι θα κέρδιζε από αυτή τη θυσία; Πόσο απελπιστική παρουσιάζονταν η ενοχή και η αχαριστία των ανθρώπων! Ο Σατανάς παρουσίασε την κατάσταση στο Λυτρωτή με τα μελανότερα χρώματα. «Ο λαός που ισχυρίζεται ότι υπερέχει από όλους τους άλλους σε κοσμικά και πνευματικά προσόντα Σε απέρριψε. Επιδιώκουν να καταστρέψουν Εσένα, το θεμέλιο, το κέντρο και τη σφραγίδα των υποσχέσεων που δόθηκαν σε αυτούς, στον ιδιαίτερο λαό. Ένας από τους ίδιους τους μαθητές Σου που άκουσε τις διδασκαλίες Σου και πρωτοστατούσε στη δράση της εκκλησίας θα Σε προδώσει. Ένας από τους ζηλωτές οπαδούς Σου θα Σε αρνηθεί. Όλοι θα Σε εγκαταλείψουν.» Με όλο Του το είναι ο Χριστός αποστρέφονταν τη σκέψη ότι εκείνοι τους οποίους είχε αναλάβει να σώσει, εκείνοι τους οποίους υπεραγαπούσε, θα συμμετείχαν στις μηχανορραφίες του Σατανά. Αυτό μάτωνε την ψυχή Του. Η πάλη ήταν τρομερή. Περιλάμβανε την ενοχή του έθνους Του, των κατηγόρων Του και του προδότη Του, την ενοχή ενός κόσμου βυθισμένου στην ανομία. Οι αμαρτίες των ανθρώπων βάραιναν αβάσταχτα το Χριστό και η συναίσθηση της οργής του Θεού κατά της αμαρτίας συνέτριβε τη ζωή Του. ΖΧ 659.2
Παρατηρείστε τον Ιησού να αναλογίζεται την τιμή που πρέπει να καταβληθεί για την ανθρώπινη ψυχή. Μέσα στην αγωνία Του προσκολλάται στο κρύο έδαφος, σαν για να προσπαθεί να εμποδίσει την περεταί ρω απομάκρυνσή Του από το Θεό. Η ψυχρή δροσιά της νύχτας πέφτει στο γονυκλινές σώμα Του, αλλά Αυτός δεν το προσέχει. Από τα ωχρά χείλη Του ξεφεύγει μια κραυγή: «Πάτερ Μου, εάν ήναι δυνατόν, ας παρέλθη απ’ Εμού το ποτήριον τούτο.» Αλλά αμέσως προσθέτει: «Πλήν ουχί ως Εγώ θέλω, αλλ’ ως Σύ.» ΖΧ 659.3
Η ανθρώπινη καρδιά λαχταρά για συμπάθεια όταν υποφέρει. Αυτή τη λαχτάρα ένοιωσε ο Χριστός στα τρίσβαθα της ύπαρξής Του. Στη μεγαλύτερη αγωνία που γνώρισε η ψυχή Του, πλησίασε τους μαθητές Του με ζωηρή επιθυμία να ακούσει μερικά παρηγορητικά λόγια από εκείνους τους οποίους τόσο συχνά είχε ευλογήσει και παρηγορήσει, ενώ ταυτόχρονα τους είχε διαφυλάξει από λύπες και στεναχώριες. Εκείνος που πάντοτε έβρισκε παρηγορητικά λόγια για αυτούς, τώρα περνούσε μια υπεράνθρωπη αγωνία και λαχταρούσε να ξέρει ότι και αυτοί προσεύχονταν για Εκείνον και για τον εαυτό τους. Με πόσο μελανά χρώματα παρουσιάζονταν η κακεντρέχεια της αμαρτίας! Τον πίεζε φοβερά ο πειρασμός να εγκαταλείψει την ανθρώπινη φυλή, να υποστεί τις συνέπειες της ενοχής της και να διατηρήσει Εκείνος την αθωότητά Του ενώπιον του Θεού. Αν μπορούσε μόνο να ξέρει ότι οι μαθητές Του το καταλάβαιναν αυτό και το εκτιμούσαν, θα έπαιρνε δύναμη. ΖΧ 660.1
Καταβάλλοντας κοπιαστικές προσπάθειες, σηκώθηκε και με κλονισμένα βήματα πήγε στο μέρος όπου είχε αφήσει τους συντρόφους Του. Αλλά «ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους.» Αν τους είχε βρει να προσεύχονται, θα είχε ανακουφιστεί. Αν είχαν ζητήσει να καταφύγουν στο Θεό ώστε οι σατανικές δυνάμεις να μη τους καταβάλουν, θα είχε παρηγορηθεί με τη σταθερότητα της πίστης τους. Αλλά δεν είχαν δώσει προσοχή στις επανειλημμένες προειδο-ποιήσεις, «Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε.» Στην αρχή ταράχθηκαν όταν είδαν τον Κύριό τους, συνήθως τόσο ήρεμο και μεγαλοπρεπή, να παλεύει με μια εντελώς ακατανόητη για αυτούςλύπη. Είχαν προσευχηθεί όταν άκουσαν τις γοερές κραυγές του βασανισμένου Σωτήρα. Δεν είχαν την πρόθεση να εγκαταλείψουν τον Κύριό τους, αλλά φαίνονταν σαν να είχαν παραλύσει από μια νάρκη που θα μπορούσαν να αποτινάξουν, μόνο αν συνέχιζαν να ικετεύουν το Θεό. Δεν κατάλαβαν την ανάγκη της αγρυπνίας και της ένθερμης προσευχής προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον πειρασμό. ΖΧ 660.2
Ακριβώς πρινκατευθύνει τα βήματά Του προς τον κήπο της Γεθσημανή, ο Ιησούς είχε πει στους μαθητές Του: «Πάντες θέλετε σκανδαλισθή εν Εμοί την νύκτα ταύτην.» Του είχαν δώσει την ακράδαντη διαβεβαίωση ότι θα πήγαιναν μαζί Του στη φυλακή, ακόμη και στο θάνατο. Και ο ταλαίπωρος, ο γεμάτος εμπιστοσύνη στον εαυτό του Πέτρος είχε προσθέσει: «Και αν πάντες σκαν δαλισθώσιν, εγώ όμως ουχί.» (Μάρκ. 14:27, 29.) Οι μαθητές είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Δεν ατένιζαν στον κραταιό Βοηθό, όπως ο Χριστός τους είχε συμβουλέψει να κάνουν. Έτσι, όταν ο Σωτήρας είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τη συμπάθεια και τις προσευχές τους, τους βρήκε να κοιμούνται. Ακόμη και ο Πέτρος κοιμόταν. ΖΧ 660.3
Και Ο Ιωάννης, ο αγαπητός μαθητής, είχε πέσει στο στήθος του Ιησού και κοιμόταν και αυτός. Ασφαλώς και η αγάπη του Ιωάννη για τον Κύριό Του έπρεπε να τον είχε κρατήσει ξύπνιο. Οιένθερμες προσευχές του έπρεπε να σμίξουν με τις προσευχές του αγαπημένου του Σωτήρα την ώρα εκείνη της υπέρτατης λύπης. Ο Λυτρωτής είχε περάσει ολόκληρες νύχτες προσευχόμενος για τους μαθητές Του, ώστε να μη εκλείψει η πίστη τους. Αν τώρα ο Ιησούς υπέβαλλε στον Ιάκωβο και στον Ιωάννη την ερώτηση που κάποτε τους είχε υποβάλει: «Δύνασθε να πίητε το ποτήριον, το οποίον Εγώ μέλλω να πίω, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα, το οποίον Εγώ βαπτίζομαι; » δεν θα είχαν την τόλμη να απαντήσουν, «Δυνάμεθα »(Ματθ. 20:22.) ΖΧ 661.1
Οι μαθητές ξύπνησαν από τη φωνή του Ιησού, αλλά δυσκολεύτηκαν να Τον αναγνωρίσουν. Τόσο είχε αλλοιωθεί η μορφή Του από την αγωνία. Απευθυνόμενος στον Πέτρο, ο Ιησούς είπε: «Σίμων, κοιμάσαι; δεν ηδυνήθης μίαν ώραν να αγρυπνήσης; Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε δια να μη εισέλθητε εις πειρασμόν το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής.» Η αδυναμία των μαθητών προκάλεσε τη συμπόνοια του Ιησού. Φοβήθηκε ότι δεν θα ήταν ικανοί να αντέξουν στη δοκιμασία την οποία θα προξενούσε η προδοσία και ο θάνατός Του. Δεν τους επέπληξε, μόνο τους είπε: «Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε δια να μη εισέλθητε εις πειρασμόν.» Ακόμη και μέσα στη μεγάλη Του αγωνία προσπαθούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία τους. «Το μέν πνεύμα πρόθυμον» είπε,«η δε σάρξ ασθενής.» ΖΧ 661.2
Και πάλι ο Υιός του Θεού καταλήφθηκε από υπεράνθρωπη αγωνία. Μισολιπόθυμος και εξαντλημένος, γύρισε με κλονισμένα βήματα στον τόπο της προηγούμενης πάλης Του. Ο πόνος Του ήταν μεγαλύτερος από πριν. Καταλήφθηκε από μεγάλο ψυχικό άγχος και «έγεινεν ο ιδρώς Αυτού ως θρόμβοι αίματος, καταβαίνοντες εις την γήν». Τα κυπαρίσσια και τα φοινικόδεντρα έγιναν οι σιωπηλοί μάρτυρες της αγωνίας Του. Από τις πυκνές φυλλωσιές τους έσταζαν χοντρές στάλες δροσιάς πάνω στο καταβλημένο σώμα Του, σαν να έκλαιγε και η φύση για το Δημιουργό της που πάλευε μόνος Του ενάντια στις δυνάμεις του σκότους. ΖΧ 661.3
Πριν λίγο ακόμη, ο Ιησούς είχε ορθωθεί σαν μεγαλόπρεπος κέδρος, αντιμετωπίζοντας την καταιγίδα της αντίδρασης που ξέσπασε με μανία επάνω Του. Με ακατανίκητη ισχυρογνωμοσύνη και με καρδιά ξέχειλη από κακεντρέχεια και πανουργία, οι άνθρωποι είχαν αγωνιστεί μάταια να Τον φέρουν σε αμηχανία και να Τον καταβάλουν. Στάθηκε ακλόνητος με θεϊκή μεγαλοπρέπεια σαν Υιός του Θεού. Τώρα όμως έμοιαζε σαν καλάμι που ανεμοδέρνεται και παραπαίει μέσα στη μανιασμένη θύελλα. Πλησίαζε στην αποπεράτωση του έργου Του θριαμβευτής, έχοντας κερδίσει σε κάθε Του βήμα τη νίκη κατά των δυνάμεων του σκότους. Σαν να είχε ήδη δοξαστεί, είχε δηλώσει ότι ήταν ένας με τον Πατέρα. Με σταθερή φωνή είχε ψάλλει ύμνους δοξολογίας. Είχε μιλήσει στους μαθητές Του με ενθαρρυντικά και τρυφερά λόγια. Τώρα όμως είχε φθάσει η ώρα των δυνάμεων του σκότους. Τώρα η φωνή Του ακούγονταν μέσα στη ησυχία της νύχτας θριαμβευτικά, αλλά πνιγμένη από την ανθρώπινη αγωνία Τα λόγια του Σωτήρα έφθασαν στα αυτιά των νυσταγμένων μαθητών: «Πάτερ Μου, εάν δεν ήναι δυνατόν, τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ’ Εμού, χωρίς να πίω αυτό, γεννηθήτω το θέλημά Σου». ΖΧ 662.1
Η πρώτη σκέψη των μαθητών ήταν να πάνε κοντά Του αλλά τους είχε πει να μείνουν εκεί και να αγρυπνούν μαζί Του προσευχόμενοι. Όταν τους πλησίασε ο Χριστός, τους βρήκε να κοιμούνται ακόμη. Πάλι αισθάνθηκε μεγάλη ανάγκη για λίγη συντροφιά, για μερικά λόγια από τους μαθητές Του που θα Του έφερναν ανακούφιση και θα διέλυαν το σκοτάδι που λίγο έλειψε για να Τον καταβάλει. Τα βλέφαρά τους βάραιναν από τη νύστα «και δεν ήξευρον τι να αποκριθώσι προς Αυτόν». Η παρουσία Του τους ξύπνησε. Είδαν το πρόσωπό Του αυλακωμένο από το ματωμένο ιδρώτα της αγωνίας και φοβήθηκαν. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την αγωνία της ψυχής Του. «Ήτο το πρόσωπον Αυτού άδοξον παρά παντός ανθρώπου, και το είδος Αυτού, παρά των υιών των ανθρώπων». (Ησ. 52:14.) ΖΧ 662.2
Απομακρυσμένος ο Ιησούς αναζήτησε και πάλι το καταφύγιό Του και έπεσε κατά πρόσωπο,φοβισμένος από το μεγάλο σκότος που Τον περιέβαλλε. Η ανθρώπινη φύση του Υιού του Θεού έτρεμε την ώρα της δοκιμασίας. Την ώρα αυτή δεν προσεύχονταν για τους μαθητές Του ώστε μη εκλείψει η πίστη τους, αλλά για τη δική Του δοκιμαζόμενη, αγωνιζόμενη ψυχή. Είχε φτάσει η τρομερή στιγμή, η αποφασιστική στιγμή της τύχης του κόσμου. Η μοίρα της ανθρωπότητας έτρεμε πάνω στην πλάστιγγα. Ο Χριστός μπορούσε ακόμη και τώρα να αρνηθεί να πιεί το ποτήρι που ανήκε στον ένοχο άνθρωπο. Δεν ήταν ακόμη πολύ αργά. Μπορούσε να σκουπίσει τον αιματηρό ιδρώτα από το μέτωπό Του και να αφήσει τον άνθρωπο να πεθάνει μέσα στην παρανομία του. Μπορούσε να πει:«Ας υποστεί ο παραβάτης την τιμωρία της αμαρτίας του. Εγώ επιστρέφω στον Πατέρα Μου.» Θα έπινε άραγε ο Υιός του Θεού το πικρό ποτήρι της ταπείνωσης και της αγωνίας; Θα υφίστατο ο αθώος τις συνέπειες της κατάρας της αμαρτίας για να σώσει τον ένοχο; Από τα τρεμάμενα χείλη του Ιησού βγήκαν τα λόγια: «Πάτερ Μου, εάν δεν ήναι δυνατόν τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ’ Εμού, χωρίς να πίω αυτό, γεννηθήτω το θέλημά Σου.» ΖΧ 662.3
Τρείς φορές επανέλαβε εκείνητην προσευχή. Τρείς φορές η ανθρώπινη φύση οπισθοχώρησε μπροστά στην τελική αποκορυφωτική θυσία. Τη στιγμή αυτή η ιστορία της ανθρώπινης φυλής παρουσιάζεται μπροστά στο Λυτρωτή του κόσμου. Βλέπει ότι οι παραβάτες του νόμου, αν αφεθούν μόνοι τους, θα χαθούν. Βλέπει την ανικανότητα του ανθρώπου. Βλέπει τη δύναμη της αμαρτίας. Οι στεναγμοί και οι θρήνοι ενός καταδικασμένου κόσμου υψώνονται μπροστά Του. Βλέπει ποιά θα ήταν η μοίρα του κόσμου και παίρνει την απόφαση. Θα σώσει τον άνθρωπο, όσο και αν Του στοιχίσει αυτό. Δέχεται το βάπτισμα του αίματος, ώστε μέσω Αυτού, τα εκατομμύρια ανθρώπων που χάνονται να κερδίσουν την αιώνια ζωή. Άφησε τις ουράνιες αυλές όπου όλα είναι βυθισμένα στην αγνότητα, στην ευτυχία και στην δόξα, για να σώσει το ένα απολωλός πρόβατο, τον κόσμο που έπεσε στην αμαρτία.Δεν θα εγκαταλείψει την αποστολή Του. Θα γίνει ο εξιλασμός της φυλής που εθελοντικά προτίμησε να αμαρτήσει. Η προσευχή Του τώρα δηλώνει μονάχα υποταγή: «Εάν δεν ήναι δυνατόν τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ’ Εμού, χωρίς να πίω αυτό, γενηθήτω το θέλημά Σου.» ΖΧ 663.1
Παίρνοντας την απόφαση, έπεσε ημιθανής πάνω στο έδαφος από το οποίο είχε ελαφρά ανασηκωθεί. Που είναι τώρα οι μαθητές Του να συγκρατήσουν με τρυφερότητα το κεφάλι του αποκαμωμένου Κυρίου τους και να δροσίσουν το μέτωπο Του που είχε παραμορφωθεί χειρότερα από τους παραμορφωμένους ανθρώπους; Ο Σωτήρας υπέφερε μόνος Του και κανείς από τους ανθρώπους δεν βρέθηκε κοντά Του. ΖΧ 663.2
Αλλά Ο Θεός όμως υπέφερε μαζί με τον Υιό Του. Άγγελοι παρακολουθούσαν την αγωνία του Σωτήρα. Είδαν τον Κύριό τους περικυκλωμένο από λεγεώνες σατανικών δυνάμεων και ένα φρικιαστικό, μυστηριακό τρόμο να καταπιέζει την ύπαρξή Του. Στον Ουρανό βασίλευε απόλυτη σιγή. Καμιά άρπα δεν αγγίχτηκε. Αν οι θνητοί μπορούσαν να δουν την κατάπληξη των αγγελικών στρατιών καθώς παρακολουθούσαν με σιωπηλή θλίψη τον Πατέρα να αποσύρει τις ακτίνες του φωτός, της αγάπης και της δόξας από τον αγαπητό Του Υιό, θα μπορούσαν να καταλάβουν καλύτερα πόσο αποκρουστική είναι η αμαρτία στα μάτια Του. ΖΧ 664.1
Οι αναμάρτητοι κόσμοι και οι ουράνιοι άγγελοι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον καθώς η διαμάχη πλησίαζε στο τέλος της. Ο Σατανάς και η συνομοσπονδία του κακού, οι λεγεώνες της αποστασίας, παρακολουθούσαν εντατικά τη μεγάλη αυτή κρίση του απολυτρωτικού έργου. Οι δυνάμεις του καλού και του κακού περίμεναν να δουν ποιά θα ήταν η απάντηση στην προσευχή που επανέλαβε τρείς φορές ο Χριστός. Οι άγγελοι λαχταρούσαν να φέρουν ανακούφιση στη θεϊκή ύπαρξη που υπέφερε, αλλά αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Κανένα μέσο αποφυγής δεν προμηθεύτηκε για τον Υιό του Θεού. Σε αυτή τη φοβερά κρίσιμη ώρα, όταν το πάν διακινδύνευε, όταν το μυστηριώδες ποτήρι έτρεμε στα χέρια του μάρτυρα, άνοιξαν οι Ουρανοί. Ένα φώς έλαμψε μέσα στα άγρια σκοτάδια αυτής της μοναδικής ώρας. Ο ισχυρός άγγελοςπου στέκεται στην παρουσία του Θεού κατέχοντας τη θέση του αποστάτη Σατανά, ήρθε πλάι στο Χριστό. Ο άγγελος δεν ήρθε για να πάρει το ποτήρι από τα χέρια του Χριστού, αλλά για να Τον ενισχύσει να το πιεί, διαβεβαιώνοντας Τον για την αγάπη του Πατέρα. Ήρθε να δώσει δύναμη στο Θεάνθρωπο ικέτη. Του έδειξε τους ανοικτούς Ουρανούς και Του μίλησε για τις ψυχές που θα σώζονταν σαν αποτέλεσμα των παθών Του. Τον διαβεβαίωσε ότι ο Πατέρας Του ήταν μεγαλύτερος και ισχυρότερος από το Σατανά, ότι ο θάνατός Του θα είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατατρόπωση του Σατανά και ότι η βασιλεία αυτού του κόσμου θα δίνονταν στους αγίους του Υψίστου. Του είπε ότι θα έμενε ικανοποιημένος όταν έβλεπε τους καρπούς του πόνου της ψυχής Του επειδή θα αντίκριζεένα μεγάλο πλήθος λυτρωμένων, αιωνίως λυτρωμένων από την ανθρώπινη φυλή. ΖΧ 664.2
Η αγωνία του Χριστού δεν έληξε, αλλά η κατάπτωση και η απογοήτευση Τον άφησαν. Η θύελλα με κανένα τρόπο δεν κόπαζε, αλλά Αυτός που ήταν ο στόχος της είχε ενδυναμωθεί για να αντιμετωπίσει τη μανία της. Προχωρούσε τώρα ήρεμος και γαλήνιος. Μια ουράνια ειρήνη αναπαύονταν στο αιματοβαμμένο πρόσωπό Του. Υπέφερε όσο καμιά ανθρώπινη ύπαρξη μπορούσε ποτέ να υποφέρει επειδή είχε γευτεί τα πάθη του θανάτου όλων γενικά των ανθρώπων. ΖΧ 664.3
Οι κοιμισμένοι μαθητές ξύπνησαν ξαφνικά από το φώς που περιέβαλλε το Σωτήρα. Είδαν τον άγγελο να σκύβει πάνω από το γονατισμένο Κύριό τους. Τον είδαν να ανασηκώνει το κεφάλι του Σωτήρα στο στήθος του και να δείχνει προς τον Ουρανό. Άκουσαν τη φωνή του, σαν την πιο γλυκιά μουσική, να προφέρει λόγια παρηγοριάς και ελπίδας. Οι μαθητές ξαναθυμήθηκαν τη σκηνή πάνω στο όρος της Μεταμόρφωσης. Θυμήθηκαν επίσης τη δόξα που είχε περιβάλει στο ναό τον Ιησού, καθώς και τη φωνή του Θεού που είχε μιλήσει από το σύννεφο. Και πάλι τώρα αποκαλύφθηκε η ίδια εκείνη δόξα, δεν φοβόταν πια για τον Κύριό τους. Βρίσκονταν κάτω από τη φροντίδα του Θεού. Ένας ισχυρός άγγελος είχε σταλεί να Τον προστατεύσει. Οι μαθητές και πάλι από την κούραση τους παραδόθηκαν στην περίεργη εκείνη νάρκη που τους είχε καταλάβει. Πάλι ο Χριστός τους βρήκε να κοιμούνται. ΖΧ 665.1
Κοιτάζοντάς τους λυπημένα είπε: «Κοιμάσθε το λοιπόν και αναπαύεσθε ιδού επλησίασεν η ώρα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών.» ΖΧ 665.2
Ακόμη δεν είχε τελειώσει τα λόγια Του, όταν ακούστηκαν τα βήματα του όχλου που Τον αναζητούσε. Τότε είπε: «Εγέρθητε, ας υπάγωμεν ιδού επλησίασεν ο παραδίδων Με.» ΖΧ 665.3
Κανένα ίχνος από την πρόσφατη αγωνία Του δεν διακρίνονταν καθώς ο Ιησούς προχωρούσε για να συναντήσει τον προδότη Του. Στάθηκε μπροστά από τους μαθητές Του και ρώτησε: «Τίνα ζητείτε;» Εκείνοι απάντησαν: «Ιησούν τον Ναζωραίον.» Ο Ιησούς πρόσθεσε: «Εγώ είμαι.» Καθώς είπε αυτά τα λόγια, ο άγγελος που προηγουμένως είχε σταλεί για να υπηρετήσει το Χριστό, στάθηκε ανάμεσα σε Αυτόν και στον όχλο. Ένα θείο φώς φώτισε τη μορφή του Σωτήρα και ένα σχήμα περιστεριού Τον επισκίασε. Μπροστά σε αυτή τη θεϊκή δόξα το εγκληματικό πλήθος δεν μπορούσε να σταθεί ούτε μια στιγμή. Οπισθοχώρησαν. Ιερείς, πρεσβύτεροι, στρατιώτες, ακόμη και αυτός ο Ιούδας, έπεσαν στο χώμα σαν νεκροί. ΖΧ 665.4
Ο άγγελος αποσύρθηκε και το φώς εξαφανίστηκε. Ο Ιησούς είχε την ευκαιρία να διαφύγει, παρέμεινε όμως νηφάλιος και κυρίαρχος του εαυτού του. Έστεκε σαν να είχε στεφθεί με δόξα ανάμεσα στο σκληροτράχηλο πλήθος που βρισκόταν τώραπεσμένο και ανίσχυρο στα πόδια Του. Οι μαθητές παρακολουθούσαν σιωπηλοί με θαυμασμό και δέος. ΖΧ 665.5
Γρήγορα όμως η σκηνή άλλαξε. Ο όχλος σηκώθηκε και προχωρούσε. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες, οι ιερείς και ο Ιούδας τριγύρισαν το Χριστό. Φαίνονταν ντροπιασμένοι για την αδυναμία τους και φοβισμένοι ότι θα τους διέφευγε. Και πάλι ο Λυτρωτής ρώτησε «Τίνα ζητείτε;» Είχαν κάθε απόδειξη ότι Αυτός που στέκονταν μπροστά τους ήταν ο Υιός του Θεού, αλλά δεν ήθελαν να πεισθούν. Στην ερώτηση, «Τίνα ζητείτε;» και πάλι απάντησαν, «Ιησούν τον Ναζωραίον.» Ο Σωτήρας τότε είπε: «Σας είπον ότι Εγώ είμαι Εάν λοιπόν Εμέ ζητείτε, αφήσατε τούτους να υπάγωσι.» Και λέγοντας αυτά, έδειξε τους μαθητές Του. Ή ξ ε ρ ε πόσο αδύνατη ήταν η πίστη τους και προσπαθούσε να τους προστατεύσει από τον πειρασμό και τη δοκιμασία. Γι’ αυτούς ήταν έτοιμος να θυσιαστεί. ΖΧ 666.1
Ο Ιούδας ο προδότης, δε λησμόνησε το ρόλο που είχε να παίξει. Όταν ο όχλος μπήκε στον κήπο, εκείνος είχε υποδείξει το δρόμο, ακολουθούμενος από τον αρχιερέα. Το σημάδι που είχε δώσει στους διώκτες του Ιησού ήταν: «Όντινα φιλήσω, Αυτός είναι Αυτόν πιάσατε.» Τώρα έκανε πως δεν είχε σχέση μαζί τους. Πλησιάζοντας το Χριστό, πήρε το χέρι Του σαν ένας στενός φίλος. Με τα λόγια, «Χαίρε, Ραββί,» Τον φίλησε επανειλημμένα και φάνηκε να δακρύζει δήθεν από συμπάθεια για τον κίνδυνο που Τον απειλούσε. ΖΧ 666.2
Ο Ιησούς του είπε: «Φίλε, δια τι ήλθες;» Η φωνή Του έτρεμε από τη συγκίνηση καθώς πρόσθετε: «Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου;» Αυτή η ερώτηση που του απηύθυνε θα έπρεπε να ξυπνήσει τη συνείδηση του προδότη και να αγγίξει την ισχυρογνώμονη καρδιά του αλλά η τιμή, η αφοσίωση και τα ανθρώπινα τρυφερά αισθήματα τον είχαν εγκαταλείψει. Παρέμενε θρασύς και προκλητικός χωρίς να παρουσιάζει καμιά πρόθεση να αλλάξει. Είχε παραδοθεί στο Σατανά και δεν είχε τη δύναμη να του αντισταθεί. Ο Ιησούς δεν απώθησε το φίλημα του προδότη. ΖΧ 666.3
Ο όχλος αποθρασύνθηκε όταν είδε τον Ιούδα να αγγίζει το πρόσωπο Εκείνου ο οποίος μόλις προ ολίγου είχε δοξαστεί μπροστά στα μάτια τους. Τότε συνέλαβαν τον Ιησού και άρχισαν να δένουν τα πολύτιμα χέρια που είχαν πάντα χρησιμοποιηθεί για να κάνουν το καλό. ΖΧ 666.4
Οι μαθητές νόμισαν ότι ο Κύριός τους δεν θα επέτρεπε στον όχλο να Τον συλλάβουν. Πίστευαν ότι η ίδια δύναμη που έκανε τον όχλο να πέσουν κάτω σαν νεκροί, μπορούσε να τους κρατήσει ακίνητους μέχρι ο Χριστός και οι σύντροφοί Του να μπορέσουν να διαφύγουν. Απογοητεύθηκαν και αγανάκτησαν όταν είδαν να φέρνουν τα σχοινιά για να δέσουν Εκείνον που αγαπούσαν. Πάνω στο θυμό του ο Πέτρος τράβηξε βιαστικά το μαχαίρι του και προσπάθησε να υπερασπισθεί τον Κύριό του, αλλά έκοψε μόνο το αυτί του δούλου του αρχιερέα. Όταν ο Ιησούς είδε αυτό που έγινε, απελευθέρωσε τα χέρια Του, αν και τα κρατούσαν σφιχτά οι ρωμαίοι στρατιώτες και είπε: «αφίσατε έως τούτου». Αμέσως άγγιξε το τραυματισμένο αυτί και αυτό θεραπεύτηκε αμέσως. Τότε είπε στον Πέτρο: «Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις τον τόπον αυτής διότι πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν, δια μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή ή νομίζεις ότι δεν δύναμαι να παρακαλέσω τον Πατέρα Μου, και θέλει στήσει πλησίον Μου περισσοτέρους παρά δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;» - μια λεγεώνα στη θέση κάθε μαθητή. Οι μαθητές σκέφτηκαν: «Γιατί δεν σώζει τον εαυτό Του και μας;» Απαντώντας σε αυτή την ενδόμυχη σκέψη, ο Ιησούς πρόσθεσε: «Πώς λοιπόν θέλουσι πληρωθεί αι γραφαί, ότι ούτω πρέπει να γείνη;» «Το ποτήριον το οποίον Μοι έδωκεν ο Πατήρ, δεν θέλω πίει αυτό;» ΖΧ 666.5
Η αξιοπρέπεια που όφειλε να χαρακτηρίζει τους Ιουδαίους άρχοντες δεν τους εμπόδισε να συμμετάσχουν στην καταδίωξη του Ιησού. Η σύλληψή Του είχε πολύ μεγάλη σημασία για να την εμπιστευθούν στους υφιστάμενους τους. Οι δόλιοι ιερείς και πρεσβύτεροι ενώθηκαν με τους στρατηγούς του ναού και με τον όχλο, ακολουθώντας τον Ιούδα στη Γεθσημανή. Με τι είδους συντροφιά ενώθηκαν οι επισημότητες εκείνες! Με έναν άξεστο όχλο, έξαλλο από έξαψη και οπλισμένο με σύνεργαόλων των ειδών σαν να καταδίωκαν ένα άγριο θηρίο. ΖΧ 667.1
Στρεφόμενος στους ιερείς και πρεσβυτέρους, ο Ιησούς κάρφωσε το ερευνητικό Του βλέμμα επάνω τους. Τα λόγια που τους είπε δεν θα τα ξεχνούσαν όσο ζούσαν. Ήταν σαν τα αιχμηρά βέλη του Παντοκράτορα. Ιερόπρεπα τους είπε: «Ήρθατε εναντίον Μου με μαχαίρια και ξύλα σαν να ήμουν κλέφτης ή ληστής. Κάθε μέρα καθόμουν και δίδασκα στο ναό. Είχατε κάθε ευκαιρία να Με συλλάβετε αλλά δεν κάνατε τίποτε. Η νύχτα ταιριάζει περισσότερο με τα έργα σας.» «Αλλ’ αυτή είναι η ώρα σας και η εξουσία του σκότους.» ΖΧ 667.2
Οι μαθητές τρομοκρατήθηκαν όταν είδαν τον Ιησού να επιτρέπει να Τον συλλάβουν και να Τον δένουν. Προσβλήθηκαν για τον εξευτελισμό στον οποίο εξέθετε τον Εαυτό του. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη στάση Του και δεν Τον δικαίωναν που υποτάχθηκε στον όχλο. Μέσα στην αγανάκτηση και στο φόβο τους, ο Πέτρος πρότεινε να κοιτάξουν να σώσουν τον εαυτό τους. Ακολουθώντας την υπόδειξή του, «αφήσαντες Αυτόν πάντες έφυγαν.» Ο Χριστός όμως είχε δει εκ των προτέρων αυτή την εγκατάλειψη. Τους είχε πει: «Ιδού, έρχεται ώρα και ήδη ήλθε, να σκορπισθήτε έκαστος εις τα ίδια, και να αφήσητε Εμέ μόνον αλλά δεν είμαι μόνος, διότι ο Πατήρ είναι μετ’ Εμού.» (Ιωάν. 16:32.) ΖΧ 667.3