Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 66—ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 22:15-46,
Μάρκ. 12:13-40, Λουκ. 20:20-47.
ΖΧ 570.1
Οι ιερείς και οι άρχοντες είχαν ακούσει σιωπηλοί τις αυστηρές επιπλήξεις του Χριστού. Δεν μπορούσαν να αντικρούσουν τις κατηγορίες Του. Έγιναν όμως πιο αποφασιστικοί να Τον παγιδέψουν. Για το σκοπό αυτό, έστειλαν κατασκόπους, «υποκρινομένους ότι είναι δίκαιοι, επί σκοπώ να πιάσωσιν Αυτόν από λόγου, δια να παραδώσωσιν Αυτόν εις την αρχήν και εις την εξουσίαν του ηγεμόνος». Δεν έστειλαν τους ηλικιωμένους Φαρισαίους τους οποίους ο Χριστός συχνά είχε συναντήσει, αλλά ένθερμους νέους και ζηλωτές τους οποίους πίστευαν ότι ο Χριστός δεν γνώριζε και τους συνόδευαν μερικοί από τους Ηρωδιανούς. Σκοπός της παρουσίας των Ηρωδιανών ήταν να παραβρεθούν εκεί, να ακούσουν τα λόγια του Χριστού και να μαρτυρήσουν εναντίον Του στο δικαστήριο. Οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί ήταν άσπονδοι εχθροί, αλλά η αμοιβαία έχθρα εναντίον του Χριστού τους ένωσε. ΖΧ 570.2
Οι Φαρισαίοι αγανακτούσαν ανέκαθεν για τη φορολογία που τους επέβαλαν οι Ρωμαίοι. Υποστήριζαν ότι η επιβολή φορολογίας ήταν αντίθετη στο νόμο του Θεού. Τώρα χρησιμοποίησαν αυτό σαν ευκαιρία για να στήσουν παγίδα στο Χριστό. Οι κατάσκοποι ήρθαν σε Αυτόν και με φαινομενική ειλικρίνεια επιθυμούσαν δήθεν να γνωρίσουν το καθήκον τους. Εκείνοι είπαν: «Διδάσκαλε, εξεύρομεν ότι αληθώς ομιλείς και διδάσκεις, και δεν βλέπεις εις πρόσωπον, αλλ’ επ’ αλήθειας την οδόν του Θεού διδάσκεις. Είναι συγκεχωρημένον εις ημάς να δώσωμεν φόρον εις τον Καίσαρα, ή ουχί;» ΖΧ 570.3
Τα λόγια «εξεύρομεν ότι ορθώς ομιλείς και διδάσκεις,» αν ήταν αληθινά, θα αποτελούσαν μια θαυμάσια ομολογία. Ειπώθηκαν όμως με σκοπό να εξαπατήσουν. Οπωσδήποτε περιέκλειαν μία πραγματική μαρτυρία. Οι Φαρισαίοι γνώριζαν ότι ο Χριστός μιλούσε και δίδασκε ορθά και από αυτή τη μαρτυρία τους θα κριθούν μια μέρα. ΖΧ 570.4
Εκείνοι που υπέβαλαν την ερώτηση στον Ιησού νόμιζαν ότι είχαν καταφέρει να αποκρύψουν το σκοπό τους. Ο Ιησούς όμως διάβασε τις καρδιές τους σαν ανοικτό βιβλίο και διασάλπισε την υποκρισία τους. «Τι Με πειράζετε;» τους είπε. Δείχνοντάς τους ότι διάβασε τους κρυφούς σκοπούς τους, τους έδωσε ακόμη ένα πρόσθετο στοιχείο που αυτοί δεν είχαν ζητήσει. Βρέθηκαν σε μεγαλύτερη αμηχανία όταν Εκείνος πρόσθεσε: «Δείξατε Μοι δηνάριον.» Του έφεραν ένα δηνάριο, και τότε τους ρώτησε: «Τίνος εικόνα έχει και επιγραφήν;» Αυτοί αποκρίθηκαν: «Του Καίσαρος.» Δείχνοντάς τους την επιγραφή πάνω στο κέρμα, ο Ιησούς είπε: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν.» ΖΧ 571.1
Οι κατάσκοποι περίμεναν ο Ιησούς να απαντήσει άμεσα στην ερώτησή τους με ένα ναι ή με ένα όχι. Αν έλεγε ότι ήταν παράνομο να δώσουν φόρο στον Καίσαρα, θα μπορούσε να καταγγελθεί στις ρωμαϊκές αρχές και να συλληφθεί σαν υποκινητής επανάστασης. Σε περίπτωση που θα έλεγε πάλι ότι ήταν νόμιμο να πληρώνουν φόρο, θα Τον κατηγορούσαν στο λαό ότι ενεργούσε αντίθετα στο νόμο του Θεού. Τώρα είδαν ότι μπερδεύτηκαν και βγήκαν ηττημένοι. Τα σχέδιά τους ανατράπηκαν. Ο λακωνικός τρόπος με τον οποίο είχε διακανονιστεί το ερώτημά τους δεν τους πρόσφερε έδαφος να πουν τίποτε περισσότερο. ΖΧ 571.2
Η απάντηση του Χριστού δεν ήταν υπεκφυγή, αλλά μια ειλικρινής απόκριση στην ερώτηση. Κρατώντας στο χέρι Του το ρωμαϊκό κέρμα πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένα το όνομα και η προσωπογραφία του Καίσαρα, δήλωσε ότι όσο ζούσαν κάτω από την προστασία της ρωμαϊκής δύναμης, θα έπρεπε να αποδίδουν σε εκείνη τη δύναμη την υποστήριξη που απαιτούσε, εφόσον αυτό δεν έρχονταν σε αντίθεση με κάποιο ανώτερο καθήκον. Ενώ υποτάσσονταν ήσυχα στους νόμους της χώρας, όφειλαν πάντοτε να δίνουν την προτεραιότητα της υποταγής στο Θεό. ΖΧ 571.3
Τα λόγια του Σωτήρα «Απόδοτε ... τα του Θεού εις τον Θεόν,» ήταν ένας αυστηρός έλεγχος για τους ραδιούργους Ιουδαίους. Αν είχαν εκπληρώσει πιστά τις υποχρεώσεις τους προς το Θεό, δεν θα καταντούσαν ένα ηττημένο έθνος, υποκείμενο σε ξενική κυριαρχία. Τα ρωμαϊκά λάβαρα δεν θα κυμάτιζαν πάνω από την Ιερουσαλήμ, Ρωμαίοι φρουροί δεν θα φύλαγαν έξω από τις πύλες της και Ρωμαίοι κυβερνήτες δεν θα διοικούσαν μέσα από τα τείχη της. Το ιουδαϊκό έθνος πλήρωνε την τιμωρία της αποστασίας του από το Θεό. ΖΧ 571.4
Όταν οι Φαρισαίοι άκουσαν την απάντηση του Χριστού «εθαύμασαν και αφήσαντες Αυτόν ανεχώρησαν.» Είχε ελέγξει την υποκρισία και την αλαζονεία τους και με αυτό, θέσπισε μια μεγάλη αρχή, μια αρχή που διαχωρίζει καθαρά το καθήκον του ανθρώπου προς την πολιτική εξουσία από το καθήκον του προς το Θεό. Στη σκέψη πολλών είχε φανεί ένα ενοχλητικό ερώτημα. Στο εξής θα τηρούσαν τη σωστή αρχή. Αν και πολλοί έφυγαν δυσαρεστημένοι, είδαν όμως ότι η αρχή που υπογράμμιζε την ερώτηση είχε καθαρά διευκρινιστεί και θαύμασαν τη συνετή απόφανση του Χριστού. ΖΧ 572.1
Μόλις αποστομώθηκαν οι Φαρισαίοι, πρόβαλαν οι Σαδδουκαίοι με μια πολύ έντεχνη ερώτηση Τα δύο κόμματα βρίσκονταν σε οξεία αντίθεση μεταξύ τους. Οι Φαρισαίοι ήταν αυστηρά προσκολλημένοι στις παραδόσεις τους. Ακριβέστατοι στις εξωτερικές ιεροτελεστίες, επιμελείς στα τελετουργικά πλυσίματα, στις νηστείες και στις μακροσκελείς προσευχές ενώ δεν παρέλειπαννα είναι επιδεικτικοί στην ελεημοσύνη τους. Ο Χριστός όμως δήλωσε ότι ακύρωναν το νόμο του Θεού διδάσκοντας διδασκαλίες, εμπειρίες ανθρώπων. Ήταν μια υποκριτική και φανατική κοινωνική τάξη. Παρόλα αυτά, υπήρχανμεταξύ τους άτομα με ειλικρινή ευσέβεια που δέχθηκαν τις διδασκαλίες του Χριστού και έγιναν μαθητές Του. Οι Σαδδουκαίοι απέρριπταν τις παραδόσεις των Φαρισαίων. Έλεγαν ότι πίστευαν στο μεγαλύτερο μέρος των Γραφών και ότι τις θεωρούσαν κώδικα των πράξεών τους. Στην πραγματικότητα όμως ήταν σκεπτικιστές και υλιστές. ΖΧ 572.2
Οι Σαδδουκαίοι δεν παραδέχονταν την ύπαρξη των αγγέλων, την ανάσταση των νεκρών και το δόγμα της μέλλουσας ζωής με τις αμοιβές και τις ποινές της. Σε όλα αυτά τα σημεία διέφεραν από τους Φαρισαίους. Ανάμεσα στα δύο κόμματα η ανάσταση πρόβαλε σαν θέμα ιδιαίτερης αντιλογίας. Οι Φαρισαίοι πίστευαν ακράδαντα στην ανάσταση, αλλά σε αυτές τις συζητήσεις οι απόψεις τους σχετικά με τη μέλλουσα ζωή ήταν συγκεχυμένες. Ο θάνατος τους φαίνονταν ένα ανεξήγητο μυστήριο. Η ανικανότητα τους να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματα των Σαδδουκαίων έδινε αφορμή για συνεχείς διαξιφισμούς. Οι συζητήσεις μεταξύ των δύο ομάδων συνήθως κατέληγαν σε οργισμένους διαπληκτισμούς, ευρύνοντας το χάσμα μεταξύ τους. ΖΧ 572.3
Σε αριθμό, οι Σαδδουκαίοι ήταν λιγότεροι από τους αντιπάλους τους και δεν είχαν μεγάλη επιρροή στο κοινό. Πολλοί από αυτούς όμως ήταν πλούσιοι και ασκούσαν την επιρροή που παρέχει ο πλούτος. Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν οι περισσότεροι ιερείς από τους οποίους εξέλεγαν τον αρχιερέα. Υπήρχε ρητή συμφωνία ότι δεν θα κοινοποιούσαν τις σκεπτικιστικές τους απόψεις. Μπροστά στον αριθμό και στη δημοτικότητα των Φαρισαίων, οι Σαδδουκαίοι ήταν υποχρεωμένοι να υποχωρούν φαινομενικά στις διδασκαλίες τους όταν αναλάβαιναν ιερατική υπηρεσία. Μόνο το γεγονός ότι ήταν εκλέξιμοι για μια τέτοια υπηρεσία, προσέδιδε βαρύτητα στις λαθεμένες απόψεις τους. ΖΧ 572.4
Οι Σαδδουκαίοι απέρριπταν τη διδαχή του Ιησού. Έκριναν ότι υποκινούταν από ένα πνεύμα του οποίου τις εκδηλώσεις δεν αναγνώριζαν. Η διδασκαλία Του όσον αφορά το Θεό και τη μέλλουσα ζωή έρχονταν σε αντίθεση με τις θεωρίες τους. Πίστευαν στο Θεό σαν τη μόνη ανώτερη ύπαρξη πάνω από τον άνθρωπο, αλλά πρόβαλλαν το επιχείρημα ότι μια υπερισχύουσα πρόνοια και μια θεϊκή προορατικότητα θα αποστερούσε τον άνθρωπο από τον παράγοντα της ηθικής ελευθερίας και θα τον υποβίβαζε στη θέση του σκλάβου. Η πεποίθησή τους ήταν ότι ο Θεός αφού δημιούργησε τον άνθρωπο, τον άφησε ελεύθερο, τελείως ανεξάρτητο από μια ανώτερη επιρροή. Υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος να κυβερνά τη ζωή του, να διαμορφώνει τα γεγονότα που αφορούσαν τον κόσμο και κρατούσε το πεπρωμένο του στα ίδια του τα χέρια. Δεν παραδέχονταν ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί μέσω των ανθρωπίνων προσπαθειών ή των φυσικών μέσων. Μολαταύτα υποστήριζαν ακόμη ότι ο άνθρωπος μπορούσε να εξυψωθεί και να φωτιστεί με την κατάλληλη χρησιμοποίηση φυσικών μέσων και ότι η ζωή μπορούσε να εξαγνισθεί με αυστηρή και ασκητική εκγύμναση. ΖΧ 573.1
Οι αντιλήψεις τους για το Θεό συντελούσαν στη διαμόρφωση του ίδιου τους του χαρακτήρα. Όπως κατά την άποψή τους ο Θεός δεν ενδιαφέρονταν για τον άνθρωπο, το ίδιο ελάχιστα και αυτοί υπολόγιζαν ο ένας τον άλλο. Ελάχιστη ενότητα υπήρχε μεταξύ τους. Αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την επιρροή του Αγίου Πνεύματος στον τομέα της ανθρώπινης δράσης, στερούνταν τη δύναμή Του στη ζωή τους. Όπως οι υπόλοιποι Ιουδαίοι, θεωρούσαν και αυτοί μεγάλο καύχημα την καταγωγή τους από τον Αβραάμ και την αυστηρή προσκόλλησή τους στις απαιτήσεις του νόμου. Τους έλειπε όμως το πραγματικό πνεύμα του νόμου καθώς και η πίστη και η φιλανθρωπία του Αβραάμ. Τα συναισθήματά τους ήταν περιορισμένα στο ελάχιστο. Πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις ανέσεις και τις ευλογίες της ζωής και στην καρδιά τους δεν ένιωθαν καμιά συγκίνηση για τις ελλείψεις και τα βάσανα των άλλων. Ζούσαν για τον εαυτό τους. ΖΧ 573.2
Με τα λόγια και τα έργα Του, ο Χριστός μίλησε για μια θεϊκή δύναμη που παράγει υπερφυσικά αποτελέσματα, για μια μέλλουσα ζωή πέρα από την παρούσα, για ένα Θεό Πατέρα των ανθρώπων που φροντίζει διαρκώς για το πραγματικό τους συμφέρον. Απεκάλυψε την εξωτερίκευση της θεϊκής δύναμης με έργα ευσπλαχνίας και συμπόνιας τα οποία έλεγχαν την εγωιστική αποκλειστικότητα των Σαδδουκαίων. Δίδαξε ότι ο Θεός με το Άγιο Πνεύμα εργάζεται στην καρδιά του ανθρώπου τόσο για το πρόσκαιρο όσο και για το αιώνιο συμφέρον του. Έδειξε ότι είναι πλάνη να εμπιστεύεται κανείς την ανθρώπινη δύναμη για τη μετάλλαξη του χαρακτήρα η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με το Πνεύμα του Θεού. ΖΧ 574.1
Οι Σαδδουκαίοι ήταν αποφασισμένοι να παρουσιάσουν αναξιόπιστη τη διδασκαλία αυτή. Επιζητώντας να λογομαχήσουν με το Χριστό ήταν σίγουροι ότι θα πετύχαιναν τουλάχιστον να Τον δυσφημίσουν, αν δεν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν την καταδίκη Του. Η ανάσταση ήταν το θέμα που διάλεξαν να Του υποβάλουν για ερώτηση. Αν συμφωνούσε μαζί τους, θα δυσαρεστούσε ακόμη περισσότερο τους Φαρισαίους. Αν διαφωνούσε, είχαν σκοπό να γελοιοποιήσουν τη διδασκαλία Του. ΖΧ 574.2
Οι Σαδδουκαίοι έκαναν το συλλογισμό ότι αν το σώμα πρόκειται να συνίσταται από τα ίδια υλικά μόρια στην αθάνατη υπόστασή του όπως και στη θνητή, τότε όταν θα αναστηθεί από το θάνατο πρέπει να αποτελείται από σάρκα και αίμα και πρέπει να συνεχίσει στον αιώνιο κόσμο την επίγεια ζωή που διακόπηκε από το θάνατο. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σε μια τέτοια περίπτωση, οι γήινες σχέσεις θα πρέπει να ξαναρχίσουν, ο άνδρας και η γυναίκα να ενωθούν πάλι, ο γάμος να συνεχιστεί και τα πάντα να ακολουθούν την ίδια προ του θανάτου πορεία με τις αδυναμίες και τα πάθη αυτής της ζωής, διαιωνιζόμενες στη μέλλουσα ζωή. ΖΧ 574.3
Απαντώντας στην ερώτησή τους, ο Χριστός ανασήκωσε το παραπέτασμα που καλύπτει τη μέλλουσα ζωή. «Εν τη αναστάσει ούτε νυμφεύονται, ούτε νυμφεύουσι,» είπε, «αλλ’ είναι ως άγγελοι του Θεού εν ουρανώ.» Έδειξε ότι η δοξασία των Σαδδουκαίων ήταν πλανεμένη. Οι προϋποθέσεις τους ήταν λαθεμένες. Πρόσθεσε: «Πλανάσθε μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού » Αυτούς δεν τους κατηγόρησε όπως είχε κατηγορήσει τους Φαρισαί ους για την υποκρισία τους, αλλά για την πλάνη των πεποιθήσεων τους. ΖΧ 574.4
Οι Σαδδουκαίοι κολακεύονταν ότι περισσότερο αυτοί ήταν περισσότερο προσκολλημένοι στις Γραφές από όλους τους άλλους. Ο Ιησούς απέδειξε ότι δεν γνώριζαν την πραγματική έννοια των Γραφών. Αυτή η γνώση έπρεπε να εισχωρήσει στην καρδιά με τη διαφώτιση του Αγίου Πνεύματος. Τους είπε ότι η άγνοια που είχαν για τις Γραφές και για τη δύναμη του Θεού ήταν η αιτία της συγκεχυμένης πίστης τους και της σκοτισμένης σκέψης τους. Προσπαθούσαν να φέρουν τα μυστήρια του Θεού μέσα στα όρια της δικής τους περιορισμένης αντίληψης. Ο Χριστός τους κάλεσε να ανοίξουν το μυαλό τους στις ιερές εκείνες αλήθειες οι οποίες μπορούσαν να διευρύνουν και να ενισχύσουν τη νοημοσύνη τους. Χιλιάδες καταλήγουν στην απιστία επειδή οι περιορισμένες διάνοιές τους δεν είναι σε θέση να καταλάβουν τα μυστήρια του Θεού. Δεν μπορούν να εξηγήσουν τη θαυμάσια παρουσία της δύναμης του Θεού στα έργα της προνοίας Του. Για αυτό και απορρίπτουν τις αποδείξεις μιας τέτοιας δύναμης, αποδίδοντάς τες σε φυσικά αίτια που αυτοί δυσκολεύονται περισσότερο να εννοήσουν. Η μόνη λύση για τα μυστήρια που μας περιβάλλουν είναι να αναγνωρίσουμε σε όλα αυτά την παρουσία και τη δύναμη του Θεού. Είναι ανάγκη να αναγνωρίσουν οι άνθρωποι το Θεό σαν Δημιουργό του σύμπαντος, Αυτόν που διατάζει και εκτελεί τα πάντα. Τους χρειάζεται μια ευρύτερη αντίληψη του χαρακτήρα Του και των μυστηριακών ενεργειών Του. ΖΧ 575.1
Ο Χριστός τόνισε στους ακροατές Του ότι αν δεν υπήρχε ανάσταση νεκρών, οι Γραφές στις οποίες ισχυριζόντουσαν ότι πίστευαν, δεν θα είχαν καμιά αξία. Είπε: «Περί δε της αναστάσεως των νεκρών, δεν ανεγνώσατε το ρηθέν προς εσάς υπό του Θεού, λέγοντος, «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, και ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ. Δεν είναι ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων.» Ο Θεός υπολογίζει τα μη όντα σαν όντα. Βλέπει το τέλος από την αρχή και το αποτέλεσμα του έργου Του ήδη εκπληρωμένο. Οι νεκροί πιστοί, αρχίζοντας από τον Αδάμ μέχρι τον τελευταίο άγιο που θα πεθάνει, θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού και θα βγουν από τους τάφους προοριζόμενοι για την αιώνια ζωή. Ο Θεός θα είναι ο Θεός τους και αυτοί θα είναι ο λαός Του. Θα υπάρχει μια στενή και τρυφερή σχέση μεταξύ του Θεού και των αναστημένων αγίων. Αυτή την κατάσταση, όπως προβλέπεται σύμφωνα με την πρόθεσή Του, ο Θεός τη βλέπει να υφίσταται ήδη. Οι νεκροί ζουν«εν Κυρίω». ΖΧ 575.2
Με τα λόγια του Χριστού οι Σαδδουκαίοι αποστομώθηκαν. Δεν μπορούσαν να Του απαντήσουν. Ο Χριστός δεν είπε ούτε μια λέξη που θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να Τον καταδικάσουν. Οι αντίπαλοί Του δεν κέρδισαν τίποτε εκτός από την περιφρόνηση του λαού. ΖΧ 576.1
Οι Φαρισαίοι όμως δεν απελπίστηκαν και συνέχισαν να Τον εξαναγκάσουν να πει κάτι που να το χρησιμοποιήσουν εναντίον Του. Έπεισαν κάποιον πολυμαθή γραμματικό να ρωτήσει το Χριστό ποιά από τις δέκα εντολές του νόμου ήταν η σπουδαιότερη. ΖΧ 576.2
Οι Φαρισαίοι είχαν εξυψώσει τις τέσσερις πρώτες εντολές, οι οποίες καθορίζουν τα καθήκοντα του ανθρώπου προς το Δημιουργό Του. Έτσι, απέδιδαν στις τέσσερες πρώτες εντολές πολύ σπουδαιότερες συνέπειες από ότι στις άλλες έξι που αφορούσαν το καθήκον του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό. Το αποτέλεσμα ήταν να αποτύχουν στην πρακτική εφαρμογή της θρησκείας. Ο Ιησούς είχε υποδείξει στους ανθρώπους τη μεγάλη τους παράληψη και τους είχε διδάξει την ανάγκη των καλών έργων, λέγοντας τους ότι το δένδρο αναγνωρίζεται από τους καρπούς του. Για αυτό το λόγο κατηγορήθηκε ότι εξύψωνε τις τελευταίες έξι εντολές περισσότερο από τις τέσσερες πρώτες. ΖΧ 576.3
Ο νομικός πλησίασε τον Ιησού κατευθείαν με την ερώτηση: «Ποία εντολή είναι πρώτη πασών;» Η απάντηση του Χριστού ήταν ευθεία και πειστική. «Πρώτη πασών των εντολών είναι, «Άκουε, Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος. Και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου.» Αύτη είναι η πρώτη εντολή. Και η δευτέρα ομοίωςμε αυτή, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» Μεγαλύτερηαυτών των εντολών δεν υπάρχει. «Εν ταύταις ταις δύο εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.» ΖΧ 576.4
Οι πρώτες τέσσερες από τις δέκα εντολές συνοψίζονται σε μιά μεγάλη εντολή: «Θέλεις α γα πά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδ ίας σου». Οι επόμενες έξη περιλαμβάνονται στην επόμενη: «Θέλεις α γα πά τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Αυτές οι δύο εντολές είναι η έκφραση των αρχών της αγάπης. Δεν μπορεί να τηρηθεί η πρώτη όταν παραβιάζ ε ται η δεύτερη, ούτε μπορεί να τηρηθεί η δεύτερη ενώ παραβιάζεται η πρώτη. Ό τ α ν ο Θεός κατέχει τη δικαιωματική θέση Του στο θρόνο της καρδιάς, θα δοθεί η πρέπουσα θέση και στον πλησίον. Θα τον αγαπούμε σαν τον εαυτό μας. Και μόνο όταν αγαπούμε το Θεό πάνω από όλα, θα αγαπήσομε και τον πλησίον μας αμέριστα. ΖΧ 576.5
Εφ όσον όλες οι εντολές συνοψίζονται στην αγάπη προς το Θεό και τον άνθρωπο, έπεται ότι καμιά εντολή δεν μπορεί να παραβιαστεί χωρίς την παράβαση της αρχικής. Έτσι, ο Χριστός δίδαξε τους ακροατές Του ότι ο νόμος του Θεού δεν νοείται σαν διάφορες ξεχωριστές εντολές, μερικές από τις οποίες έχουν μεγαλύτερη σπουδαιότητα ενώ άλλες είναι λιγότερο σημαντικές και μπορούν να αγνοηθούν ατιμωρητί. Ο Κύριός μας παρουσιάζει τις πρώτες τέσσερις εντολές και τις έξι τελευταίες σαν ένα ιερό σύνολο και διδάσκει ότι η αγάπη στο Θεό θα αποδειχτεί από την υπακοή σε όλες τις εντολές. ΖΧ 577.1
Ο γραμματέας που υπέβαλε την ερώτηση στο Χριστό ήταν καλά κατηρτισμένος στα νομικά ζητήματα και έμεινε έκπληκτος από τα λόγια Του. Δεν περίμενε από Αυτόν να δείξει μια τόσο βαθιά και τέλεια γνώση των Γραφών. Είχε τώρα αποκτήσει μια ευρύτερη γνώση των αρχών που υπογραμμίζουν τις θείες εντολές. Μπροστά στους συγκεντρωμένους ιερείς και άρχοντες παραδέχτηκε με ειλικρίνεια ότι ο Χριστός είχε δώσει την ορθή ερμηνεία στο νόμο, λέγοντας: ΖΧ 577.2
«Καλώς, Διδάσκαλε, αληθώς είπας, ότι είναι εις Θεός, και δεν είναι άλλος εκτός Αυτού’ και το να αγαπά τις Αυτόν εξ όλης της καρδίας, και εξ όλης της συνέσεως, και εξ όλης της ψυχής, και εξ όλης της δυνάμεως, και το να αγαπά τον πλησίον του ως εαυτόν, είναι πλειότερον πάντων των ολοκαυτωμάτων και των θυσιών». ΖΧ 577.3
Η σοφή απάντηση του Χριστού είχε πείσει το γραμματέα. Ήξερε ότι η ιουδαϊκή θρησκεία αποτελούταν περισσότερο από εξωτερικές ιεροτελεστίες, παρά από εσωτερική ευλάβεια. Είχε κάποια συναίσθηση της αναξιότητας των απλών τελετουργικών προσφορών και του επιπόλαιουαιματοκυλίσματος για την εξιλέωση των αμαρτιών. Αγάπη, υπακοή στο Θεό και ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τον άνθρωπο φαίνονταν για αυτόν να έχουν μεγαλύτερη αξία από όλες τις ιεροτελεστίες. Η προθυμία αυτού του ανθρώπου να αναγνωρίσει την ορθότητα του συλλογισμού του Χριστού και η ξεκάθαρη και αυθόρμητη απάντησή του μπροστά στο λαό, φανέρωναν ένα πνεύμα τελείως διαφορετικό από αυτό των ιερέων και των αρχόντων. Ο Χριστός αισθάνθηκε στην καρδιά του συμπάθεια για τον τίμιο νομικό ο οποίος τόλμησε να αντιμετωπίσει τους ιερείς και τις απειλές των αρχόντων προκειμένου να εκφράσει αυτό που πίστευε με την καρδιά του. «Και ο Ιησούς ιδών αυτόν ότι φρονίμως απεκρίθη, είπε προς αυτόν, Δεν είσαι μακράν από της βασιλείας του Θεού». ΖΧ 577.4
Ο γραμματέας ήταν κοντά στη βασιλεία του Θεού επειδή είχε αναγνωρίσει ότι τα έργα της δικαιοσύνης είναι πιο ευπρόσδεκτα στο Θεό παρά τα ολοκαυτώματα και οι θυσίες. Είχε ανάγκη να αναγνωρίσει το θεϊκό χαρακτήρα του Ιησού και με την πίστη του σε Αυτόν να λάβει δύναμη για να εκτελεί έργα δικαιοσύνης. Οι ιεροτελεστίες δεν είχαν καμιά αξία, εκτός και αν συνδέονταν με το Χριστό μέσω μιας ζώσης πίστης. Ακόμη και ο ηθικός νόμος αποτυγχάνει στο σκοπό του αν δεν κατανοείται βάση της σχέσης που υφίσταται ανάμεσα σε αυτόν και στο Σωτήρα. Ο Χριστός είχε δείξει επανειλημμένως ότι ο νόμος του Πατέρα Του είχε βαθύτερο περιεχόμενο από απλώς αυθεντικά προστάγματα. Στο νόμο είναι ενσωματωμένη η ίδια αρχή η οποία αποκαλύφθηκε στο Ευαγγέλιο. Ο νόμος δείχνει το καθήκον του ανθρώπου και του φανερώνει την ενοχή του. Ο άνθρωπος οφείλει να αποβλέπει στο Χριστό για συγχώρηση και για δύναμη ώστε να εκτελεί τα εντάλματα του νόμου. ΖΧ 578.1
Οι Φαρισαίοι πλησίασαν περισσότερο τον Ιησού καθώς απαντούσε στην ερώτηση του γραμματέα. Τώρα τους υπέβαλε Εκείνος μια ερώτηση: «Τι σας φαίνεται περί του Χριστού; τίνος υιός είναι;» Η ερώτηση είχε σκοπό να δοκιμάσει τι πίστευαν για το Μεσσία, να αποδείξει αν Τον θεωρούσαν απλό άνθρωπο ή Υιό του Θεού. Ομόφωνα απάντησαν: «Του Δαβίδ». Αυτός ήταν ο τίτλος που η προφητεία είχε δώσει στο Μεσσία. Όταν ο Ιησούς απεκάλυψε τη θεότητά Του με τα κραταιά θαύματά Του, όταν θεράπευε τους ασθενείς και ανέσταινε τους νεκρούς, οι άνθρωποι αναρωτιόντουσαν:«Δεν είναι ούτος ο Υιός του Δαβίδ;» Η Συροφοίνισσα γυναίκα, ο τυφλός Βαρτίμαιος και πολλοί άλλοι είχαν αναζητήσει Αυτόν για βοήθεια: «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ». (Ματθ. 15:22.) Κατά την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα Τον είχαν επεφημήσει με χαρούμενες φωνές: «Ωσαννά τω υιώ του Δαβίδ ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». (Ματθ. 21:9.) Τα μικρά παιδιά στο ναό επαναλάμβαναν τη χαρούμενη ιαχή. Πολλοί όμως από αυτούς που ονόμαζαν τον Ιησού Υιό του Δαβίδ, δεν αναγνώριζαν τη θεότητά Του. Δεν καταλάβαιναν ότι ο Υιός του Δαβίδ ήταν επίσης και ο Υιός του Θεού. ΖΧ 578.2
Σε απάντηση της δήλωσής τους ότι ο Χριστός ήταν Υιός του Δαβίδ, ο Ιησούς είπε: «Πως λοιπόν ο Δαβίδ δια Πνεύματος ονομάζει αυτόν Κύριον, λέγων, «Είπεν ο Κύριος πρός τον Κύριόν μου, κάθου εκ δεξιών Μου, εωσού θέσω τους εχθρούς Σου υποπόδιον των ποδών Σου;» Εάν λοιπόν ο Δαβίδ ονομάζει αυτόν Κύριον, πως είναι υιός Αυτού; Και ουδείς ηδύνατο να αποκριθή πρός Αυτόν λογον ουδ’ ετόλμησε τις απ’ εκείνης της ημέρας να ερώτηση πλέον Αυτόν.» ΖΧ 578.3