Η Ζωη του Χριστού

60/89

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 58—«ΛΑΖΑΡΕ, ΕΑΘΕ ΕΞΩ»

Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Λουκ. 10:38-42,
Ιωάν. 11:1-14.
ΖΧ 493.1

Ανάμεσα στους πιο αφοσιωμένους μαθητές του Χριστού συγκαταλέγονταν και ο Λάζαρος από τη Βηθανία. Από την πρώτη τους συνάντηση, η πίστη του για το Χριστό ήταν πολύ μεγάλη. Η αγάπη του για Αυτόν ήταν βαθιά και ο Σωτήρας τον περιέβαλλε με περισσή αγάπη. Το μεγαλύτερο θαύμα Του ο Χριστός το έκανε για το Λάζαρο. Ο Σωτήρας ευλόγησε όλους όσοι αναζήτησαν τη βοήθειά Του. Αγαπά όλη την ανθρώπινη οικογένεια, αλλά με μερικούς συνδέεται με ιδιαίτερα τρυφερούς δεσμούς. Ένας τέτοιος τρυφερός δεσμός Τον συνέδεε με την οικογένεια της Βηθανίας και για ένα από τα μέλη της έκανε το πιο θαυμαστό έργο Του. ΖΧ 493.2

Στο σπιτικό του Λαζάρου ο Ιησούς είχε βρει συχνά ανάπαυση. Ο Σωτήρας δεν είχε δικό Του σπίτι. Εξαρτιόταν από τη φιλοξενία των φίλων και των μαθητών Του. Συχνά, κουρασμένος και αποζητώντας την ανθρώπινη συντροφιά, Του προξενούσε χαρά να καταφεύγει σε αυτό το ειρηνικό σπιτικό, μακριά από την καχυποψία και τη ζηλοφθονία των εξοργισμένων Φαρισαίων. Σε αυτό έβρισκε μια ειλικρινή υποδοχή, μια αγνή και όσια φιλία. Σε αυτό μπορούσε να μιλήσει με απλότητα και με τέλεια ελευθερία, ξέροντας ότι τα λόγια Του θα κατανοούνταν και θα φυλάγονταν σαν θησαυρός. ΖΧ 493.3

Ο Σωτήρας μας εκτιμούσε το ήσυχο οικογενειακό περιβάλλον και τους ενδιαφερόμενους ακροατές. Λαχταρούσε την ανθρώπινη τρυφερότητα, ευγένεια και στοργή. Όσοι δέχονταν την ουράνια διδασκαλία που τόσο πρόθυμα μετέδιδεπάντα, δέχονταν πλούσιες ευλογίες. Καθώς τα πλήθη ακολουθούσαν το Χριστό περνώντας μέσα από τα χωράφια, Αυτός τους αποκάλυπτε τις ομορφιές του φυσικού κόσμου. Προσπαθούσε να ανοίξει τα πνευματικά τους μάτια για να μπορέσουν να δουν πως το χέρι του Θεού βαστάζει τον κόσμο. Προκειμένου να εκτιμήσουν την καλοσύνη και την ευεργεσία του Θεού, έστρεφε την προσοχή των ακροατών Του στην ανάλαφρη δροσιά, στο σιγανοστάλαχτο ψιλοβρόχι και στη λαμπρή λιακάδα που Αυτός σκορπά εξίσου σε καλούς και κακούς. Επιθυμούσε να αντιληφθούν οι άνθρωποι πληρέστερα το ενδιαφέρον που εκδηλώνει ο Θεός για τα ανθρώπινα όντα της δημιουργίας Του. Η ακοή όμως του πλήθους είχε αμβλυνθεί και στο σπίτι της Βηθανίας ο Χριστός έβρισκε ανάπαυση από τον κοπιαστικό αγώνα της δημόσιας ζωής. Εδώ άνοιγε το βιβλίο της Θείας Πρόνοιας σε ένα ακροατήριο που Τον εκτιμούσε. Σε αυτές τις ιδιωτικές συνεντεύξεις αποκάλυπτε στους ακροατές Του πράγματα που δεν επιχειρούσε να πει στο ανάμικτο πλήθος. Στους φίλους Του δεν είχε ανάγκη να μιλήσει με παραβολές. ΖΧ 493.4

Καθώς ο Χριστός μετέδιδε τα θαυμάσια μαθήματά Του, η Μαρία καθισμένη στα πόδια Του, Τον άκουγε με σεβασμό και αφοσίωση. Κάποια ώρα η Μάρθα, σαστισμένη με την προετοιμασία του φαγητού, ήρθε στο Χριστό λέγοντας: «Κύριε δεν Σε μέλλει ότι η αδελφή μου με αφήκε μόνη να υπηρετώ; Ειπέ λοιπόν πρός αυτήν να με βοηθήση» Ήταν η πρώτη φορά που ο Χριστός επισκέπτονταν τη Βηθανία. Ο Σωτήρας και οι μαθητές Του μόλις είχαν φθάσει, πεζοπορώντας από την Ιεριχώ. Η Μάρθα ανήσυχη να τους περιποιηθεί, ξέχασε μέσα στη σαστιμάρα της την ευγένεια που όφειλε στο Φιλοξενούμενο της. Ο Ιησούς της απάντησε με αυτά τα ήπια και υπομονητικά λόγια: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και αγωνίζεσαι περί πολλά πλην ενός είναι χρεία η Μαρία όμως εξέλεξε την αγαθήν μερίδα, ήτις δεν θέλει αφαιρεθή απ’ αυτής.» Η Μαρία αποταμίευε στο μυαλό της τα πολύτιμα λόγια που έβγαιναν από τα χείλη του Σωτήρα και που γι; αυτήν ήταν πολυτιμότερα ακόμη από τα ακριβότερα κοσμήματα της Γής. ΖΧ 494.1

Αυτό το «έν» που χρειάζονταν η Μάρθα ήταν ένα γαλήνιο και ευλαβικό πνεύμα, μια μεγαλύτερη φροντίδα ώστε να αποκτήσει τη γνώση που αφορά τη μέλλουσα και την αιώνια ζωή καθώς και τις αναγκαίες για την πνευματική πρόοδο ιδιότητες. Χρειάζονταν λιγότερη Φροντίδα για τα εφήμερα πράγματα και περισσότερη για τα αιώνια. Ο Ιησούς θέλει να διδάξει στους οπαδούς Του να επωφελούνται από κάθε ευκαιρία για να αποκτήσουν γνώση που θα τους καταστήσει «συνετούς πρός σωτηρίαν.» Το έργο του Χριστού έχει ανάγκη από προσεκτικούς και δραστήριους εργάτες. Υπάρχει ένας απέραντος αγρός για τις Μάρθες, τις ζηλώτριες και δραστήριες στο θρησκευτικό έργο. Αλλά ας καθίσουν πρώτα με τη Μαρία στα πόδια του Ιησού. Η χάρη του Χριστού ας καθαγιάσει τη φιλοπονία, την προθυμία και την ενεργητικότητα τους. Τότε η ζωή τους θα καταστεί μια ακατανίκητη δύναμη για το καλό. ΖΧ 494.2

Απρόσμενα η θλίψη έκανε την εμφάνισή της στο ειρηνικό σπίτι όπου ο Ιησούς έβρισκε ανάπαυση. Ο Λάζαρος αρρώστησε ξαφνικά και οι αδερφές του έστειλαν να ειδοποιήσουν το Σωτήρα: «Κύριε, ιδού, εκείνος τον οποίον αγαπάς, ασθενεί.» Έβλεπαν την καλπάζουσα εξέλιξη της αρρώστιας που είχε προσβάλει τον αδερφό τους, αλλά ήξεραν ότι ο Χριστός είχε αποδειχτεί ικανός να θεραπεύει κάθε είδους ασθένεια. Πίστευαν ότι θα συμμερίζονταν τη λύπη τους. Για αυτό και δεν Τον κάλεσαν να έρθει εσπευσμένα, αλλά έστειλαν μόνο ένα εμπιστευτικό μήνυμα: «Εκείνος τον οποίον αγαπάς, ασθενεί » Σκέφθηκαν ότι θα απαντούσε αμέσως στο μήνυμά τους και θα έσπευδε σιμά τους μόλις έφθανε στη Βηθανία. ΖΧ 495.1

Με αγωνία περίμεναν δύο λέξεις από τον Ιησού. Όσο η σπίθα της ζωής παρέμενε ζωντανή στον αδερφό τους, προσεύχονταν και περίμεναν τον ερχομό του Ιησού. Ο αγγελιοφόρος του μηνύματος όμως γύρισε χωρίς Αυτόν, φέρνοντας την είδηση: «Αύτη η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον» και αυτές εξακολουθούσαν να ελπίζουν ότι ο Λάζαρος θα ζούσε. Προσπαθούσαν με στοργή να πουν λόγια παρηγοριάς και ελπίδας στον ασθενή που έχανε βαθμηδόν τις αισθήσεις του. Όταν ο Λάζαρος πέθανε, απογοητεύθηκαν πικρά. Ένοιωθαν όμως αντοχή με τη χάρη του Χριστού και αυτό τις συγκροτούσε από του να αποδώσουν οποιαδήποτε μομφή στο Σωτήρα. ΖΧ 495.2

Όταν ο Χριστός άκουσε την ειδοποίηση, οι μαθητές σκέφτηκαν ότι τη δέχτηκε ψυχρά. Δεν εκδήλωσε τη λύπη που περίμεναν να δείξει. Στρεφόμενος σε αυτούς είπε: «Αύτη η ασθένεια δεν είναι πρός θάνατον, αλλά υπέρ της δόξης του Θεού, δια να δοξασθή ο Υιός του Θεού δι’ αυτής.» Δύο ακόμη μέρες έμεινε στο μέρος όπου ήταν. Η καθυστέρηση αυτή ήταν ένα μυστήριο για τους μαθητές. Πόση μεγάλη παρηγοριά θα έφερνε η παρουσία Του στο θλιμμένο σπιτικό, σκέφτηκαν. Οι μαθητές γνώριζαν πολύ καλά τη μεγάλη αγάπη Του για την οικογένεια της Βηθανίας και παραξενεύτηκαν όταν Τον είδαν να μη ανταποκρίνεται στο θλιβερό μήνυμα, «Εκείνος τον οποίον αγαπάς ασθενεί» ΖΧ 495.3

Κατά τις δύο εκείνες μέρες ο Χριστός φαίνονταν να μη σκέπτεται καθόλου το μήνυμα, επειδή δεν ανέφερε τίποτε για το Λάζαρο. Οι μαθητές σκέφθηκαν τον Ιωάννη Βαπτιστή, τον πρόδρομο του Ιησού. Είχαν και τότε απορήσει γιατί ο Ιησούς με τη δύναμη που είχε να εκτελεί καταπληκτικά θαύματα, επέτρεψε να μαραζώσει ο Ιωάννης στη φυλακή και να πεθάνει με βίαιο θάνατο. Με τέτοια δύναμη στη διάθεσή Του, γιατί ο Χριστός να μη σώσει τη ζωή του Ιωάννη; Οι Φαρισαίοι είχαν υποβάλει συχνά αυτή την ερώτηση σαν ένα ατράνταχτο επιχείρημα εναντίον του ισχυρισμού του Χριστού ότι ήταν Υιός του Θεού. Ο Σωτήρας είχε προειδοποιήσει τους μαθητές Του για δοκιμασίες, απώλειες και διωγμούς. Θα τους εγκατέλειπε άραγε και αυτούς στις δοκιμασίες τους; Μερικοί άρχισαν να διερωτώνται μήπως είχαν παρεξηγήσει την αποστολήΤου. Όλοι τους είχαν καταληφθεί από μεγάλη στενοχώρια. ΖΧ 495.4

Ύστερα από διήμερη αναμονή, ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του: «Ας υπάγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν.» Οι μαθητές απορούσαν γιατί ο Ιησούς περίμενε δύο μέρες, αφού είχε σκοπό να πάει στην Ιουδαία. Τώρα όμως, η ανησυχία για το Χριστό και για τον εαυτό τους κυριαρχούσε στη σκέψη τους. Δεν έβλεπαν παρά κίνδυνο στην πορεία που πήγαινε να ακολουθήσει ο Χριστός. «Λέγουσι πρός Αυτόν οι μαθηταί, Ραββί, τώρα εζήτουν να Σε λιθοβολήσωσιν οι Ιουδαίοι, και πάλιν υπάγεις εκεί;» Απεκρίθη ο Ιησούς: «Δεν είναι δώδεκα αι ώραι της ημέρας;» «Βρίσκομαι κάτω από την καθοδήγηση του Πατέρα Μου. Ενώσω κάνω το θέλημά Του, η ζωή Μου είναι ασφαλής. Οι δώδεκα ώρες της ημέρας Μου ακόμη δεν τελείωσαν.Έχω εισέλθει στο τελευταίο στάδιο της ημέρας Μου αλλά όσο αυτή διαρκεί ακόμη, εξακολουθώ να είμαι ασφαλής. ΖΧ 496.1

Και συνέχισε: «Εάν τις περιπατή εν τη ημέρα, δεν προσκόπτει, διότι βλέπει το φώς του κόσμου τούτου.» Εκείνος που κάνει το θέλημα του Θεού, που περπατά στο χαραγμένο δρόμο του Θεού, δεν μπορεί να σκοντάψει και να πέσει. Καθοδηγείται από το φώς του Πνεύματος του Θεού που του παρέχει σαφή αντίληψη των καθηκόντων Του και τον οδηγεί ορθά μέχρι το τέλος του έργου του. «Εάν τις όμως περιπατή εν τη νυκτί, προσκόπτει, διότι το φώς δεν είναι εν αυτώ.» Εκείνος που βαδίζει στο δρόμο της δικής του επιλογής, εκεί όπου ο Θεός δεν τον έχει καλέσει, θα σκοντάψει. Για αυτόν η ημέρα μετατρέπεται σε νύχτα και οπουδήποτε βρίσκεται, δεν είναι ασφαλής. ΖΧ 496.2

«Ταύτα είπε, και μετά τούτο λέγει πρός αυτούς, Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη αλλά υπάγω δια να εξυπνήσω αυτόν.» «Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη.» Τι συγκινητικά λόγια, λόγια γεμάτα συμπάθεια! Με τη σκέψη των κινδύνων στους οποίους ο Κύριός πήγαινε να εκτεθεί κατευθυνόμενος στην Ιερουσαλήμ, οι μαθητές είχαν σχεδόν ξεχάσει την απορφανισμένη οικογένεια της Βηθανίας. Όχι όμως ο Χριστός. Οι μαθητές ένοιωθαν τώρα τύψεις. Είχαν απογοητευθεί που ο Χριστός δεν είχε δώσει μεγαλύτερη σημασία στην είδηση που Του έστειλαν. Έφτασαν στο σημείο να κάνουν τη σκέψη ότι ο Χριστός δεν είχε την τρυφερή αγάπη για το Λάζαρο και τις αδερφές του που εκείνοι νόμιζαν ότι είχε, γιατί σε περίπτωσηπου τον αγαπούσε τόσο πολύ θα βιάζονταν να πάει πίσω με τον αγγελιοφόρο. Αλλά τα λόγια «Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη,» τους επανέφεραν στα λογικά τους αισθήματα. Είχαν πειστεί ότι ο Χριστός δεν ξέχασε τους δυστυχισμένους φίλους Του. ΖΧ 496.3

«Είπον λοιπόν οι μαθηταί Αυτού, Κύριε, αν εκοιμήθη, θέλει σωθή. Αλλ’ ο Ιησούς είπε περί του θανάτου αυτού εκείνοι όμως ενόμισαν ότι λέγει περί της Κοιμήσεως του ύπνου.» Ο Χριστός παρομοιάζει το θάνατο με τον ύπνο για τα πιστά Του παιδιά. Η ζωή τους είναι κρυμμένη μέσω του Χριστού στο Θεό και μέχρι να ακουστεί η έσχατη σάλπιγγα, εκείνοι που πεθαίνουν θα κοιμούνται εν Χριστώ. ΖΧ 497.1

«Τότε λοιπόν είπε πρός αυτούς ο Ιησούς παρρησία, ο Λάζαρος απέθανε. Και χαίρω δια σας, δια να πιστεύσητε, διότι δεν ή μην εκεί αλλά ας υπάγωμεν πρός αυτόν.» Εκτός από θάνατο, ο Θωμάς δεν έβλεπε τίποτε άλλο για τον Κύριό του αν πήγαινε στην Ιουδαία. Παίρνοντας όμως θάρρος, είπε στους υπόλοιπους μαθητές: «Ας υπάγωμεν και ημείς δια να αποθάνωμεν μετ’ Αυτού.» Γνώριζε το μίσος των Ιουδαίων εναντίον του Χριστού. Σκοπός τους ήταν να προκαλέσουν το θάνατό Του, αλλά αυτός ο σκοπός δεν είχε επιτύχει επειδή δεν είχε εξαντληθεί ο καθορισμένος Του χρόνος. Σε αυτό το διάστημα οι άγγελοι του Ουρανού φρουρούσαν τον Ιησού. Ακόμη και στην περιφέρεια της Ιουδαίας, όπου οι ραβίνοι συνωμοτούσαν πως θα μπορέσουν να Τον συλλάβουν και να Τον θανατώσουν, κανένα κακό δεν μπορούσε να Του συμβεί. ΖΧ 497.2

Οι μαθητές απόρησαν με τα λόγια του Χριστού όταν τους είπε: «Ο Λάζαρος απέθανε. Και χαίρω διότι δεν ήμην εκεί.» Μήπως ο Σωτήρας είχε αποφύγει επίτηδες το σπιτικό των δυστυχισμένων φίλων Του; Φαινομενικά η Μαρία και η Μάρθα και ο ετοιμοθάνατος Λάζαρος είχαν εγκαταλειφθεί μόνοι τους. Δεν ήταν όμως μόνοι τους. Ο Χριστός είχε παρακολουθήσει ολόκληρη τη σκηνή και μετά το θάνατο του Λαζάρου, είχε στηρίξει με τη χάρη Του τις απορφανισμένες αδερφές του. Ο Ιησούς είδε τη θλίψη της καρδιάς τους ενώ ο αδερφός τους πάλευε με το δυνατό εχθρό, το θάνατο. Αισθάνθηκε βαθύτατο πόνο και αγωνία όταν έλεγε στους μαθητές Του «ο Λάζαρος απέθανε.» Αλλά ο Χριστός δεν είχε να σκεφτεί μόνο τα αγαπητά Του πρόσωπα στη Βηθανία. Έπρεπε να λάβει υπόψη Του και την εκπαίδευση των μαθητών Του. Αυτοί θα γίνονταν οι αντιπρόσωποί Του στον κόσμο ώστε όλοι να συμπεριλη φθούν στην ευλογία του Πατέρα. Για αυτούς επέτρεψε να πεθάνει ο Λάζαρος. Αν τον θεράπευε από την αρρώστια του, το θαύμα που απετέλεσε την τρανότερη απόδειξη του θεϊκού Του χαρακτήρα δεν θα είχε εκτελεστεί. ΖΧ 497.3

Αν ο Χριστός ήταν στο δωμάτιο του αρρώστου, ο Λάζαρος δεν θα πέθαινε επειδή ο Σατανάς δεν μπορούσε να ασκήσει δύναμη επάνω του. Ο Λάζαρος δεν θα μπορούσε να γίνει τρωτός με το βέλος του, αν ο Ζωοδότης ήταν παρών. Για αυτό ο Χριστός παρέμεινε μακριά. Επέτρεψε στον εχθρό να ασκήσει τη δύναμή του, για να μπορέσει να τον αποκρούσει σαν ηττημένο εχθρό. Επέτρεψε να περιέλθει ο Λάζαρος στην εξουσία του θανάτου και οι θλιμμένες αδερφές του να δουν τον αδερφό τους να κατεβαίνει στον τάφο. Ο Χριστός ήξερε ότι καθώς θα αντίκριζαν το νεκρό πρόσωπο του αδερφού τους, η πίστη τους στο Λυτρωτή τους θα δοκιμάζονταν σκληρά. Ήξερε επίσης ότι μετά τη σκληρή δοκιμασία που προσωρινά θα περνούσαν, θα κατέληγαν σε μια πίστη μεγαλύτερη παρά ποτέ άλλοτε. Συμμερίζονταν τον κάθε οδυνηρό πόνο που ένοιωσαν εκείνες. Η αργοπορία Του δεν μείωσε την αγάπη Του για αυτές, αλλά γνώριζε ότι για αυτές, για το Λάζαρο, για τον Ίδιο και για τους μαθητές Του ήταν μια νίκη επρόκειτο να κερδηθεί. ΖΧ 498.1

«Δια σας, δια να πιστεύσητε.» Για όλους εκείνους που αναζητούν να αισθανθούν το καθοδηγητικό χέρι του Θεού, η κρισιμότερη ώρα της απογοήτευσής έρχεται τη στιγμή που η θεϊκή βοήθεια βρίσκεται πλησιέστερα τους. Αργότερα είναι που θα μπορέσουν να ρίξουν με ευγνωμοσύνη μια ματιά προς τα πίσω, στα πιο σκοτεινά σημεία της οδοιπορίας τους. «Εξεύρει ο Κύριος να ελευθερώνη εκ του πειρασμού τους ευσεβείς.» (Β', Πέτρ. 2:9.) Θα τους βγάλει από κάθε πειρασμό και δοκιμασία με σταθερότερη πίστη και πλουσιότερη εμπειρία. ΖΧ 498.2

Με την καθυστέρηση να έρθει στο Λάζαρο, ο Χριστός είχε μια αγαθή πρόθεση για αυτούς που δεν Τον είχαν δεχτεί. Βραδυπόρησε, ώστε ανασταίνοντας το Λάζαρο να μπορέσει να δώσει στον ισχυρογνώμονα, άπιστο λαό Του μια ακόμη απόδειξη ότι Εκείνος ήταν πράγματι «η Ανάστασις και η Ζωή.» Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να εγκαταλείψει τις ελπίδες Του για το λαό, τα φτωχά, πλανημένα πρόβατα του οίκου του Ισραήλ. Η καρδιά Του πονούσε για την αμετανοησία τους. Μέσα στη μεγάλη Του ευσπλαχνία είχε την πρόθεση να τους δώσει ακόμη μια ένδειξη ότι ήταν ο Επανορθωτής, ο μόνος που μπορούσε να φέρει στο φώς τη ζωή και την αθανασία. Αυτή θα ήταν μια απόδειξη που οι ιερείς δεν θα μπορού σαν να παρερμηνεύσουν. Για αυτό το λόγο ανέβαλε να πάει στη Βηθανία. Αυτό το κορυφαίο των θαυμάτων, η ανάσταση του Λαζάρου, θα έθετε τη σφραγίδα του Θεού στο έργοτου Χριστού και στον ισχυρισμό Του για τη θειότητά Του. ΖΧ 498.3

Στο δρόμο Του προς τη Βηθανία, σύμφωνα με τη συνήθειά Του, ο Ιησούς ανακούφισε τους ασθενείς και τους ενδεείς. Πλησιάζοντας στην πόλη έστειλε στις αδερφές ένα αγγελιοφόρο να αναγγείλει τον ερχομό Του. Ο Χριστός δεν κατευθύνθηκε αμέσως στο σπίτι, αλλά παρέμεινε σε ένα ήσυχο μέρος στην άκρη του δρόμου. Οι επιδεικτικές εκδηλώσεις που έκαναν οι Ιουδαίοι για το θάνατο συγγενών ή φίλων δεν συμφωνούσαν με το πνεύμα του Χριστού. Άκουγε τις μοιρολογήτρες να σκούζουν και να οδύρονται και δεν ήθελε να συναντήσει τις αδελφές μέσα σε μια τέτοια συγκεχυμένη ατμόσφαιρα. Μεταξύ των φίλων που θρηνούσαν ήταν οι συγγενείς της οικογένειας, μερικοί από τους οποίους κατείχαν υψηλές και υπεύθυνες θέσεις στην Ιερουσαλήμ. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονταν και μερικοί από τους πιο άσπονδους εχθρούς του Χριστού. Ο Χριστός γνώριζε τις προθέσεις τους και για αυτό δεν παρουσιάστηκε αμέσως. ΖΧ 499.1

Η είδηση έφθασε στη Μάρθα τόσο αθόρυβα, που δεν την άκουσανοι άλλοι στο δωμάτιο. Απορροφημένη από τη θλίψη της, η Μαρία δεν άκουσε τα λόγια. Η Μάρθα σηκώθηκε αμέσως να συναντήσει τον Κύριό της, αλλά η Μαρία, νομίζοντας ότι πήγαινε στον τάφο του Λαζάρου, παρέμεινε ακίνητη, βυθισμένη στη θλίψη της, χωρίς να θορυβηθεί. ΖΧ 499.2

Η Μάρθα έσπευσε να συναντήσει τον Ιησού με την καρδιά ταραγμένη από αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα. Στο εκφραστικό Του πρόσωπο διάβασε την ίδια τρυφερότητα και αγάπη που έδειχνε πάντοτε. Η εμπιστοσύνη της σε Αυτόν ήταν ακλόνητη, αλλά σκέπτονταν τον αγαπημένο της αδερφό, τον οποίο και ο Χριστός αγαπούσε. Με λύπη που ένοιωθε να πλημμυρίζει την καρδιά της γιατί ο Χριστός δεν είχε έρθει νωρίτερα, αλλά και με την ελπίδα ότι ακόμη και τώρα θα μπορούσε να κάνει κάτι για να τις ανακουφίσει είπε: «Κύριε, αν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει.» Οι αδερφές πολλές φορές είχαν επαναλάβει τις ίδιες αυτές λέξεις που ξεχώριζαν μέσα από τα γοερά μοιρολόγια. ΖΧ 499.3

Με ανάμικτη ανθρώπινη και θεϊκή ευσπλαχνία ο Ιησούς παρατήρησε το θλιμμένο και μαραμένο από τη λύπη πρόσωπό της. Η Μάρθα δεν είχε διάθεση να διηγηθεί τι διαδραματίστηκε στο παρελθόν. Όλα τα εξέφρασε με τα παθητικά λόγια: «Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει.» Ατενίζοντας όμως στην αξιαγάπητη εκείνη μορφή, πρόσθεσε: «Πλην και τώρα εξεύρω, ότι όσα ζητήσης παρά του Θεού θέλει Σοι δώσει ο Θεός.» ΖΧ 499.4

Ο Ιησούς ενθάρρυνε την πίστη της λέγοντας: «Ο αδελφός σου θέλει αναστηθή.» Η απάντησή Του δεν απέβλεπε στο να της εμπνεύσει την ελπίδα για την αλλαγή που θα μεσολαβούσε αμέσως. Οδήγησε τις σκέψεις της Μάρθας πέρα από την παρούσα αποκατάσταση του αδελφού της και την έφερε στην ανάσταση των δικαίων. Το έκανε αυτό για να μπορέσει να δει στην ανάσταση του Λαζάρου την υπόσχεση της ανάστασης όλων των αποθανόντων δικαίων και τη βεβαιότητα ότι αυτό θα πραγματοποιούταν με τη δύναμη του Σωτήρα. ΖΧ 500.1

Η Μάρθα απάντησε: «Εξεύρω ότι θα αναστηθή εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα.» ΖΧ 500.2

Προσπαθώντας και πάλι να δώσει τη σωστή κατεύθυνση στην πίστη της, ο Ιησούς δήλωσε: «Εγώ Είμαι η ανάστασις και η ζωή.» Στο Χριστό ενοικεί ζωή, ζωή πρωτογενής, πηγαία, αυθύπαρκτη. «Όστις έχει τον Υιόν, έχει την ζωήν » (Λ’ Ιωάν. 5:12.) Η θεότητα του Χριστού αποτελεί την εγγύηση του πιστού για την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς είπε: «Ο πιστεύων εις Εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει. Πας όστις ζή και πιστεύει εις Εμέ, δεν θέλει αποθάνει εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» Ο Χριστός στο σημείο αυτό οραματίζονταν τον καιρό της δευτέρας παρουσίας Του. Τότε οι δίκαιοι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι και οι ζώντες δίκαιοι θα ανέλθουν στον Ουρανό χωρίς να γευτούν το θάνατο. Το θαύμα που ο Χριστός θα έκανε ανασταίνοντας το Λάζαρο, αντιπροσώπευε την ανάσταση όλων των αποθανόντων δικαίων. Με τα λόγια και τα έργα Του διεκήρυξε τον εαυτό Του Αρχηγό της ανάστασης. Εκείνος ο οποίος έμελλε σε λίγο να πεθάνει οικειοθελώς επάνω στο σταυρό, στέκονταν με τα κλειδιά του θανάτου, νικητής του τάφου, βεβαιώνοντας ότι είχε τη δύναμη και το δικαίωμα να χορηγεί αιώνια ζωή. ΖΧ 500.3

Στην ερώτηση του Χριστού «Πιστεύεις τούτο;» η Μάρθα απάντησε: «Ναί, Κύριε, εγώ επίστευσα ότι Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον » Δεν κατάλαβε με όλη τους τη σημασία τα λόγια του Χριστού, αλλά ομολόγησε την πίστη της στη θεότητά Του και την εμπιστοσύνη της ότι Αυτός μπορούσε να κάνει οτιδήποτε ήθελε. ΖΧ 500.4

«Και αφού είπε ταύτα, υπήγε και εφώναξε Μαρίαν την αδελφήν αυτής κρυφίως, και είπεν, ο Διδάσκαλος ήλθε και σε κράζει.» Της μετέδωσε το μήνυμα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, γιατί οι ιερείς και οι άρχοντες ήταν έτοιμοι να συλλάβουν τον Ιησού μόλις θα τους δίνονταν η ευκαιρία. Οι γοερές κραυγές των θρηνωδών κάλυψαν τα λόγια της. ΖΧ 500.5

Παίρνοντας την είδηση, η Μαρία σηκώθηκε αμέσως και με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, βγήκε από το δωμάτιο. Νομίζοντας ότι πηγαίνει στον τάφο για να κλάψει εκεί, οι μοιρολογήτρες την ακολούθησαν. Όταν έφθασε στο μέρος όπου περίμενε ο Ιησούς, γονάτισε στα πόδια Του και είπε με τρεμάμενα χείλη: «Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει.» Τα γοερά μοιρολόγια της προξενούσαν πόνο και επιθυμούσε να ανταλλάξει μερικά ήρεμα λόγια με τον Ιησού. Γνωρίζοντας την εναντίον ζηλοφθονία μερικών από τους παρευρισκομένουςκατά του Χριστού, συγκρατήθηκε να εκφράσει ακριβώς τον πόνο της. ΖΧ 501.1

«Ο δε Ιησούς καθώς είδεν αυτήν κλαίουσαν, και τους ελθόντας μετ’ αυτής Ιουδαίους κλαίοντας, εστέναξεν εκ της ψυχής Αυτού, και εταράχθη.» Διάβασε τις καρδιές των συγκεντρωμένων. Είδε ότι για πολλούς η εκδήλωση της λύπης ήταν προσποιητή. Γνώριζε ότι μερικοί από αυτούς που τώρα εκδήλωναν υποκριτική λύπη, πολύ σύντομα θα σχεδίαζαν το θάνατο όχι μόνο του μεγάλου Θαυματουργού, αλλά και εκείνου που θα ανασταίνονταν από τον τάφο. Ο Χριστός θα μπορούσε να τους ξεσκεπάσει από την υποκριτική τους λύπη. Συγκρατήθηκε όμως μέσα στη δίκαια αγανάκτησή Του. Δεν είπε τίποτε από τα λόγια που δικαιωματικά θα μπορούσε να τους πει γιατί ήταν στα πόδια Του γονατιστή εκείνη που πραγματικά Τον αγαπούσε. ΖΧ 501.2

«Που εβάλετε αυτόν;» ρώτησε. «Λέγουσι πρός Αυτόν, Κύριε, ελθέ και ιδέ.» Προχώρησαν όλοι μαζί στον τάφο. Ήταν μια καταθλιπτική σκηνή. Ο Λάζαρος ήταν πολύ αγαπητός και οι αδελφές του έκλαιγαν για αυτόν με σπαραγμό ψυχής, ενώ εκείνοι που υπήρξαν φίλοι του, ένωναν τα δάκρυα τους με τα δάκρυα των απορφανισμένων αδελφών. Αντικρίζοντας την ανθρώπινη αυτή δυστυχία και αναλογιζόμενος ότι οι θλιμμένοι φίλοι έκλαιγαν για το νεκρό, ενώ ο Σωτήρας του κόσμου στέκονταν πλάι τους, «εδάκρυσεν ο Ιησούς.» Αν και ήταν Υιός του Θεού, είχε περιβληθεί την ανθρώπινη φύση και συγκινούταν από την ανθρώπινη θλίψη. Ο πόνος πάντοτε ξυπνά τη συμπάθεια στην τρυφερή, ευσπλαχνική καρδιά Του. Κλαίει με αυτούς που κλαίνε και χαίρεται με αυτούς που χαίρονται. ΖΧ 501.3

Αλλά ο Χριστός δεν δάκρυσε μόνο από ανθρώπινη συμπάθεια για τη Μάρθα και τη Μαρία. Τα δάκρυα Του εξέφραζαν μια λύπη που απείχε τόσο από την ανθρώπινη λύπη, όσο απέχει ο Ουρανός από τη Γή. Δεν δάκρυσε για το Λάζαρο ο Χριστός, αφού θα τον καλούσε σε λίγο από τον τάφο. Δάκρυσε γιατί πολλοί από αυτούς που πενθούσαν για το Λάζαρο, πολύ σύντομα θα σχεδίαζαν το θάνατο Εκείνου ο οποίος ήταν η ανάσταση και η ζωή. Πόσο ανίκανοι ήταν οι άπιστοι Ιουδαίοι να ερμηνεύσουν σωστά τα δάκρυά Του! Μερικοί, δεν μπορούσαν να αποδώσουν τη θλίψη Του σε τίποτε άλλο εκτός από τα εξωτερικά περιστατικά της σκηνής που εκτυλίσσονταν μπροστά Του, είπαν σιγανά: «Ιδέ πόσον ηγάπα αυτόν!» Άλλοι προσπαθώντας να σπείρουν το σπόρο της απιστίας στις καρδιές των παρευρισκομένων, είπαν χλευαστικά «Δεν ηδύνατο Ούτος όστις ήνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού, να κάμη ώστε και ούτος να μη αποθάνη;» Αν είχε τη δύναμη ο Χριστός να σώσει το Λάζαρο, τότε γιατί τον άφησε να πεθάνει; ΖΧ 501.4

Με προφητικό μάτι ο Χριστός είδε την εχθρότητα των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων. Γνώριζε ότι προμελετούσαν το θάνατό Του. Γνώριζε ότι μερικοί από αυτούς που τώρα φαίνονταν δείχνουν τόση συμπάθεια, πολύ σύντομα θα έκλειναν για τον εαυτό τους τη θύρα της ελπίδας και τις πύλες της πόλης του Θεού. Μια σκηνή επρόκειτο να διαδραματιστεί σε λίγο, η σκηνή της ταπείνω-σης και της σταύρωσής Του που σαν αποτέλεσμα θα είχε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Τότε κανείς δεν θα θρηνούσε τους νεκρούς. Η ανταπόδοση που θα έπεφτε σε λίγο στην Ιερουσαλήμ, παρουσιάστηκε μπροστά Του σε μια ολοκάθαρη εικόνα. Είδε την Ιερουσαλήμ να περικυκλώνεται από τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Ήξερε ότι πολλοί από αυτούς που έκλαιγαν τώρα για το Λάζαρο θα πέθαιναν στην πολιορκία της πόλης και ο θάνατός τους αυτός θα ήταν χωρίς ελπίδα. ΖΧ 502.1

Ο Χριστός δεν έκλαψε μόνο για τη σκηνή που παρουσιάζονταν μπροστά Του. Τον πίεζε το βάρος της θλίψης ολόκληρων αιώνων. Έβλεπε τα φοβερά αποτελέσματα της παράβασης του νόμου του Θεού. Έβλεπε ότι στην ιστορία του κόσμου, αρχίζοντας από το θάνατο του Άβελ, ο αγώνας μεταξύ του καλού και του κακού συνεχίστηκε ακατάπαυστος. Ατενίζοντας στα επερχόμενα χρόνια, είδε τον πόνο και τη λύπη, τα δάκρυα και το θάνατο που θα ήταν ο κλήρος των ανθρώπων. Η καρδιά Του σπάραξε από τον πόνο της ανθρώπινης φυλής σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Οι συμφορές της αμαρτωλής φυλής βάραιναν την ψυχή Του και ξέσπασε σε μια πηγή δακρύων εξαιτίας της βαθιάς επιθυμίας που Τον κατείχε να απαλύνει τον πόνο τους. ΖΧ 502.2

«Ο Ιησούς λοιπόν πάλιν στενάζων εν Αυτώ έρχεται εις το μνημείον.» Ο Λάζαρος είχε τοποθετηθεί σε μια σπηλιά όπου ένας ογκόλιθοςέφραζε το άνοιγμά της. «Σηκώσατε τον λίθον,» είπε ο Χριστός. Νομίζοντας ότι ο Χριστός απλώς επιθυμούσε να δει το νεκρό, η Μάρθα έφερε αντίρρηση, λέγοντας ότι το σώμα είχε ενταφιαστεί πριν τέσσερες μέρες και η σήψη είχε ήδη αρχίσει το έργο της. Η δήλωση αυτή που έγινε πριν από την ανάσταση του Λαζάρου, δεν άφηνε περιθώριο στους εχθρούς του Χριστού να πουν ότι επρόκειτο για απάτη. Στο παρελθόν οι Φαρισαίοι κυκλοφόρησαν ψευδείς διαδόσεις για τις καταπληκτικότερες εκδηλώσεις της δύναμης του Θεού. Όταν ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, είχε πει: «Το παιδίον δεν απέθανε, αλλά κοιμάται.» (Μάρκ. 5:49.) Επειδή η νεαρά ήταν άρρωστη και αναστήθηκε αμέσως μετά το θάνατό της, οι Φαρισαίοι είπαν ότι αυτή δεν είχε πεθάνει, τονίζοντας ότι ο Ίδιος ο Χριστός είχε πει ότι απλώς κοιμόταν. Είχαν προσπαθήσει να κάνουν να φανεί ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να θεραπεύσει αρρώστιες και ότι κάποιο πονηρό τέχνασμα επενεργούσε στα θαύματά Του. Στην προκειμένη όμως περίπτωση κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ο Λάζαρος ήταν νεκρός. ΖΧ 503.1

Όταν ο Κύριος πρόκειται να επιτελέσει κάποιο έργο, ο Σατανάς υποκινεί ανθρώπους να φέρουν αντιρρήσεις. «Σηκώσατε τον λίθον,» είπε ο Χριστός. Όσο είναι δυνατό ετοιμάσατε το δρόμο για το έργο Μου. Στο σημείο όμως αυτό επενέβη ο θετικός και φιλόδοξος χαρακτήρας της Μάρθας. Δεν ήθελε να εκτεθεί σε κοινή θέα το αποσυντιθέμενο σώμα. Η ανθρώπινη καρδιά αργεί να καταλάβει τα λόγια του Χριστού και η πίστη της Μάρθας δεν άδραξε την αληθινή έννοια της υπόσχεσής Του. ΖΧ 503.2

Ο Χριστός τίμησε τη Μάρθα, αλλά πρόφερε τα λόγια Του με τη μεγαλύτερη λεπτότητα. «Δεν σοι είπον, ότι εάν πιστεύσης, θέλεις ιδεί την δόξαν του Θεού;» «Γιατί αμφιβάλλεις για τη δύναμή Μου; Γιατί σκέπτεσαι αντίθετα σε ότι λέγω; Έχεις το λόγο Μου. Αν θέλεις να πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού.» Τα πράγματα που θεωρούνται από φυσική άποψη ακατόρθωτα δεν μπορούν να εμποδίσουν το έργο του Παντοδύναμου Θεού. Σκεπτικισμός και απιστία δεν είναι ταπεινοφροσύνη. Ανεπιφύλακτη πίστη στα λόγια του Χριστού είναι πραγματική ταπεινοφροσύνη, πραγματική αυτοπαραχώρηση. ΖΧ 503.3

«Σηκώσατε τον λίθον.» Ο Χριστός μπορούσε να προστάξει την πέτρα να μετακινηθεί και θα είχε υπακούσει στη φωνή Του. Θα μπορούσε να διατάξει τους αγγέλους που ήταν δίπλα Του να το κάνουν. Με τη διαταγή Του αόρατα χέρια θα μπορούσαν να μετακινήσουν την πέτρα. Αλλά έπρεπε να μετακινηθεί από ανθρώπινα χέρια. Έτσι ο Χριστός πήγαινε να δείξει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να συνεργάζεται με τη θεότητα. Εκείνο που μπορεί να κάνει η ανθρώπινη δύναμη, δεν θα το κάνει η θεϊκή δύναμη. Ο Θεός δεν παραμερίζει ως περιττή τη βοήθεια του ανθρώπου. Τον ενισχύει και συνεργάζεται μαζί του όταν αυτός χρησιμοποιεί τις δυνάμεις και τις ικανότητές που του έχουν χορηγηθεί. ΖΧ 503.4

Η προσταγή εκτελέστηκε. Η πέτρα κυλίστηκε. Όλα έγιναν φανερά και μελετημένα. Όλοι είχαν την ευκαιρία να δουν ότι δεν υπήρχε περίπτωση για απάτη. Εκεί βρίσκονταν το σώμα του Λαζάρου, στον πέτρινο τάφο του, ψυχρό μέσα στη νεκρική σιγή. Τα μοιρολόγια σταματούν. Κατάπληκτοι και γεμάτοι ανησυχία οι παρευρισκόμενοι στέκονται γύρω από τον τάφο, περιμένοντας να δουν τι θα γίνει. ΖΧ 504.1

Ήρεμος ο Χριστός στέκεται μπροστά στον τάφο. Όλοι καταλαμβάνονται από ιερό δέος. Ο Χριστός ζυγώνει στον τάφο. Σηκώνοντας τα μάτια Του στον Ουρανό, λέει: «Πάτερ, ευχαριστώ Σοι ότι Μου ήκουσας.» Πριν λίγο διάστημα οι εχθροί του Χριστού Τον είχαν κατηγορήσει και είχαν πάρει πέτρες να Τον λιθοβολήσουν, επειδή είπε ότι είναι Υιός του Θεού. Τον είχαν κατηγορήσει ότι έκανε θαύματα με τη δύναμη του Σατανά. Εδώ όμως ο Χριστός ισχυρίζεται και πάλι ότι ο Θεός είναι Πατέρας Του και με τέλεια εμπιστοσύνη διακηρύσσει ότι είναι Υιός του Θεού. ΖΧ 504.2

Οτιδήποτε έκανε ο Χριστός συνεργάζονταν πάντα με τον Πατέρα Του. Πάντοτε κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποδείξει ότι δεν εργάζονταν ανεξάρτητα από τον Πατέρα. Έκανε τα θαύματά Του με πίστη και προσευχή. Ο Χριστός επιθυμούσε να καταστεί σε όλους γνωστή η σχέση Του με τον Πατέρα. Είπε: «Πάτερ, ευχαριστώ Σοι ότι Μου ήκουσας. Και Εγώ εγνώριζον ότι πάντοτε Μου ακούεις αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον τούτο, δια να πιστεύσωσιν ότι Συ με απέστειλας.» Στο σημείο αυτό, τόσο οι μαθητές όσο και ο λαός, επρόκειτο να δουν την πιο πειστική απόδειξη για τη σχέση μεταξύ του Χριστού και του Θεού. Θα έβλεπαν ότι ο ισχυρισμός του Χριστού δεν ήταν απάτη. ΖΧ 504.3

«Και ταύτα ειπών, μετά φωνής μεγάλης εκραύγασε, Λάζαρε, ελθέ έξω.» Η φωνή Του, καθαρή και διαπεραστική, φθάνει στα αυτιά του νεκρού. Καθώς μιλά, η θεότητα φεγγοβολά μέσα από την ανθρωπότητα. Στο πρόσωπό Του που λάμπει από τη δόξα του Θεού, οι άνθρωποι διαπιστώνουν τη βεβαιότητα της δύναμής Του. Τα μάτια όλων είναι στραμμένα στην είσοδο του τάφου. Τα αυτιά όλων προσπαθούν να συλλάβουν τον παραμικρό θόρυβο. Με έντονο και εναγώνιο ενδιαφέρον περιμένουν τη δοκιμαστική έκβαση της θεότητας του Χριστού, τη μαρτυρία που ή θα στερέωνε ουσιαστικά τον ισχυρισμό Του ότι είναι ο Υιός του Θεού, ή θα έσβηνε την ελπίδα τους για πάντα. ΖΧ 504.4

Κάτι άρχισε να κινείται μέσα στη νεκρική σιγή του τάφου και ο πεθαμένος ορθώνεται τώρα στην είσοδο του μνημείου. Οι κινήσεις του εμποδίζονται από τα σάβανα με τα οποία είναι τυλιγμένος ο Λάζαρος.Ο Χριστός λέει στους εμβρόντητους θεατές: «Λύσατε αυτόν και αφήσατε να υπάγη » Και πάλι αποδείχθηκε ότι ο άνθρωπος πρέπει να συνεργάζεται με το Θεό. Η ανθρωπότητα πρέπει να εργάζεται για την ανθρωπότητα. Ο Λάζαρος ελευθερώνεται και στέκεται μπροστά στη συντροφιά, όχι όντας εξαντλημένος από την ασθένεια, με τρεμάμενα άκρα από αδυναμία, αλλά σαν άνδρας με ακμάζουσα ζωή και με το σφρίγος της τέλειας ανδρικής ηλικίας. Τα μάτια του αστράφτουν από νοημοσύνη και από αγάπη για το Σωτήρα. Ρίχνεται στα πόδια Του και Τον προσκυνάει. ΖΧ 505.1

Στην αρχή οι παρευρισκόμενοι μένουν άφωνοι από την έκπληξη. Έπειτα ακολουθεί μια ανέκφραστη σκηνή χαράς και ευχαριστίας. Οι αδελφές υποδέχονται τον αδελφό τους που επέστρεψε στη ζωή σαν δώρο Θεού και με δάκρυα χαράς εκφράζουν ανάμεσα στα αναφιλητά τις ευχαριστίες τους στο Σωτήρα. Ενώ ο αδελφός, οι αδελφές και οι φίλοι χαίρονται, ο Ιησούς αποσύρεται από τη σκηνή. Όταν αναζητούν το Ζωοδότη, δεν Τον βρίσκουν. ΖΧ 505.2