Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 50—ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΑΓΙΔΕΣ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ιωάν. 7:16-36, 40-53, 8:1-11. ΖΧ 427.1
Όσο διάστημα ο Ιησούς ήταν στην Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια της γιορτής, τελούσε διαρκώς υπό στενή παρακολούθηση από κατασκόπους. Κάθε μέρα δοκίμαζαν καινούργιες σκευωρίες για να Τον εξαναγκάσουν να σωπάσει. Οι ιερείς και οι ηγήτορες προσπαθούσαν να Τον παγιδέψουν. Σχεδίαζαν να Τον σταματήσουν με τη βία. Δεν ήταν μόνον αυτό όμως. Ήθελαν να ταπεινώσουν το Γαλιλαίο ραβίνο μπροστά στο λαό. ΖΧ 427.2
Την πρώτη μέρα που παρουσιάστηκε στη γιορτή, οι άρχοντες του λαού Τον πλησίασαν ζητώντας να μάθουν με ποιά εξουσία δίδασκε. Ήθελαν να στρέψουν την προσοχή του λαού από το άτομό Του στην ερώτηση αν είχε το δικαίωμα να διδάσκει, για να δώσουν έτσι σπουδαιότητα στη δική τους εξουσία. ΖΧ 427.3
Ο Ιησούς είπε: «Η ιδική Μου διδαχή δεν είναι Εμού, αλλά του πέμψαντός Με. Εάν τις θέλη να κάμη το θέλημα Αυτού, θέλει γνωρίσει περί της διδαχής, αν είναι εκ του Θεού, ή αν Εγώ λαλώ απ’ Εμαυτού.» Ο Ιησούς αντιμετώπισε την ερώτηση αυτών των σοφιστών, όχι ανταποκρινόμενος στη σοφιστεία, αλλά αποκαλύπτοντας μια ζωτική αλήθεια για τη σωτηρία της ψυχής. Η κατανόηση και η εκτίμηση της αλήθειας, είπε, εξαρτάται λιγότερο από το νου και περισσότερο από την καρδιά. Η αλήθεια πρέπει να γίνει δεκτή μέσα στην ψυχή. Απαιτεί την υποταγή της θέλησης. Αν η αλήθεια μπορούσε να υποβληθεί αποκλειστικά και μόνο στην κρίση της λογικής, η υπερηφάνεια δεν θα παρενέβαινε σαν εμπόδιο για την αποδοχή της. Πρέπει όμως να γίνει δεκτή με την ενέργεια της χάρης μέσα στην καρδιά και η αποδοχή της εξαρτάται από την αποβολή κάθε αμαρτίας που αποκαλύπτει το Πνεύμα του Θεού. Όσοναφορά την απόκτηση της γνώσης της αλήθειας, τα πλεονεκτήματα του ανθρώπου όσο μεγάλα και αν είναι, θα του αποβούν άχρηστα, αν η καρδιά του δεν είναι πρόθυμη να δεχτεί την αλήθεια και αν δεν ακολουθήσει πραγματική εγκατάλειψη κάθε πράξης ή συνήθειας αντίθετης στις αρχές της. Σε εκείνους που με τον τρόπο αυτό υποτάσσονται στο Θεό με την ειλικρινή επιθυμία να γνωρίσουν και να κάνουν το θέλημά Του, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί σαν δύναμη Θεού για τη σωτηρία τους. Αυτοί θα είναι ικανοί να διακρίνουν ανάμεσα στο άτομο που μιλά εκ μέρους του Θεού και στο άτομο που απλώς μιλά εκ μέρους του. Οι Φαρισαίοι δεν είχαν ταυτίσει το θέλημά τους με το θέλημα του Θεού. Δεν ζήτησαν να γνωρίσουν την αλήθεια, αλλά να βρουν κάποια δικαιολογία για να την παρακάμψουν. Ο Χριστός τους έδειξε ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη διδασκαλία Του. ΖΧ 427.4
Τους παρουσίασε τότε ένα τρόπο δοκιμής με τον οποίο ο αληθινός δάσκαλος μπορούσε να διακριθεί από τον απατεώνα. «Όστις λαλεί αφ’ εαυτού, ζητεί την δόξαν την ιδικήν του όστις όμως ζητεί την δόξαν του πέμψαντος αυτόν, ούτος είναι αληθής, και αδικία εν αυτώ δεν υπάρχει.» Εκείνος που επιδιώκει την ατομική του δόξα, μιλάει για τον εαυτότου. Το συμφεροντολογικό πνεύμα προδίδει την προέλευσή του. Ο Χριστός ζητούσε τη δόξα του Θεού. Μιλούσε με τα λόγια του Θεού. Αυτό εγγυόταν την αυθεντία Του σαν δασκάλου της αλήθειας. ΖΧ 428.1
Ο Ιησούς απέδειξε τη θεότητά Του στους ραβίνους, δείχνοντας ότι ήταν σε θέση να διαβάσει τις καρδιές τους. Από τον καιρό της θεραπείας στη Βηθεσδά σχεδίαζαν το θάνατό Του. Έτσι οι ίδιοι παρέβαιναν το νόμο τον οποίο ισχυρίζονταν ότι υποστήριζαν. Τους είπε: «Ο Μωύσής δεν σας έδωκε νόμον; και ουδείς από σας εκπληροί τον νόμον. Διατί ζητείτε να Με θανατώσητε;» ΖΧ 428.2
Σαν φωτεινή αστραπή τα λόγια αυτά αποκάλυψαν στους ραβίνους το βάραθρο της καταστροφής στο οποίο ήταν έτοιμοι να βυθιστούν. Για μια στιγμή η φρίκη κατέλαβε την ψυχή τους. Είδαν ότι βρίσκονταν σε σύγκρουση με την άπειρη δύναμη της Θεότητας. Όμως απέρριψαν την προειδοποίηση. Για να διατηρήσουν την επιρροή που ασκούσαν στο λαό έπρεπε να αποκρύψουν τα εγκληματικά τους σχέδια. Αποφεύγοντας την ερώτηση του Χριστού, φώναξαν: «Δαιμόνιον έχεις. Τις ζητεί να σε θανατώση;» Με τα λόγια αυτά υπαινίσσονταν ότι τα θαυμάσια έργα του Χριστού υποκινούνταν από πονηρό πνεύμα. ΖΧ 428.3
Ο Χριστός δεν έδωσε προσοχή σε αυτό τον υπαινιγμό. Συνέχισε αποδείχνοντας ότι το θεραπευτικό Του έργο στη Βηθεσδά ήταν σύμφωνο με το νόμο του Σαββάτου και δικαιωμένο από την ερμηνεία που οι ίδιοι οι Ιουδαίοι έδιναν στο νόμο. Είπε: «Ο Μωύσής σας έδωκε την περιτομήν . . . και εν Σαββάτω περιτέμνετε άνθρωπον.» Σύμφωνα με το νόμο, κάθε παιδί έπρεπε να περιτμηθεί την ογδόη ημέρα. Αν τύχαινε η ογδόη ημέρα να πέσει την ημέρα του Σαββάτου, τότε έπρεπε να γίνει η ιεροτελεστία. Πόσο λοιπόν περισσότερο πρέπει να είναι σύμφωνο με το πνεύμα του νόμου το να κάνει κανείς «ολόκληρον άνθρωπον υγιή εν Σαββάτω!» Και τους προειδοποίησε: «Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε.» ΖΧ 428.4
Οι άρχοντες αποστομώθηκαν και πολλοί από το λαό φώναξαν: «Δεν είναι Ούτος τον οποίον ζητούσι να θανατώσωσι; Και ιδού, παρρησία λαλεί, και δεν λέγουσι πρός Αυτόν ουδέν. Μήπως τω όντι εγνώρισαν οι άρχοντες ότι Ούτος είναι αληθώς ο Χριστός;» ΖΧ 429.1
Πολλοί από τους ακροατές του Χριστού που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ δεν αγνοούσαν τις συνωμοσίες των αρχηγών εναντίον Του. Εκείνοι αισθάνονταν να έλκονται πρός Αυτόν από μια ακατανίκητη δύναμη. Πιέζονταν από την πεποίθηση ότι Αυτός ήταν ο Υιός του Θεού. Ο Σατανάς ήταν έτοιμος να σπείρει τις αμφιβολίες του. Στο σημείο αυτό ο δρόμος ήταν έτοιμος εξαιτίας των εσφαλμένων αντιλήψεων που είχαν για το Μεσσία και την έλευσή Του. Πίστευαν σε γενικές γραμμές ότι ο Χριστός θα γεννιόταν στη Βηθλεέμ, αλλά μετά από ένα διάστημα θα εξαφανίζονταν. Στην επάνοδό Του, κανείς δεν θα ήξερε από που προέρχονταν. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι ο Μεσσίας δεν θα είχε καμιά φυσιολογική συγγένεια με την ανθρωπότητα. Επειδή η κοινή γνώμη για τη δόξα του Μεσσία δεν ανταποκρίνονταν στην περίπτωση του Ναζωραίου Ιησού, πολλοί έδιναν σημασία στον υπαινιγμό: «Αλλά Τούτον εξεύρομεν πόθεν είναι ο Χριστός δε όταν έρχηται, ουδείς γινώσκει πόθεν είναι» ΖΧ 429.2
Ενώ ταλαντεύονταν ανάμεσα στην αμφιβολία και στην πίστη, ο Ιησούς, συνεχίζοντας τον ειρμό των σκέψεών τους, απάντησε: «Και Εμέ εξεύρετε, και πόθεν είμαι εξεύρετε και απ’ Εμαυτού δεν ήλθον, αλλά είναι αληθινός ο πέμψας Με, τον οποίον εσείς δεν εξεύρετε.» Ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν από που έπρεπε να κατάγεται ο Χριστός, αλλά στην πραγματικότητα είχαν πλήρη άγνοια για αυτό. Αν είχαν ζήσει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, θα αναγνώριζαν τον Υιό Του όταν τους αποκάλυψε την ταυτότητα Του. ΖΧ 429.3
Οι ακροατές δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα λόγια του Χριστού. Τα λόγια αυτά ήταν φανερά μια επανάληψη της δήλωσής που είχε κάνει μπροστά στο Συνέδριο πολλούς μήνες πριν, όταν διακήρυξε ότι ήταν Υιός του Θεού. Όπως τότε οι άρχοντες σχεδίαζαν να Τον θανατώσουν, έτσι και τώρα προσπάθησαν να Τον συλλάβουν. Εμποδίστηκαν όμως από μια αόρατη δύναμη η οποία αναχαίτισε την οργή τους λέγοντάς: «ως εδώ και μη παρέκει.» ΖΧ 429.4
Πολλοί από το λαό πίστεψαν σε Αυτόν και έλεγαν: «Ο Χριστός όταν έλθη, μήπως θέλει κάμει θαύματα πλειότερα τούτων τα οποία Ούτος έκαμε;» Οι πρόκριτοι των Φαρισαίων που παρακολουθούσαν με ανησυχία την εξέλιξη των γεγονότων, κατάλαβαν τα συμπαθητικά αισθήματα του λαού. Έσπευσαν λοιπόν στους αρχιερείς και τους παρουσίασαν τα σχέδια της σύλληψής Του.Είχαν σχεδιάσει να Τον πιάσουν όταν θα ήταν μόνος Του επειδή δεν τολμούσαν να Τον συλλάβουν μπροστά στο λαό. Πάλι ο Ιησούς τους έδειξε ότι μάντευε τις προθέσεις τους. Τους είπε: «Έτι ολίγον καιρόν είμαι μεθ’ υμών, και υπάγω πρός τον πέμψαντά Με. Θέλετε Με ζητήσει και δεν θέλετε Με ευρεί και όπου είμαι Εγώ, σεις δεν δύνασθε να έλθητε.» Σύντομα θα έβρισκε καταφύγιο μακριά από το χλευασμό και το μίσος τους. Θα έρχονταν στον Πατέρα Του για να γίνει και πάλι το αντικείμενο της λατρείας των αγγέλων. Εκεί, οι δολοφόνοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να πάνε. ΖΧ 430.1
Χλευαστικά οι ραβίνοι είπαν: «Που μέλλει Ούτος να υπάγη, ώστε ημείς δεν θέλομεν ευρεί Αυτόν; Μήπως μέλλει να υπάγη εις τους διεσπαρμένους μεταξύ των Ελλήνων, και να διδάσκη τους Έλληνας;» Ούτε καν σκέφτηκαν εκείνοι οι σκώπτες ότι με τα ειρωνικά τους λόγια περιέγραφαν την αποστολή του Χριστού! Όλη την ημέρα έτεινε τα χέρια «πρός λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα» και όμως θα ανακαλυπτόταν «παρά των μη ζητούντων» Αυτόν θα εφανερώνετο «εις τους μη ερωτώντας [περί Αυτού.]» (Βλέπε Ρωμ. 10:20-21.) ΖΧ 430.2
Πολλοί είχαν πειστεί ότι ο Ιησούς ήταν ο Υιός του Θεού. Τώρα είχαν παραπλανηθεί από τους παράλογους συλλογισμούς των ιερέων και των ραβίνων. Αυτοί οι δάσκαλοι είχαν επαναλάβει με μεγάλη έμφαση τις προφητείες που αφορούσαν το Μεσσία. Τόνιζαν ότι θέλει «βασιλεύση εν τω όρει Σιών και εν Ιερουσαλήμ, και δοξασθή ενώπιον των πρεσβυτέρων Αυτού,» και ότι «θέλει κατακυριεύσει από θαλάσσης έως θαλάσσης, και από ποταμού έως των περάτων της γής.» (Ησ. 24:23, Ψαλμ. 72:8.) Μετά έκαναν περιφρονητικές συγκρίσεις ανάμεσα στη δόξα αυτής της περιγραφής και στην ταπεινή εμφάνιση του Ιησού. Τα ίδια τα λόγια της προφητείας είχαν έτσι διαστρεβλωθεί, ώστε να επικυρώνουν την πλάνη. Αν οι άνθρωποι είχαν μελετήσει με ειλικρίνεια το λόγο του Θεού για τον εαυτό τους, δεν θα είχαν πλανηθεί. Το εξηκοστό πρώτο κεφάλαιο του Ησαΐα πιστοποιεί ότι ο Χριστός έμελλε να κάνει ακριβώς το έργο που έκανε. Το κεφάλαιο 53 τονίζει τα πάθη Του και την απόρριψή Του από τον κόσμο και το κεφάλαιο 59 περιγράφει το χαρακτήρα των ιερέων και των ραβίνων. ΖΧ 430.3
Ο Θεός δεν εξαναγκάζει τους ανθρώπους να αποβάλουν την απιστία τους. Υπάρχει μπροστά τους το φως και το σκότος, η αλήθεια και η πλάνη. Από αυτούς εξαρτάται να αποφασίσουν τι θα ακολουθήσουν. Η ανθρώπινη διάνοια είναι προικισμένη με την ικανότητα να διακρίνει μεταξύ ορθού και εσφαλμένου. Ο Θεός δεν θέλει οι άνθρωποι να παίρνουν αποφάσεις κινούμενοι από κάποια παρόρμηση, αλλά ζυγίζοντας τα πράγματα και συγκρίνοντας τα γραφικά κείμενα με τη Γραφή. Αν οι Ιουδαίοι άφηναν κατά μέρος τις προκαταλήψεις τους και συνέκριναν τα γραπτά της προφητείας με τα γεγονότα που χαρακτήριζαν τη ζωή του Ιησού, θα είχαν διακρίνει μια θαυμάσια αρμονία ανάμεσα στις προφητείες και στην εκπλήρωση που έβρισκαν στη ζωή και στο έργο του ταπεινού Γαλιλαίου. ΖΧ 431.1
Πολλοί εξαπατώνται σήμερα με τον ίδιο τρόπο όπως τότε οι Ιουδαίοι. Θρησκευτικοί αρχηγοί διαβάζουν τη Γραφή κάτω από το πρίσμα της αντίληψής τους και των παραδόσεων. Οι λαϊκοί δεν ερευνούν τη Γραφή μόνοι τους, ούτε και κρίνουν μόνοι τους ποια είναι η αλήθεια. Εν αντιθέσει, υποβάλλουν στην κρίση τους και εμπιστεύονται την ψυχή τους στους αρχηγούς τους. Το κήρυγμα και η διδασκαλία του λόγου Του είναι ένα από τα μέσα που ο Θεός χρησιμοποίησε για τη μετάδοση του φωτός. Κάθε ανθρώπινη διδασκαλία οφείλουμε να την ελέγχουμε με τη Γραφή. Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να μελετήσει τη Γραφή με προσευχή, επιθυμώντας να γνωρίσει την αλήθεια για να υπακούσει σε αυτή, θα δεχτεί θεία φώτιση. Θα καταλάβει τη Γραφή. «Εάν τις θέλη να κάμη το θέλημα Αυτού, θέλει γνωρίσει περί της διδαχής.» (Ιωάν. 7:17.) ΖΧ 431.2
Την τελευταία μέρα της γιορτής, οι υπηρέτες που είχαν αποσταλεί από τους ιερείς και τους αρχηγούς του λαού για να συλλάβουν τον Ιησού, γύρισαν χωρίς Αυτόν. Θυμωμένοι τους ρώτησαν: «Δια τι δεν εφέρατε Αυτόν;» Με μεγάλη σοβαρότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους απάντησαν: «Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ούτω καθώς Ούτος ο άνθρωπος.» ΖΧ 431.3
Αν και οι καρδιές τους ήταν σκληρές, μαλάκωσαν από τα λόγια Του. Ενώ Αυτός μιλούσε στην αυλή του ναού, εκείνοι περιφέρονταν γύρω Του για να αρπάξουν κάτι ώστε να μπορέσουν να το στρέψουν εναντίον Του. Καθώς Τον άκουγαν, ξέχασαν το σκοπό της αποστολής τους. Στέκονταν εκεί σαν μαγεμένοι. Ο Χριστός τους αποκαλύφθηκε μέσα στην ψυχή τους. Είδαν εκείνο που οι ιερείς και οι άρχοντες δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν: την ανθρωπότητα πλημμυρισμένη με τη δόξα της θεότητας. Γύρισαν τόσο συνεπαρμένοι από τη σκέψη αυτή, τόσο εντυπωσιασμένοι από τα λόγια Του που στην ερώτηση: «Δια τι δεν εφέρατε Αυτόν;» μπορούσαν να δώσουν μια μόνοαπάντηση: «Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ούτω, καθώς Ούτος ο άνθρωπος.» ΖΧ 431.4
Οι ιερείς και οι άρχοντες είχαν αισθανθεί την ίδια πεποίθηση όταν βρέθηκανγια πρώτη φορά μπροστά στο Χριστό. Οι καρδιές τους είχαν συγκινηθείβαθιά και η σκέψη ότι «ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν ούτω, καθώς Ούτος ο άνθρωπος,» τους πίεζε. Η πεποίθηση αυτή του Αγίου Πνεύματος είχε καταπνιγεί. Τώρα, οργισμένοι που τα όργανα του νόμου είχαν επηρεαστεί από το μισητό Γαλιλαίο, φώναξαν: «Μήπως και σεις επλανήθητε; Μήπως τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις Αυτόν, ή εκ των Φαρισαίων; Αλλ’ ο όχλος ούτος, όστις δεν γνωρίζει τον νόμον, είναι επικατάρατος.» ΖΧ 432.1
Εκείνοι στους οποίους παρουσιάζεται η αγγελία της αλήθειας σπάνια ρωτούν: «Είναι αυτή η αλήθεια;» αλλά ρωτούν: «Ποιοί είναι οι υποστηρικτές της;» Τα πλήθη την εκτιμούν ανάλογα με τον αριθμό αυτών που τη δέχονται και εξακολουθούν ακόμη και τώρα να ρωτούν: «Πίστεψε κανένας από τους μορφωμένους ή από τους θρησκευτικούς αρχηγούς;» Οι άνθρωποι δεν εκτιμούν σήμερα την πραγματική ευσέβεια περισσότερο από ότι στις ημέρες του Χριστού. Με την ίδια πάντοτε επιμονή επιζητούν τα επίγεια αγαθά, παραμε-λώντας τα αιώνια πλούτη. Δεν είναι διόλου λογικό το επιχείρημα κατά της αλήθειας, που υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν προθυμο-ποιούνται να δεχτούντην αλήθεια ή ότι δεν γίνεται δεκτή από τους μεγάλους του κόσμου ούτε από τους θρησκευτικούς αρχηγούς. ΖΧ 432.2
Και πάλι οι ιερείς και οι άρχοντες βάλθηκαν να καταστρώνουν σχέδια για να συλλάβουν τον Ιησού. Έλεγαν ότι αν έμενε ακόμη ελεύθερος, θα παρέσυρε το λαό μακριά από την καθιερωμένη ηγεσία και η μόνη ασφαλής λύση ήταν να Τον κάνουν να σιγήσει χωρίς χρονοτριβή. Ενώ η συζήτηση είχε φτάσει στο κορύφωμά της, ξαφνικά διακόπηκαν. Ο Νικόδημος έκανε την ερώτηση: «Μήπως ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν δεν ακούση παρ’ αυτού πρότερον, και μάθη τι πράττει;» Βαθιά σιγή απλώθηκε στο Συνέδριο. Τα λόγια του Νικόδημου μίλησαν στη συνείδησή τους. Δεν μπορούσαν να καταδικάσουν έναν άνθρωπο χωρίς να τον ακούσουν. Αλλά αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι υπεροπτι- κοί άρχον τε ς έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας εκείνον που τόλμησε να μιλήσει υπέρ της δικαιοσύνης.Εξεπλάγησαν και στενοχωρήθηκανπολύ που ένας από αυτούς επηρεάστηκε τόσο πολύ από το χαρακτήρα του Ιησού, ώστε να μιλήσει προς υπεράσπισή Του. Μόλις συνήλθαν από την έκπληξή τους, απηύθυναν στο Νικόδημοένα καυστικό σαρκασμό: «Μήπως και συ εκ της Γαλιλαίας είσαι; Ερεύνησον και ιδέ, ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας δεν ηγέρθη.» ΖΧ 432.3
Παρόλα αυτά, η διαμαρτυρία εκείνη κατόρθωσε να ανακόψει την πρόοδο των αποφάσεων του Συμβουλίου. Οι αρχηγοί δεν μπορούσαν να εκτελέσουν το σκοπό τους και να καταδικάσουν τον Ιησού χωρίς να Τον ακούσουν. Ηττημένοι για την ώρα, πήγαν «έκαστος εις τον οίκον αυτού. Ο δε Ιησούς υπήγεν εις το όρος των Ελαιών.» ΖΧ 433.1
Από τα ταραχώδη γεγονότα και τη σύγχυση της πόλης, από τα ανυπόμονα πλήθη και τους επίβουλους ραβίνους, ο Ιησούς αποτραβήχτηκε στη γαλήνη των ελαιώνων, όπου μπορούσε να είναι μόνος Του με το Θεό. Νωρίς όμως το επόμενο πρωί επέστρεψε στο ναό και καθώς οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω Του, κάθισε κάτω και τους δίδασκε. ΖΧ 433.2
Σε λίγο Τον διέκοψαν. Τον πλησίασε μια ομάδα από γραμματείς και Φαρισαίους, σέρνοντας βίαια μια τρομοκρατημένη γυναίκα την οποία κατηγορούσαν με δυνατές και άγριες φωνές ότι είχε παραβιάσει την έβδομη εντολή. Αφού την έσπρωξαν μπροστά στο Χριστό, Του είπαν με υποκριτικό σεβασμό: «Ο Μωυσής προσέταξεν ημάς να λιθοβολώνται αι τοιαύταιΣύ λοιπόν τι λέγεις;» ΖΧ 433.3
Κάτω από τον προσποιητό σεβασμό τους κρύβονταν μια βαθιά στημένη παγίδα για την καταστροφή Του. Είχαν αρπάξει αυτή την ευκαιρία για να εξασφαλίσουν την καταδίκη Του, με τη σκέψη ότι οποιαδήποτε απόφαση έβγαζε, θα τους έδινε αφορμή να Τον κατηγορήσουν. Αν ελευθέρωνε τη γυναίκα, θα Τον ενοχοποιούσαν ότι περιφρονούσε το νόμο του Μωυσή. Αν έκρινε ότι ήταν άξια θανάτου, θα Τον κατηγορούσαν στους Ρωμαίους ότι σφετερίζονταν εξουσία που ανήκε αποκλειστικά σε αυτούς. ΖΧ 433.4
Για μια στιγμή ο Ιησούς έριξε ένα βλέμμα στη σκηνή γύρω Του, στο θύμα που έτρεμε από ντροπή και στους σκληροπρόσωπους άρχοντες χωρίς ίχνος από ανθρώπινο οίκτο. Το αγνό και άσπιλο πνεύμα Του στράφηκε με αποτροπιασμό από αυτό το θέαμα. ΖΧ 433.5
Γνώριζε καλά για ποιό σκοπό Του παρουσίασαν αυτή την περίπτωση. Διάβαζε τις καρδιές και γνώριζε την ιστορία της ζωής του καθενός που ήταν μπροστά Του. Αυτοί οι δήθεν υπερασπιστές της δικαιοσύνης είχαν οδηγήσει το θύμα τους στην αμαρτία για να μπορέσουν να στήσουν παγίδα στο Χριστό. Χωρίς να δείχνει ότι πρόσεξε την ερώτησή τους έσκυψε και καρφώνοντας τα μάτια στο έδαφος, άρχισε να γράφει πάνω στο χώμα. ΖΧ 433.6
Ανυπομονώντας για την καθυστέρηση που επιδείκνυε και για τη φαινομενική Του αδιαφορία, οι κατήγοροι Τον πλησίασαν περισσότερο, προσπαθώντας να στρέψουν την προσοχή Του στην υπόθεση που Του παρουσίασαν. Καθώς τα μάτια τους, ακολουθώντας το βλέμμα του Ιησού, έπεσαν στο οδόστρωμα πλάι στα πόδια Του, η όψη τους αλλοιώθηκε. Χαραγμένα μπροστά τους ήταν τα ένοχα μυστικά της ζωής τους. Οι άλλοι άνθρωποι που παρακολουθούσαν διέκριναν την ξαφνική μεταβολή στην έκφρασή τους και πλησίασαν περισσότερο για να ανακαλύψουν τι ήταν αυτό που παρατηρούσαν τόσο σαστισμένοι και ντροπιασμένοι. ΖΧ 434.1
Με όλο τον προσποιητό σεβασμό για το νόμο, αυτοί οι ραβίνοι παραβίαζαν τις προϋποθέσεις του,παρουσιάζοντας την κατηγορία εναντίον της γυναίκας. Ήταν καθήκον του άντρα της να προβεί σε ενέργειες εναντίον της και οι δύο ένοχοι έπρεπε να τιμωρηθούν εξίσου. Οι κατήγοροι δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα να επέμβουν. Ο Ιησούς όμως τους αντιμετώπισε πάνω στο δικό τους έδαφος. Ο νόμος διευκρίνιζε ότι στην περίπτωση του λιθο-βολισμού οι μάρτυρες έπρεπε πρώτοι να ρίξουν την πέτρα. Και αφού σηκώθηκε και στύλωσε τα μάτια Του στους συνωμότες πρεσβυτέρους, ο Ιησούς είπε: « Όστις από σας είναι αναμάρτητος, πρώτος ας ρίψη τον λίθον επ’ αυτήν.» Έπειτα έσκυψε και συνέχισε να γράφει στη Γή. ΖΧ 434.2
Ούτε είχε παραβλέψει το νόμο που δόθηκε με το Μωυσή, ούτε είχε παραβιάσει την εξουσία της Ρώμης. Οι κατήγοροι είχαν ηττηθεί. Τώρα, με το χιτώνα της προσποιητής αγιότητας καταρρακωμένο, στέκονταν μπροστά στην προσωποποίηση της Άπειρης Αγνότητας, ένοχοι και καταδικασμένοι. Έτρεμαν μήπως τα μυστικά της παράνομης ζωής τους φανερώνονταν στο πλήθος και έναςένας με σκυμμένα κεφάλια και χαμηλωμένα μάτια, έσπευσαν να απομακρυνθούν αθόρυβα, αφήνοντας το θύμα με τον ευσπλαχνικό Σωτήρα του. ΖΧ 434.3
Ο Ιησούς ανασηκώθηκε και κοιτάζοντας τη γυναίκα είπε: «Γύναι, που είναι εκείνοι οι κατήγοροί σου; δεν σε κατεδίκασεν ουδείς; Και εκείνη είπεν, Ουδείς, Κύριε. Ο Ιησούς είπε πρός αυτήν:«Ουδέ Εγώ σε καταδικάζω ύπαγε, και εις το εξής μη αμάρτανε.» ΖΧ 434.4
Η γυναίκα στέκονταν μπροστά στον Ιησού τρέμοντας από το φόβο. Τα λόγια Του, «όστις από σας είναι αναμάρτητος ας ρίψη πρώτος τον λίθον» είχαν φθάσει στα αυτιά της σαν θανατική ποινή.Δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της στο πρόσωπο του Σωτήρα,αλλά σιωπηλά περίμενε την καταδίκη της. Με μεγάλη της έκπληξηείδε τους κατηγόρους της να φεύγουν αμίλητοι και συγχυσμένοι.Τότε αντήχησαν στα αυτιά της εκείνα τα λόγια της ελπίδας: «ΟυδέΕγώ σε καταδικάζω ύπαγε και εις το εξής μη αμάρτανε.» ΖΧ 434.5
Η καρδιά της έλιωσε και ρίχτηκε στα πόδια του Ιησού,κλαίγοντας με αναφιλητά για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της και εξομολογούμενη με πικρά δάκρυα τις αμαρτίες της. ΖΧ 435.1
Για τη γυναίκα εκείνη αυτό το γεγονός σήμανε την αρχή μιας καινούργιας ζωής, μιας ζωής αγνότητας και ειρήνης, μιας ζωής αφιερωμένης στην υπηρεσία του Θεού. Με την ανόρθωση της αμαρτωλής αυτής ψυχής ο Ιησούς έκανε ένα θαύμα μεγαλύτερο από τη θεραπεία και της πιο βαριάς αρρώστιας. Θεράπευσε την πνευματική ασθένεια που οδηγεί στον αιώνιο θάνατο. Αυτή η μετανοημένη γυναίκα μεταβλήθηκε σε ένα από τους πιο σταθερούς οπαδούς Του. Με αυτοθυσιαζόμενη αγάπη και αφοσίωση ανταπέδωσε το έλεος της συγγνώμης Του. ΖΧ 435.2
Με τη συγχώρηση αυτής της γυναίκας και με την ενθάρρυνση που της έδωσε η προοπτική μιας καλύτερης ζωής, ο χαρακτήρας του Χριστού ακτινοβολεί στα πλαίσια της τέλειας ομορφιάς και δικαιοσύνης. Χωρίς να δικαιολογεί την αμαρτία ούτε και να την μειώνει, στο αίσθημα της ενοχής ο Χριστός αποβλέπει όχι να καταδικάσει αλλά να σώσει. Το μόνο που είχε να προσφέρει στην αμαρτωλή γυναίκα ο κόσμος ήταν η καταδίκη και ο χλευασμός, αλλά ο Ιησούς προφέρει λόγια παρηγοριάς και ελπίδας. Ο Αναμάρτητος ευσπλαχνίζεται την αδυναμία της αμαρτωλής και της τείνει χέρι βοήθειας. Ενώ οι υποκριτικοί Φαρισαίοι την καταδικάζουν, ο Ιησούς της λέγει: «Ύπαγε, και εις το εξής μή αμάρτανε.» ΖΧ 435.3
Οι οπαδοί του Χριστού δεν πρέπει να αποστρέφονται τους πλανεμένους, εγκαταλείποντάς τους να συνεχίσουν απροειδοποίητοι τον κατηφορικό τους δρόμο. Αυτοί που σπεύδουν να κατηγορήσουν άλλους και φέρνουν με ζήλο μπροστά στη δικαιοσύνη, συχνά είναι περισσότερο ένοχοι από ότι εκείνοι. Οι άνθρωποι μισούν τον αμαρτωλό, ενώ αγαπούν την αμαρτία. Ο Χριστός μισεί την αμαρτία, αλλά αγαπά τον αμαρτωλό. Αυτό το πνεύμα πρέπει να διέπει όλους εκείνους που Τον ακολουθούν. Η χριστιανική αγάπη δεν σπεύδει να επικρίνει, διακρίνει γρήγορα τη μετάνοια και είναι έτοιμη να συγχωρήσει, να ενθαρρύνει, να επαναφέρει τον πλανημένο στο δρόμο της αγιότητας και να στερεώσει τα πόδια του σε αυτόν. ΖΧ 435.4