Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 47—ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 17:9-21,
Μάρκ. 9:9-29, Λουκ. 9:37-45.
ΖΧ 400.1
Όλη τη νύχτα την είχαν περάσει πάνω στο βουνό. Όταν ο ήλιος ανέτειλε, ο Ιησούς και οι μαθητές Του κατηφόρισαν πρός την πεδιάδα. Απορροφημένοι από τις σκέψεις τους, οι μαθητές ήταν φοβισμένοι και σιωπηλοί. Ακόμη και ο Πέτρος δεν είχε να πει λέξη. Ευχαρίστως θα είχαν παραμείνει σε εκείνο τον άγιο τόπο τον οποίο είχε αγγίσει το φώς του Ουρανού και όπου ο Υιός του Θεού είχε φανερώσει τη δόξα Του. Έπρεπεόμως να εργαστούν για τους ανθρώπους, οι οποίοι ήδη είχαν αρχίσει να αναζητούν παντού τον Ιησού. ΖΧ 400.2
Στους πρόποδες του βουνού είχε συγκεντρωθεί ένα πλήθος ανθρώπων οδηγούμενο από τους μαθητές που είχαν μείνει πίσω και ήξεραν που είχε πάει ο Ιησούς. Καθώς ο Σωτήρας πλησίαζε, διέταξε τους τρείς συντρόφους Του να μη πουν τίποτε για τα όσα είχαν δει. Τους είπε: «Μη είπητε πρός μηδένα το όραμα, εωσού ο Υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών.» Η αποκάλυψη που έγινε στους μαθητές έπρεπε να φυλαχτεί στην καρδιά τους και να μη κοινοποιηθεί. Αν την εξιστορούσαν στα πλήθη, θα προκαλούσαν μόνο τον περίγελο και την άστοχη περιέργεια. Ούτε οι εννέα μαθητές δεν θα κατανοούσαν τη σκηνή εκείνη μέχρι να ανασταίνονταν ο Χριστός εκ νεκρών. Πόσο δυσκολεύονταν να εννοήσουν ακόμη και οι τρείς εκείνοι προνομιούχοι μαθητές, φαίνεται από το γεγονός ότι παρόλο ότι ο Χριστός τους είχε εξηγήσει τι Τον περίμενε, αυτοί ρωτούσαν ο ένας τον άλλον, τι σήμαινε άραγε «το να αναστηθή εκ νεκρών.» Δεν ζήτησαν καμιά εξήγηση από το Χριστό όμως. Τα λόγια που τους είχε πει για το μέλλον τους είχαν λυπήσει βαθιά. Δεν είχαν διάθεση να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για κάτι που ήθελαν να πιστεύουν ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ. ΖΧ 400.3
Στην πεδιάδα, μόλις οι άνθρωποι διέκριναν τον Ιησού, έτρεξαν να Τον συναντήσουν, χαιρετώντας Τον με λόγια που εξέφραζαν χαρά και σεβασμό. Αλλά το γυμνασμένο βλέμμα Του διέκρινε ότι βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία. Οι μαθητές φαίνονταν ταραγμένοι. Μόλις είχε μεσολαβήσει κάποιο γεγονός που τους είχε προκαλέσει πικρή απογοήτευση και ταπείνωση. ΖΧ 400.4
Ενώ οι μαθητές περίμεναν στους πρόποδες του βουνού, ένας πατέρας τους είχε φέρει το γιό του για να τον απαλλάξουν από το πονηρό πνεύμα που τον βασάνιζε. Ο Ιησούς είχε δώσει εξουσία στους μαθητές να διώχνουν τα ακάθαρτα πνεύματα όταν έστειλε τους δώδεκα να κηρύξουν στη Γαλιλαία. Επειδή τότε είχαν ξεκινήσει με σταθερή πίστη, τα ακάθαρτα πνεύματα υποτάσσονταν στο λόγο τους. Τώρα όμως που πρόσταξαν στο όνομα του Χριστού το πονηρό πνεύμα να εγκαταλείψει το θύμα του, δέχθηκαν μόνο τις ειρωνείες του δαιμονίου που έκανε μια καινούργια επίδειξη της δύναμής του. Οι μαθητές, μη μπορώντας να εξηγήσουν την ήττα τους, αισθάνθηκαν ότι είχαν εξευτελιστεί και αυτοί οι ίδιοι και ο Κύριός τους. Ανάμεσα στο πλήθος υπήρχαν γραμματείς που βρήκαν την ευκαιρία για να τους ταπεινώσουν όσο μπορούσαν περισσότερο. Συγκεντρώθηκαν γύρω από τους μαθητές και τους βασάνιζαν με ερωτήσεις προσπαθώντας να αποδείξουν ότι αυτοί και ο Δάσκαλός τους δεν ήταν παρά απατεώνες. Εδώ, δήλωναν θριαμβευτικά οι ραβίνοι, επρόκειτο για ένα πονηρό πνεύμα που ούτε οι μαθητές, ούτε ο Ίδιος ο Χριστός μπορούσαν να δαμάσουν. Ο λαός έκλινε με το μέρος των γραμματέων και ένα αίσθημα περιφρόνησης και χλευασμού είχε καταλάβει τα πλήθη. ΖΧ 401.1
Ξαφνικά όμως οι κατηγορίες έπαψαν. Φάνηκαν να πλησιάζουν ο Ιησούς και οι τρείς μαθητές και με μια αιφνίδια μεταστροφή των αισθημάτων του, ο λαός έσπευσε να τους συναντήσει. Η νυχτερινή επαφή με την ουράνια δόξα είχε αφήσει τα ίχνη της πάνω στο Σωτήρα και στους συντρόφους Του. Η μορφή τους παρουσίαζε ένα φώς που προκαλούσε δέος σε αυτούς που τους κοίταζαν. Οι γραμματείς φοβισμένοι οπισθοχώρησαν, ενώ ο λαός καλωσόριζε τον Ιησού. ΖΧ 401.2
Σαν να ήταν αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν, ο Σωτήρας πλησίασε στη σκηνή του διαπληκτισμού και καρφώνοντας το βλέμμα Του στους γραμματείς, τους ρώτησε: «Τι συζητείτε μετ’ αυτών;» ΖΧ 401.3
Οι προκλητικές και περιφρονητικές μέχρι τότε φωνές τώρα σιγούσαν. Μια απόλυτη σιωπή απλώθηκε σε όλους τους συγκεντρωμένους. Ο πονεμένος πατέρας προχώρησε τότε ανάμεσα στο πλήθος και πέφτοντας στα πόδια του Ιησού, διηγήθηκε τη θλιβερή ιστορία και την απογοήτευσή του. ΖΧ 401.4
«Διδάσκαλε,» είπε, «έφερα πρός Σε τον υιόν μου έχοντα πνεύμα άλαλον και όπου πιάση αυτόν, σπαράττει αυτόν και είπον πρός τους μαθητάς Σου να εκβάλωσιν αυτό, αλλά δεν ηδυνήθησαν.» ΖΧ 402.1
Ο Ιησούς κοίταξε γύρω Του τα φοβισμένα πλήθη, τους φιλόψογους γραμματείς και τους αδέξιους μαθητές. Μέσα σε κάθε καρδιά διέκρινε την απιστία και με φωνή γεμάτη λύπη φώναξε: «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε θέλω είσθαι μεθ’ υμών, έως πότε θέλω υποφέρει υμάς;» Έπειτα ζήτησε από το θλιμμένο πατέρα: «Φέρε τον υιόν σου εδώ.» ΖΧ 402.2
Φέρθηκε το παιδί και μόλις το βλέμμα του Σωτήρα έπεσε επάνω του, το πονηρό πνεύμα τον έριξε κατά γης και τον έκανε να σπαράζει από φρικτούς πόνους. Κυλιόταν και άφριζε και γέμιζε την ατμόσφαιρα με άναρθρες κραυγές. ΖΧ 402.3
Για άλλη μια φορά, ο Αρχηγός της ζωής και ο άρχοντας των δαιμόνων του σκότους βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης.Ο Χριστός εκπλήρωσε την αποστολή Του να κηρύξει «πρός τους αιχμαλώτους ελευθερίαν» και να αποστείλει «τους συντεθλασμένους εν ελευθερία» (Λουκ. 4:18,) ενώ ο Σατανάς προσπαθούσε να κρατήσει το θύμα του κάτω από τον έλεγχό του. Άγγελοι φωτός και στρατεύματα πονηρών αγγέλων, αόρατοι, συνωστίζονταν για να παρακολουθήσουν τη διαμάχη. Για ένα μικρό διάστημα ο Ιησούς επέτρεψε στο πονηρό πνεύμα να επιδείξει τη δύναμή του για να μπορέσουν οι παρόντες να καταλάβουν την απελευθέρωση που θα επακολουθούσε. ΖΧ 402.4
Το πλήθος παρακολουθούσε με κομμένη αναπνοή και ο πατέρας με αγωνία ανάμικτη από ελπίδα και φόβο. Ο Ιησούς ρώτησε: «Πόσος καιρός είναι αφού τούτο έγεινεν εις αυτόν;» Ο πατέρας εξιστόρησε τα ατέλειωτα χρόνια των βασάνων και μη αντέχοντας περισσότερο, φώναξε: «Εάν δύνασαί τι, βοήθησον ημάς, σπλαχνισθείς εφ’ ημάς.» «Εάν δύνασαι.» Ακόμη και τώρα ο πατέρας αμφέβαλλε για τη δύναμη του Χριστού. ΖΧ 402.5
Ο Ιησούς απάντησε: «Εάν δύνασαι να πιστεύσης, πάντα είναι δυνατά εις τον πιστεύοντα.» Δεν ήταν ζήτημα δύναμης από μέρους του Χριστού. Η θεραπεία του παιδιού εξαρτάτο από την πίστη του πατέρα. Ξεσπώντας σε λυγμούς, έχοντας συναίσθηση της δικής του αδυναμίας, ο πατέρας αφέθηκε στο έλεος του Χριστού με την κραυγή: «Πιστεύω, Κύριε βοήθει εις την απιστίαν μου.» ΖΧ 402.6
Ο Ιησούς στράφηκε στο βασανισμένο παιδί λέγοντας: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, Εγώ σε προστάζω, Έξελθε απ’ αυτού, και μη εισέλθης πλέον εις αυτόν.» Ακούστηκε μια έξαλλη κραυγή και ακολούθησε μια άγρια πάλη. Βγαίνοντας, το δαιμόνιο φάνηκε να αφαιρεί τη ζωή του θύματός του. Το παιδί έμεινε ακίνητο, σαν νεκρό. Τα πλήθη ψιθύριζαν: «Απέθανε.» Ο Χριστός όμως το πήρε από το χέρι, το σήκωσε και το παρέδωσε στον πατέρα του με τέλεια αποκαταστημένη σωματική και πνευματική υγεία. Πατέρας και υιός δόξαζαν το όνομα του Λυτρωτή τους. «Εξεπλήττοντο δε πάντες επί την μεγαλειότητα του Θεού,» ενώ οι γραμματείς, νικημένοι και ταπεινωμένοι, απομακρύνονταν σκυθρωποί. ΖΧ 403.1
«Εάν δύνασαί τι, βοήθησον ημάς, σπλαχνισθείς εφ’ ημάς.» Πόσες ψυχές πιεζόμενες από το φορτίο της αμαρτίας επαναλαμβάνουν σαν ηχώ την ίδια ικεσία! Για όλους η απάντηση του σπλαχνικού Σωτήρα είναι: «Εάν δύνασαι να πιστεύσης, πάντα είναι δυνατά εις τον πιστεύοντα.» Η πίστη είναι εκείνη που μας φέρνει σε επικοινωνία με τον Ουρανό και μας δυναμώνει για να αντιμετωπίσουμε τις δυνάμεις του σκότους. Με το Χριστό ο Θεός μας προμήθευσε όλα τα μέσα για να καθυποτάξουμε κάθε αμαρτωλή συνήθεια και να αντισταθούμε σε κάθε πειρασμό, όσο δυνατός και αν είναι. Πολλοί αισθάνονται ότι τους λείπει η πίστη και για αυτό μένουν μακριά από το Χριστό. Ας ριχτούν αυτές οι ψυχές με όλη τους την απελπιστική αναξιότητα στο έλεος του ευσπλαχνικού Σωτήρα τους. Μη βλέπετε στον εαυτό σας, αλλά στο Χριστό. Αυτός ο οποίος θεράπευε τους ασθενείς και έδιωχνε τα δαιμόνια όταν κυκλοφορούσε ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι και σήμερα ο ίδιος πανίσχυρος Λυτρωτής. Η πίστη έρχεται από το λόγο του Θεού. Στηριχθείτε λοιπόν στην υπόσχεσή Του: «Τον ερχόμενον πρός Εμέ δεν θέλω εκβάλει έξω.» (Ιωάν. 6:37.) Πέσετε στα πόδια Του κραυγάζοντας: «Πιστεύω, Κύριε βοτίθει εκ την απιστίαν μου.» Κάνοντας αυτό πράξη, δεν θα χαθείτε ποτέ σίγουρα ποτέ. ΖΧ 403.2
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι τρείς ευνοούμενοι μαθητές είχαν αντικρύσει το άκρο άωτο της δόξας και της ταπείνωσης. Είδαν την ανθρώπινη φύση να μεταμορφώνεται κατά την εικόνα του Θεού και να εξευτελίζεται κατά την ομοιότητα του Σατανά. Από το όρος που ο Χριστός είχε μιλήσει με τους ουράνιους απεσταλμένους και από εκεί όπου η φωνή Τον είχε διακηρύξει Υιό του Θεούμέσα από την ακτινοβόλο δόξα, Τον είδαν να έρχεται για να αντιμετωπίσει το πιο θλιβερό και αποκρουστικό θέαμα: το μανιακό εκείνο αγόρι, με παραμορφωμένο παρουσιαστικό, τρίζοντας τα δόντια και σφαδάζοντας από φρικτούς πόνους.Δεν μπορούσε να το ανακουφίσει καμιά ανθρώπινη δύναμη. Αυτός ο πανίσχυρος Λυτρωτής που λίγες ώρες πριν έστεκε δοξασμένος μπροστά στους έκθαμβους μαθητές, σκύβει για να σηκώσει το θύμα του Σατανά από τη Γή που σπαράζει και τον αποδίδει σωματικά και διανοητικά υγιή στον πατέρα και στην οικογένειά του. ΖΧ 403.3
Αυτό ήταν ένα παράδειγμα του απολυτρωτικού έργου — ο Θεϊκός Απεσταλμένος από τη δόξα του Πατέρα σκύβει για να σώσει το απολωλός. Απεικόνιζε επίσης και την αποστολή των μαθητών. Η ζωή των θεραπόντων του Χριστού δεν πρέπει να δαπανάται αποκλειστικά και μόνο στην κορυφή του όρους με τον Ιησού σε ώρες πνευματικής φωταψίας. Υπάρχει έργο για αυτούς κάτω στην πεδιάδα. Ψυχές που ο Σατανάς κρατά αιχμάλωτες, περιμένουν το λόγο της πίστης και της προσευχής για να τις ελευθερώσει. ΖΧ 404.1
Οι εννέα μαθητές προσπαθούσαν ακόμη να κατανοήσουν το θλιβερό γεγονός της αποτυχίας τους. Όταν βρέθηκαν πάλι μόνοι με τον Ιησού, Τον ρώτησαν: «Διατί ημείς δεν ηδυνήθημεν να εκβάλωμεν αυτό;» Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δια την απιστίαν σας διότι αληθώς σας λέγω. Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, θέλετε ειπεί πρός το όρος τούτο, Μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και θέλει μεταβή, και δεν θέλει είσθαι ουδέν αδύνατον εις εσάς τούτο δε το γένος δεν εξέρχεται, ειμή δια προσευχής και νηστείας.» Η απιστία τους που τους εμπόδισε από του να κατανοήσουν βαθύτερα το Χριστό και η επιπολαιότητα με την οποία αντιμετώπιζαν το ιερό έργο που τους είχε ανατεθεί, ευθύνονταν για την αποτυχία στην πάλη τους με τις δυνάμεις του σκότους. ΖΧ 404.2
Τα λόγια του Χριστού σχετικά με το θάνατό Του, τους είχαν δημιουργήσει θλίψη και αμφιβολία. Η επιλογή των τριών μαθητών πουσυνόδευαν το Χριστό στο βουνό, είχε διεγείρει τη ζηλοτυπία των άλλων εννέα. Αντί να ενισχύσουν την πίστη τους με προσευχή και περίσκεψη πάνω στα λόγια του Χριστού, εξακολουθούσαν να σκέπτονται τις απογοητεύσεις τους και τα ατομικά τους παράπονα. Ενώ βρίσκονταν σε αυτή την αποθαρρυντική κατάσταση, είχαν επιχειρήσει να εμπλακούν σε αγώνα με το Σατανά. ΖΧ 404.3
Για να επιτύχουν σε μια τέτοια πάλη, έπρεπε να αναλάβουν το έργο αυτό με διαφορετικόπνεύμα. Η πίστη τους έπρεπε να ενισχυθεί με θερμή προσευχή,με νηστεία και με ταπείνωση της ψυχής. Έπρεπε να κενωθούν από το «εγώ» και να πληρωθούν με το Πνεύμα και τη δύναμη του Θεού. Η ένθερμη και επίμονη ικεσία στο Θεό με πίστη, πίστη που οδηγεί στην πλήρη εξάρτηση από το Θεό, καθώς και η ανεπιφύλακτη καθιέρωση στο έργο Του μπορούν μόνο να φέρουν στους ανθρώπους τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος στον αγώνα τους κατά των αρχών και εξουσιών, κατά των κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος αυτού και κατά των πνευμάτων της πονηριάς εις τα επουράνια. (ιδέ Εφ. 6:12.) ΖΧ 404.4
Ο Ιησούς τους είπε: «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, θέλετε ειπεί πρός το όρος τούτο, Μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και θέλει μεταβή.» Αν και ο κόκκος του σιναπιού είναι μικροσκοπικός, περιέχει όμως την ίδια μυστηριακή αρχή της ζωής η οποία ευθύνεται για την αύξηση των πελωρίων δένδρων. Όταν ο κόκκος του σιναπιού πέσει στο χώμα, το μικροσκοπικό σπέρμα παίρνει κάθε στοιχείο που ο Θεός έχει προμηθεύσει για τη διατροφή του και σύντομα προχωρεί σε μια κανονική ανάπτυξη. Εάν έχετε πίστη σαν αυτή, θα πιαστείτε από το λόγο του Θεού και από όλα τα βοηθητικά στοιχεία που Εκείνος υπέδειξε. Έτσι η πίστη σας θα δυναμώσει και θα φέρει σε βοήθειά σας τη δύναμη του Ουρανού. Τα εμπόδια που ο Σατανάς συσσωρεύει στο δρόμο σας αν και φαινομενικά είναι ανυπέρβλητα σαν τα αιώνια βουνά, θα εξαφανιστούν μπροστά στις απαιτήσεις της πίστης. «Δεν θέλει είσθαι ουδέν αδύνατον εις εσάς.» ΖΧ 405.1