Η Ζωη του Χριστού

48/89

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 46—Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 17:1-8,
Μάρκ. 9:2-8, Λουκ. 9:28-36.
ΖΧ 395.1

Πλησιάζει να σουρουπώσει την ώρα που ο Ιησούς καλεί κοντά Του τρείς από τους μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.Τους οδηγεί ανάμεσα από τα λιβάδια, σε ένα ανώμαλο ανηφορικό μονοπάτι πρός μια ερημική βουνοπλαγιά. Ο Σωτήρας και οι μαθητές Του είχαν περάσει την ημέρα ταξιδεύοντας και διδάσκοντας. Έτσι, το σκαρφάλωμα του βουνού τους κάνει να νοιώθουν περισσότερο την κούραση. Ο Χριστός είχε αφαιρέσει βάρη πνευματικά και σωματικά από πολλούς δυστυχισμένους ανθρώπους. Είχε δώσει το σκίρτημα της ζωής στα εξασθενημένα σώματά τους, αλλά και Αυτός περιβεβλημένος την ανθρώπινη φύση, κουράζεται όπως και οι μαθητές Του από την ανηφοριά. ΖΧ 395.2

Οι τελευταίες ακτίνες του Ήλιου παιγνιδίζουν ακόμη στη βουνοκορφή και χρυσώνουν το μονοπάτι τους με μια αναλαμπή που αργοσβήνει. Σύντομα το φώς χάνεται από τους λόφους και τις πεδιάδες, ο Ήλιος εξαφανίζεται πίσω από το δυτικό ορίζοντα και οι μονήρεις οδοιπόροι βυθίζονται στο σκοτάδι της νύχτας. Το σκοτάδι που τους περιβάλλει φαίνεται να συμφωνεί με τη θλίψη της ζωής τους που άρχισε να καλύπτεται από πυκνά σύννεφα. ΖΧ 395.3

Οι μαθητές δεν τολμούν να ρωτήσουν το Χριστό που πηγαίνει ούτε και για ποιο σκοπό. Συχνά περνούσε ολόκληρες νύχτες στα βουνά, προσευχόμενος. Εκείνος το χέρι του οποίου διαμόρφωσε τα βουνά και τις κοιλάδες, αισθάνεται άνετα μέσα στη φύση και απολαμβάνει τη γαλήνη της. Οι μαθητές ακολουθούν όπου ο Ιησούς τους οδηγεί. Απορούν όμως γιατί ο Κύριός τους οδηγεί σε αυτή την κοπιαστική ανεβασιά, ενώ εκείνοι και Αυτός ο Ίδιος έχουν ανάγκη από ανάπαυση. ΖΧ 395.4

Κάποια στιγμή ο Χριστός τους λέει ότι δεν θα προχωρήσουν περισσότερο. Απομακρυσμένος λιγάκι από αυτούς, ο Άνθρωπος των Θλίψεων ικετεύει «μετά κραυγής και δακρύων.» Προσεύχεται για δύναμη ώστε να αντέξει στη δοκιμασία που θα υποστεί για χάρη της ανθρωπότητας. Πρέπει να στηριχτεί εκ νέου στην Παντοδυναμία του Θεού, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να ατενίσει το μέλλον. Φανερώνει τη λαχτάρα της ψυχής Του για τους μαθητές, ελπίζοντας να μη τους εγκαταλείψει η πίστη τους την ώρα των δυνάμεων του σκότους. Καθώς είναι γονατιστός, το σώμα Του νοτίζεται από τη δροσιά, αλλά Αυτός δεν το προσέχει. Πυκνές οι σκιέςσυγκεντρώνονται γύρω Του αλλά Αυτός δεν βλέπει το σκοτάδι. Οι ώρες αργοκυλούν. Στην αρχή οι μαθητές ενώνουν τις προσευχές τους με τις δικές Του με ειλικρινή αφοσίωση. Έπειτα από λίγο όμως αποκαμωμένοι από την κούραση και παρότι προσπαθούν να διατηρήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον τους, αποκοιμούνται. Ο Ιησούς τους είχε μιλήσει για τα πάθη Του. Τους είχε πάρει κοντά Του για να προσευχηθούν μαζί Του. Ακόμη και αυτή την ώρα προσεύχεται για αυτούς. Ο Σωτήρας πρόσεξε τη θλίψη των μαθητών Του και ήθελε να τη μετριάσει δίνοντάς τους τη βεβαιότητα ότι η πίστη τους δεν ήταν μάταιη. Από τους δώδεκα, δεν ήταν όλοι τους σε θέση να δεχθούν την αποκάλυψη στην οποία επιθυμεί να προβεί. Εξέλεξε μόνο τους τρείς που θα ήταν και μάρτυρες της αγωνίας Του στη Γεθσημανή για να είναι μαζί Του στο βουνό. Την ώρα αυτή, η ένθερμη παράκλησή Του είναι να τους αποκαλυφτεί σε κάποια της μορφή η δόξα που είχε κοντά στον Πατέρα πριν γίνει ο κόσμος, ώστε να παρουσιαστεί η βασιλεία Του στα ανθρώπινα μάτια και οι μαθητές να λάβουν δύναμη για να την ατενίσουν. Παρακαλεί να τους δοθεί μια ένδειξη της θεότητάς Του που να τους ενισχύσει στην ώρα της υπέρτατης αγωνίας, όταν θα ήξεραν ότι Αυτός είναι πράγματι ο Υιός του Θεού και ότι ο επώδυνος θάνατος αποτελεί μέρος του απολυτρωτικού σχεδίου. ΖΧ 395.5

Η προσευχή Του εισακούεται. Ενώ γονατιστός σκύβει ταπεινά πάνω στο σκληρό έδαφος, ανοίγονταιξαφνικά οι Ουρανοί και οι χρυσές πύλες της πόλης του Θεού ανοίγουν διάπλατα. Μια άγια ακτινοβολία κατεβαίνει πάνω στο βουνό και περιβάλλει τη μορφή του Σωτήρα. Η θεότητα αστράφτει μέσα από την ανθρωπότητα και συναντά την ερχόμενη από τον Ουρανό δόξα. Ο Χριστός ανασηκώνεται από τη στάση της προσευχής και ορθώνεται τώρα με θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Η αγωνία της ψυχής Του έχει φύγει. Η όψη Του λάμπει «ως ο ήλιος» και τα ενδύματά Του γίνονται «λευκά ως το φώς» ΖΧ 396.1

Οι μαθητές καθώς ξυπνούν, αντικρίζουν το βουνό κατάφωτο από το κύμα της δόξας. Φοβισμένοι και σαστισμένοι παρατηρούν τη μορφή του Κυρίου τους που ακτινοβολεί. Όταν τα μάτια τους συνηθίζουν στο θαυμάσιο εκείνο φώς, διακρίνουν ότι ο Ιησούς δεν είναι μόνος. Δίπλα Του βρίσκονται δύο ουράνιες υπάρξεις που συζητούν εμπιστευτικά μαζί Του. Είναι ο Μωυσής, ο οποίος επάνω στο όρος Σινά είχε μιλήσει με το Θεό. Επίσης βρίσκεται εκεί και ο Ηλίας στον οποίο είχε χορηγηθεί το εξαιρετικό προνόμιο που κανείς άλλος απόγονος του Αδάμ δεν είχε απολαύσει.Δεν είχε υποστεί ποτέ το θάνατο. ΖΧ 396.2

Δεκαπέντε αιώνες πριν, είχε σταθεί ο Μωυσής πάνω στο όρος Φασγά, αγναντεύοντας τη Γή της Επαγγελίας. Εξαιτίας της αμαρτίας του στη Μεριβά δεν του επετράπη η είσοδος σε αυτή. Δεν απήλαυσε τη χαρά να οδηγήσει τα στρατεύματα του Ισραήλ στην κληρονομιά των πατέρων τους. Η εναγώνια προσευχή του, «Ας διαβώ, δέομαι, και ας ίδω την γήν την αγαθήν, την πέραν του Ιορδάνου, εκείνο το όρος το αγαθόν, και τον Λίβανον.» (Δευτ. 3:25), δεν εισακούστηκε. Η ελπίδα του που επί σαράντα χρόνια φώτιζε τα σκοτάδια των περιπλανήσεων στην έρημο, δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Οι επώδυνοι κόποι και μόχθοι τόσων ετών κατέληξαν σε ένα μνήμα μέσα την ερημιά. Αλλά ο δυνάμενος «υπεκπερισσού να κάμη υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν» (Εφεσ. 3:20), απάντησε με αυτή τη γενναιοδωρία στην προσευχή του δούλου Του. Ο Μωυσής γεύτηκε το κράτος του θανάτου, αλλά δεν επρόκειτο να μείνει στον τάφο. Ο Ίδιος ο Χριστός τον κάλεσε στη ζωή. Ο Σατανάς, ο πειράζων, είχε διεκδικήσει το σώμα του Μωυσή εξαιτίας της αμαρτίας του. Ο Σωτήρας Χριστός τον ανέστησε από τον τάφο. (ιδέ Ιούδα 9.) ΖΧ 397.1

Ο Μωυσής επάνω στο όρος της μεταμόρφωσης ήταν μάρτυρας της νίκης του Χριστού κατά της αμαρτίας και του θανάτου. Αντιπροσώπευε εκείνους που θα βγουν από τον τάφο κατά την ανάσταση των δικαίων. Ο Ηλίας, ο οποίος είχε μεταφερθεί στον Ουρανό χωρίς να γευτεί θάνατο, αντιπροσώπευε εκείνους οι οποίοι θα μεταμορφωθούν «εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι,» όταν «το φθαρτόν τούτο ενδυθή αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδυθή αθανασίαν.» (Α’ Κορ. 15:52-53.) Ο Ιησούς ήταν περιβεβλημένος με τη δόξα του Ουρανού, όπως θα εμφανιστεί όταν θα έρθει «εκ δευτέρου χωρίς αμαρτίας εις τους προσμένοντας Αυτόν δια σωτηρίαν,» διότι θα «έλθη εν τη δόξη του Πατρός Αυτού μετά των αγγέλων Αυτού.» (Εβρ. 9:28, Μάρκ. 8:38.) Η υπόσχεση του Σωτήρα στους μαθητές είχε τώρα εκπληρωθεί. Εκεί, πάνω στο βουνό, η μέλλουσα βασιλεία της δόξας τους παρουσιάζεται σε μικρογραφία. — Ο Χριστός Βασιλιάς, ο Μωυσής αντιπρόσωπος των αναστηθέντων αγίων και ο Ηλίας των μεταμορφωμένων αγίων. ΖΧ 397.2

Οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν ακόμη τη σκηνή, αλλά χαίρονται που ο υπομονητικός,ταπεινός και πράος τους Δάσκαλος, αφού είχε περιπλανηθεί εδώ και εκεί ξένος και απροστάτευτος, απολάμβανε πλέοντα σεβασμό των τιμημένων ουρανίων υπάρξεων. Σκέπτονται ότι ο Ηλίας είχε έρθει για να αναγγείλει την ηγεμονία του Μεσσία και ότι η βασιλεία του Χριστού πλησίαζε να εγκαθιδρυθεί στη Γή. Η ανάμνηση του φόβου και της απογοήτευσης φαίνεται να εξαφανίζεται για πάντα. Λαχταρούν να παραμείνουν εδώ, στο σημείο όπου αποκαλύφθηκε η δόξα του Θεού. Ο Πέτρος αναφωνεί: «Κύριε, καλόν είναι να ήμεθα εδώ εάν θέλης, να κάμωμεν εδώ τρείς σκηνάς, δια Σέ μίαν, και δια τον Μωυσήν μίαν, και μίαν δια τον Ηλίαν.» Οι μαθητές είχαν την πεποίθηση ότι ο Μωυσής και ο Ηλίας είχαν σταλεί για να προστατεύσουν τον Κύριό τους, και να εγκαθιδρύσουν τη βασιλική Του κυριότητα. ΖΧ 398.1

Πριν από το στέμμα όμως προηγείται ο σταυρός. Το θέμα της συνομιλίας τους με τον Ιησού δεν είναι η ανάληψη του θρόνουαπό το Χριστό, αλλά ο θάνατός Του που θα συνέβαινε στην Ιερουσαλήμ. Φέρνοντας την αδυναμία της ανθρωπότητας και συναισθανόμενος τη θλίψη και την αμαρτία της, ο Χριστός βάδισε μόνος Του ανάμεσα στους ανθρώπους. Προσεγγίζοντας τη σκιά της επερχόμενης δοκιμασίας, ένοιωθε μια μεγάλη πνευματική αποξένωση σε ένα κόσμο που δεν Τον γνώρισεποτέ. Ούτε και ακόμη οι αγαπημένοι Του μαθητές, απορροφημένοι από τις δικές τους αμφιβολίες, θλίψεις και φιλόδοξες ελπίδες, δεν είχαν καταλάβει τη μυστηριακή φύση της αποστολής Του. Είχε ζήσει μέσα στην αγάπη και στη φιλία του Ουρανού. Εδώ όμως, στον κόσμο τον οποίο ο ίδιος είχε δημιουργήσει, ήταν εντελώς μόνος. Τώρα ο Ουρανός είχε στείλει τους απεσταλμένους Του στον Ιησού. Δεν είχε στείλει αγγέλους, αλλά ανθρώπους που είχαν δοκιμάσει βάσανα και θλίψεις και που μπορούσαν να βοηθήσουν το Σωτήρα στη δοκιμασία της επίγειας ζωής Του. Ο Μωυσής και ο Ηλίας υπήρξαν συνεργάτες του Χριστού. Είχαν συμμεριστεί τη βαθιά επιθυμία Του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο Μωυσής είχε ικετεύσει για τον λαό του Ισραήλ: «Πλήν τώρα εάν συγχωρήσης την αμαρτίαν αυτών . . . ει δε μή, εξάλειψον με δέομαι, εκ της βίβλου Σου την οποίαν έγραψας.» (Έξοδ. 32:32.) Ο Ηλίας είχε γευτεί την πνευματική απομόνωση όταν τα τριάμισι χρόνια της πείνας σήκωσε το φορτίο του μίσους και της θλίψης του έθνους του. Μόνος του είχε σταθεί με το μέρος του Θεού στο βουνό, τον Κάρμηλο Μόνος του είχε καταφύγει στην ερημιά κυριευμένος από την αγωνία και την απόγνωση. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν προτιμηθεί από όλους τους αγγέλους που περιβάλλουν το θρόνο του Θεού για να έρθουν να μιλήσουν με το Χριστό για τις σκηνές των παθών Του και να Τον παρηγορήσουν, διαβεβαιώνοντάς Τον για τη συμπαράσταση του Ουρανού. Η ελπίδα του κόσμου, η σωτηρία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελούσε το θέμα της συνομιλίας τους. ΖΧ 398.2

Επειδή είχαν αφεθεί να κυριευθούν από τον ύπνο, οι μαθητές μπόρεσαν να ξεδιαλέξουν ελάχιστα από τα λόγια που αντάλλαξε ο Χριστός με τους ουράνιους απεσταλμένους. Επειδή δεν κατόρθωσαν να ξυπνήσουν και να προσευχηθούν έχασαν αυτά που ο Θεός επιθυμούσε να τους δώσει: να εξοικειωθούν με τα πάθη του Χριστού και τη δόξα που θα επακολουθούσε. Έχασαν την ευλογία που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους αν συμμερίζονταν την αυτοθυσία Του. Πόσο δύσπιστοι ήταν οι μαθητές ώστε να πιστέψουν και πόσο ελάχιστα εκτιμούσαν το θησαυρό με τον οποίο ο Ουρανός στόχευε να τους πλουτίσει! ΖΧ 399.1

Παρόλα αυτά δέχτηκαν ένα μεγάλο φώς. Βεβαιώθηκαν ότι ολόκληρος ο Ουρανός γνώριζε την αμαρτία που διέπραττε το ιουδαϊκό έθνος, απορρίπτοντας το Χριστό. Τους χορηγήθηκε μια σαφέστερη επίγνωση του έργου του Λυτρωτή. Είδαν με τα μάτια τους και άκουσαν με τα αυτιά τους πράγματα που υπερέβαιναν την ανθρώπινη αντίληψη. «Αυτόπται γενόμενοι της εκείνου μεγαλειότητος.» (Β’ Πέτρ. 1:16,) Διαπίστωσαν ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι ο Μεσσίας για τον οποίο έδωσαν τη μαρτυρία τους πατριάρχες και προφήτες και τον οποίο ανεγνώριζε σύσσωμο το ουράνιο σύμπαν. ΖΧ 399.2

Ενώ ατένιζαν ακόμη τη σκηνή πάνω στο βουνό, «ιδού νεφέλη επεσκίασεν αυτούς και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα, Ούτος είναι ο Υιός Μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην Αυτού ακούετε.» Όταν είδαν το σύννεφο της δόξας, φωτεινότερο και από εκείνο που προηγούταν στις οδοιπορούσες φυλές του Ισραήλ στην έρημο, όταν άκουσαν τη φωνή του Θεού να μιλά με καταπληκτική μεγαλοπρέπεια που έκανε το όρος να σείεται, οι μαθητές έπεσαν σαν κεραυνόπληκτοι κατά Γής. Πεσμένοι μπρούμυτα, με τα πρόσωπα κρυμμένα, έμειναν στη στάση αυτή, μέχρι που ήρθε κοντά τους ο Ιησούς και αγγίζοντάς τους, διέλυσε τους φόβους με τη γνώριμη φωνή Του: «Εγέρθητε, και μη φοβείσθε.» Μόλις τόλμησαν να σηκώσουν τα μάτια τους, είδαν ότι η ουράνια δόξα είχε απομακρυνθεί. Οι μορφές του Μωυσή και του Ηλία είχαν εξαφανιστεί. Βρίσκονταν μόνοι πάνω στο βουνό με τον Ιησού. ΖΧ 399.3