Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 40—ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 14:22-33,
Μάρκ. 6:45-52, Ιωάν. 6:14-21.
ΖΧ 346.1
Καθισμένοι στον καταπράσινο κάμπο, το σούρουπο μιας ανοιξιάτικης βραδιάς, οι άνθρωποι έφαγαν την τροφή που τους είχε προμηθεύσει ο Χριστός. Τα λόγια που είχαν ακούσει την ημέρα εκείνη τους φάνηκαν σαν φωνή Θεού. Το θαυμάσιο θεραπευτικό έργο που είχαν δει, μόνο μια θεϊκή δύναμη μπορούσε να το κάνει. Το θαύμα όμως των άρτων έκανε βαθιά εντύπωση σε ολόκληρο το πολυπληθέςκοινό. Όλοι τους ωφελήθηκαν από αυτό. Την εποχή του Μωυσή, ο Θεός έθρεψε το λαό του Ισραήλ στην έρημο με μάννα. Ποιός άλλος μπορούσε να είναι αυτός που τους έθρεψε εκείνη την ημέρα, παρά Εκείνος για τον οποίο είχε προφητεύσει ο Μωυσής; Καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορούσε να δημιουργήσει από πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψαράκια τόση τροφή που να τραφούν πέντε χιλιάδες άνθρωποι. Έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Ούτος είναι αληθώς ο προφήτης ο μέλλων να έλθη εις τον κόσμον.» ΖΧ 346.2
Όλη την ημέρα η πεποίθησή τους αυτή δυνάμωνε. Το κορυφαίο εκείνο επίτευγμα αποτελούσε τη διαβεβαίωση ότι ο αναμενόμενος από καιρό Ελευθερωτής βρίσκονταν τώρα ανάμεσά τους. Οι ελπίδες του λαού κορυφώθηκαν. Αυτός ήταν ασφαλώς Εκείνος που θα έκανε την Ιουδαία ένα επίγειο παράδεισο, μια χώρα όπου να ρέει μέλι και γάλα. Αυτός που θα μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία. Θα μπορούσε να νικήσει τη δύναμη των μισητών Ρωμαίων. Μπορούσε να ελευθερώσει την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ. Μπορούσε να θεραπεύσει τους τραυματισμένους μαχητές στρατιώ-τες. Μπορούσε να προμηθεύσει όλο το στράτευμα τροφή. Μπορούσε να κατακτήσει τα έθνη και να δώσει στον λαό του Ισραήλ την προ πολλού αναμενόμενη εξουσία. ΖΧ 346.3
Μέσα στον ενθουσιασμό του, ο λαός ήταν έτοιμος να Τον στέψει βασιλιά. Έβλεπαν ότι δεν κατέβαλλε καμιά προσπάθεια για να προσελκύσει την προσοχή ή να εξασφαλίσει τιμές για τον εαυτό Του. Σε αυτό διέφερε ριζικά από τους ιερείς και τους άρχοντες. Ο λαός φοβόταν ότι μόνος Του δεν θα διεκδικούσε ποτέ το θρόνο του Δαβίδ. Σκεπτόμενοι μεταξύ τους, αποφασίζουν να Τον πάρουν με τη βία και να Τον ανακηρύξουν βασιλιά του Ισραήλ. Οι μαθητές ενώνονται με το πλήθος, δηλώνοντας ότι ο θρόνος του Δαβίδ είναι δικαιωματική κληρονομιά του Κυρίου τους. Η ταπεινοφροσύνη του Χριστού, λένε οι μαθητές Του, Τον κάνει να αρνείται μια τέτοια τιμή. Τότε ας εξυμνήσουν τα πλήθη Τον Απελευθερωτή τους. Ας βρεθούν αναγκασμένοι οι υπερήφανοι ιερείς και άρχοντες να τιμήσουν Αυτόν που ήρθε περιβεβλημένος με τη θεϊκή εξουσία. ΖΧ 346.4
Με ζήλο σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους. Ο Ιησούς βλέπει τι πρόκειται να συμβεί και καταλαβαίνει αυτό που εκείνοι αδυνατούν να καταλάβουν.Ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα ενός τέτοιου κινήματος. Ακόμη και εκείνη την ώρα οι ιερείς και οι άρχοντες επιβουλεύονταν τη ζωή Του με την κατηγορία ότι απομάκρυνε τους ανθρώπους από αυτούς. Η βία και η ανταρσία θα διαδέχονταν την προσπάθεια του λαού να Τον ενθρονίσουν και το έργο της πνευματικής βασιλείας θα εμποδίζονταν. Χωρίς καθυστέρηση το κίνημα έπρεπε να αναχαιτιστεί. Κάλεσε τους μαθητές Του και τους πρόσταξε να πάρουν το πλοίο και να επιστρέψουν αμέσως στην Καπερναούμ, αφήνοντας Αυτόν να διαλύσει το πλήθος. ΖΧ 347.1
Ποτέ άλλοτε εντολή του Χριστού δεν φάνηκε τόσο δύσκολη στην εφαρμογή της. Οι μαθητές από καιρό ήλπιζαν ότι ένα λαϊκό κίνημα θα ανέβαζε τον Ιησού στο θρόνο. Δεν μπορούσαν να υποφέρουν στη σκέψη ότι όλος αυτός ο ενθουσιασμός δεν θα κατέληγε πουθενά. Τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί για το Πάσχα ανυπομονούσαν να δουν το νέο προφήτη. Στους οπαδούς Του, αυτό φαίνονταν σαν μια χρυσή ευκαιρία για να ανεβάσουν τον αγαπημένο τους Δάσκαλο στο θρόνο του Ισραήλ. Μέσα στην αίγλη που δημιούργησε η νέα αυτή φιλοδοξία, οι μαθητές θεωρούσαν δύσκολο να φύγουν μόνοι τους, αφήνοντας τον Ιησού μόνο στην έρημη ακτή. Διαμαρτυρήθηκαν για αυτή την απόφαση. Ο Ιησούς μίλησε τώρα με τέτοια εξουσία που ποτέ προηγουμένως δεν είχε δείξει απέναντι τους. Ήξεραν ότι περισσότερες αντιρρήσεις από μέρους τους θα ήταν ανώφελες και αμίλητοι κατευθύνθηκαν πρός τη θάλασσα. ΖΧ 347.2
Τότε ο Ιησούς προστάζει στα πλήθη να διαλυθούν. Η στάση Του είναι τόσο αποφασιστική που δεν τολμούν να Τον παρακούσουν. Τα επαινετικά και εκστατικά λόγια σβήνουν στα χείλη τους. Τη στιγμή ακριβώς που προχωρούν για να Τον πιάσουν για τη στέψη, τα βήματά τους σταματούν και η χαρούμενη, ζωηρή τους όψη σκυθρωπιάζει. Ανάμεσα στο πλήθος βρίσκονται άνδρες με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα αλλά η βασιλική συμπεριφορά του Ιησού και τα λιγοστά, ήρεμα προστακτικά Του λόγια καταπνίγουν το θόρυβο και ματαιώνουν τα σχέδιά τους. Αναγνωρίζουν σε Αυτόν μια δύναμη που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη εξουσία και υπακούουν χωρίς να προβάλλουν αντίρρηση. ΖΧ 347.3
Όταν ο Ιησούς έμεινε μόνος, «ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν δια να προσευχηθή.» Επί ώρες συνέχιζε να ικετεύει το Θεό. Δεν απηύθυνε τις προσευχές εκείνες για τον εαυτό Του αλλά για τον κόσμο. Προσεύχονταν για δύναμη, ώστε να αποκαλύψει στους ανθρώπους το θείο χαρακτήρα της αποστολής Του. Σκοπός του ήταν ο Σατανάς να μη μπορέσει να τυφλώσει τη νοημοσύνη τους και να διαστρέψει την κρίση τους. Ο Σωτήρας γνώριζε ότι οι μέρες της προσωπικής Του διακονίας επάνω στη Γή είχαν σχεδόν τελειώσει και ότι λίγοι θα Τον δέχονταν για Λυτρωτή τους. Με αγωνία και ψυχική οδύνη προσευχήθηκε για τους μαθητές Του. Έμελλαν να δοκιμαστούν σκληρά Οι μακρόχρονες προσφιλείς τους ελπίδες, στηριγμένες σε δημοφιλείς πλάνες, επρόκειτο να διαψευστούν κατά τον πιο οδυνηρό και ταπεινωτικό τρόπο. Αντί να Τον δουν να ανεβαίνει στο θρόνο του Δαβίδ, θα ήταν μάρτυρες του σταυρικού Του θανάτου. Αυτή πραγματικά θα ήταν η αληθινή Του στέψη. Δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν αυτό και κατά συνέπεια θα αντιμετώπιζαν δυνατούς πειρασμούς, την φύση των οποίων δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν. Αν το Άγιο Πνεύμα δεν φώτιζε τις διάνοιές τους και δεν διεύρυνε την αντίληψή τους, η πίστη των μαθητών θα ναυαγούσε. Ήταν οδυνηρό για τον Ιησού ότι η γνώμη που είχαν για τη βασιλεία Του περιοριζόταν σε ένα τέτοιο μεγάλο βαθμό στα κοσμικά μεγαλεία και τις τιμές. Το φορτίο που ένοιωθε για αυτούς πίεζε πολύ την καρδιά Του και ικέτευε το Θεό με βαθιά αγωνία και με δάκρυα. ΖΧ 348.1
Οι μαθητές δεν είχαν φύγει αμέσως από την ξηρά όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς. Περίμεναν λίγο, ελπίζοντας ότι Εκείνος θα έρχονταν σε αυτούς. Καθώς είδαν ότι γρήγορα το σκοτάδι πύκνωνε γύρω τους, «εμβάντες εις το πλοίον, ήρχοντο πέραν της θαλάσσης εις Καπερναούμ.» Είχαν αφήσει τον Ιησού με δυσαρεστημένη καρδιά και δυσανασχετούσαν απέναντι Τουπερισσότερο από κάθε άλλη φορά από την στιγμή που Τον αναγνώρισαν ως Κύριό τους. Μεμψιμοιρούσαν γιατί δεν τους επέτρεψε να Τον ανακηρύξουν βασιλιά. Μέμφονταν τον εαυτό τους επειδή είχαν υποχωρήσει τόσο εύκολα στη διαταγή Του. Έκαναν τη σκέψη ότι αν επέμεναν περισσότερο, θα μπορούσαν να πετύχουν το σκοπό τους. ΖΧ 348.2
Η απιστία άρχισε να εισχωρεί στη σκέψη τους και στην καρδιά τους. Η αγάπη για τιμές τους είχε τυφλώσει. Ήξεραν ότι οι Φαρισαίοι μισούσαν τον Ιησού και οι μαθητές ανυπομονούσαν να Τον δουν εξυψωμένο, όπως πίστευαν ότι Του ταίριαζε. Είχαν ενωθεί με ένα δάσκαλο που μπορούσε να κάνει μεγάλα θαύματα και συγχρόνως να χλευάζονται ωςαπατεώνες, ήταν μια δοκιμασία που δεν μπορούσαν να υποφέρουν. Έπρεπε λοιπόν να θεωρούνται για πάντα οπαδοί ενός ψευδοπροφήτη; Δεν θα διεκδικούσε ο Χριστός ποτέ την εξουσία Του σαν βασιλιάς; Γιατί Αυτός που κατείχε τόση δύναμη δεν αποκαλύπτονταν με τον πραγματικό Του χαρακτήρα ώστε να κάνει και τη δική τους μοίρα λιγότερο οδυνηρή; Γιατί δεν είχε σώσει τον Ιωάννη Βαπτιστή από βίαιο θάνατο; Έτσι σκέπτονταν οι μαθητές μέχρι που δημιούργησαν γύρω τους ένα μεγάλο πνευματικό σκοτάδι. Άρχισαν να διερωτώνται: «θα μπορούσε μήπως ο Ιησούς να ήταν απατεώνας όπως ισχυρίζονταν οι Φαρισαίοι;» ΖΧ 349.1
Εκείνη την ημέρα οι μαθητές είχαν παρακολουθήσει τα θαυμάσια έργα του Χριστού. Τους φάνηκε σαν να ο Ουρανός είχε κατεβεί στη Γή. Η ανάμνηση της σημαντικής και ένδοξης εκείνης ημέρας είχε πλημμυρίσει την καρδιά τους με πίστη και ελπίδα. Αν συνομιλούσαν για αυτά τα πράγματα από τα βάθη της καρδιάς τους, δεν θα έμπαιναν στον πειρασμό. Η απογοήτευση όμως είχε απορροφήσει τις σκέψεις τους. Τα λόγια του Χριστού «συνάξατε τα περισσεύματα κλάσματα, δια να μη χαθή τίποτε,» πέρασαν απαρατήρητα. Εκείνες ήταν ώρες μεγάλης ευλογίας για τους μαθητές Του, αλλά είχανλησμονήσει τα πάντα. Βρέθηκαν μέσα σε ταραγμένα νερά. Οι σκέψεις τους ήταν θυελλώδεις και παράλογες. Ο Κύριος τους έδωσε κάτι άλλο για να στενοχωρήσει την ψυχή τους και να απασχολήσει τη σκέψη τους. Ο Θεός συχνά ενεργεί με τον τρόπο αυτόν όταν οι άνθρωποι δημιουργούν βάρη και δυσκολίες για τον εαυτό τους. Δεν ήταν ανάγκη να καταληφθούν οι μαθητές από ανησυχία. Ήδη ο κίνδυνος πλησίαζε γοργά. ΖΧ 349.2
Μια τρομακτική καταιγίδα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει επάνω τους και εκείνοι ήταν εντελώς ανέτοιμοι να την αντιμετωπίσουν καθώς είχε έρθει εντελώς ξαφνικά εν αντιθέσει του υπολοίπου μιας θαυμάσιας μέρας. Όταν τους έπιασε η θαλασσοταραχή φοβήθηκαν. Ξέχασαν τη δυσαρέσκειά τους, την απιστία τους, την ανυπομονησία τους. Όλοι τους ρίχτηκαν στη δουλειά για να κρατήσουν το πλοίο στην επιφάνεια Η απόσταση από τη Βηθεσδά μέχρι το σημείο όπου περίμεναν να συναντήσουν τον Ιησού ήταν μικρή. Με συνηθισμένο καιρό, το ταξίδι δεν ήταν πολύωρο.Τώρα απομακρύνονταν συνεχώς από το σημείο του προορισμού τους. Μέχρι αργά την νύκτα αγωνίστηκαν, κωπηλατώντας. Μετά από αυτό, εξαντλημένοι, εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα σωτηρίας. Με τη φουρτούνα και το σκοτάδι, η θάλασσα τους δίδαξε πόσο ανήμποροι ήταν και λαχταρούσαν τώρα την παρουσία του Κυρίου τους. ΖΧ 349.3
Ο Ιησούς δεν τους είχε ξεχάσει. Ο Φρουρός από την ακτή είδε τους πανικόβλητους άνδρες να παλεύουν με τη θύελλα. Ούτε για μια στιγμή δεν έχασε από τα μάτια Του τους μαθητές Του. Με μεγάλη ανυπομονησία στα μάτια Του παρακολουθούσε το θαλασσοδαρμένο πλοίο με το πολύτιμο φορτίο του. Οι άνθρωποι θα γίνονταν το φώς του κόσμου. Όπως μια μητέρα με τρυφερή στοργή προστατεύει το παιδί της, έτσι και ο συμπονετικός τους Δάσκαλος προστάτευσε τους μαθητές Του. Όταν οι καρδιές τους υποτάχθηκαν, όταν η ανόσια φιλοδοξία τους υποχώρησε και με ταπεινοφροσύνη προσευχήθηκαν για βοήθεια, τότε η βοήθεια ήρθε. ΖΧ 350.1
Τη στιγμή που νόμισαν ότι χάνονται, μια αστραπή αποκαλύπτει μια μυστηριώδη μορφή που τους πλησιάζει πάνω στα νερά. Δεν ξέρουν όμως ότι είναι ο Ιησούς. Ενώ Αυτός έρχεται να τους βοηθήσει, εκείνοι Τον θεώρησαν εχθρό. Κυριεύονται από τον τρόμο. Τα ατσαλένια χέρια που κρατούν τα κουπιά παραλύουν. Το πλοίο ταλαντεύεται αφημένο στο έλεος των κυμάτων. Τα μάτια όλων καρφώνονται στο θέαμα του ανθρώπου που βαδίζει πάνω στα αφρισμένα κύματα της μανιασμένης θάλασσας. ΖΧ 350.2
Νομίζουν ότι είναι φάντασμα που προοιωνίζει το χαμό τους. Από το φόβο ξεφωνίζουν. Ο Ιησούς προχωρεί και κάνει πως τους προσπερνά. Εκείνοι Τον αναγνωρίζουν και κραυγάζοντας ζητούν τη βοήθειά Του. Ο αγαπημένος τους Δάσκαλος στρέφεται και η φωνή Του καθησυχάζει το φόβο τους: «Θαρσείτε Εγώ είμαιμη φοβείσθε.» ΖΧ 350.3
Δεν είχαν προλάβει να πιστέψουν το θαυμάσιο γεγονός και ο Πέτρος δεν μπορούσε να κρύψει τη μεγάλη του χαρά. Σαν να μη μπορούσε ακόμη να το πιστέψει, ξεφώνησε: «Κύριε, εάν ήσαι Σύ, πρόσταξόν με να έλθω πρός Σε επί τα ύδατα. Ο δε είπεν, Ελθέ.» ΖΧ 350.4
Με τα μάτια στυλωμένα στον Ιησού, ο Πέτρος βαδίζει με σιγουριά. Καθώς γυρίζει όμως με αυτοπεποίθηση να δει τους συντρόφους του στο πλοίο, τα μάτια του στρέφονται από το Σωτήρα. Ο άνεμος είναι ορμητικός. Τα κύματα υψώνονται και παρεμβάλλονται ανάμεσα σε αυτόν και στον Κύριό του. Τον Πέτρο κυριεύει ο φόβος. Για μια στιγμή ο Χριστός χάνεται από τα μάτια του και η πίστη τον εγκαταλείπει. Αρχίζει να βυθίζεται. Ενώ τα κύματα συνδιαλέγονται με το θάνατο, ο Πέτρος υψώνει τα μάτια του από τα αγριεμένα νερά και τα προσηλώνει στον Ιησού κραυγάζοντας: «Κύριε, σώσον με.» Αμέσως ο Ιησούς αρπάζει το απλωμένο χέρι του λέγοντας: «Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» ΖΧ 350.5
Βαδίζοντας πλάί-πλάϊ, κρατώντας ο Πέτρος το χέρι του Κυρίου Του, ανέβηκαν μαζί στο πλοίο. Αλλά ο Πέτρος ήταν τώρα υποταγμένος και σιωπηλός. Δεν είχε πια λόγο να καυχάται σαν ανώτερος από τους συντρόφους του, γιατί με την απιστ ία και με την αυτοεξύψωσή του λίγο έλλειψε να χάσει τη ζωή του. Όταν έστρεψε τα μάτ ια του από τον Ιησού, έχασε την ισορροπία του και βυθίσθηκε μέσα στα κύματα. ΖΧ 351.1
Όταν καταφθάνουν οι δυσκολίες, πόσο συχνά μοιάζουμε στον Πέτρο! Κοιτάζουμε τα κύματα αντί να κρατούμε το βλέμμα προσηλωμένο στο Σωτήρα. Τα βήματά μας γλιστρούν και τα ορμητικά νερά σκεπάζουν την ψυχή μας. Ο Ιησούς δεν ζήτησε από τον Πέτρο να έρθει σε Αυτόν για να χαθεί. Δεν μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε για να μας εγκαταλείψει αργότερα. Μας λέει: «Μη φοβού, διότι Εγώ σε ελύτρωσα, σε εκάλεσα με το όνομά σου Εμού είσαι. Όταν διαβαίνης δια των υδάτων, μετά σού θέλω είσθαι και όταν δια των ποταμών, δεν θέλουσι πλημμυρίσει επί σέ όταν περιπατής δια του πυρός, δεν θέλεις καή. Ουδέ θέλει εξαφθή η φλόξ επί σέ. Διότι Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, ο Άγιος του Ισραήλ, ο Σωτήρ σου.» (Ησ. 43:1-3.) ΖΧ 351.2
Ο Ιησούς ήξερε το χαρακτήρα των μαθητών Του. Γνώριζε πόσο οδυνηρά θα δοκιμάζονταν η πίστη τους. Με αυτό το περιστατικό πάνω στη θάλασσα ήθελε να φανερώσει στον Πέτρο την αδυναμία του, φανερώνοντας ότι η ασφάλειά του έγκειται στη συνεχή εξάρτησή του από τη θεία δύναμη. Θα μπορούσε να περάσει ασφαλώς τις θύελλες των πειρασμών μόνο όταν δυσπιστώντας ολότελα στον εαυτό του, στηρίζονταν στο Σωτήρα. Όταν ο Πέτρος θεώρησε τον εαυτό του δυνατό, τότε ήταν αδύνατος μέχρι να αναγνωρίσει την αδυναμία του και δεν αισθάνονταν την ανάγκη της εξάρτησής του από το Χριστό. Αν είχε μάθει το μάθημα που ο Ιησούς ήθελε να του διδάξει με την εμπειρία στη θάλασσα, δεν θα είχε παρασυρθεί όταν τον βρήκε αργότεραη μεγαλύτερη δοκιμασία. ΖΧ 351.3
Μέρα με τη μέρα ο Θεός διδάσκει τα παιδιά Του. Με τα γεγονότα της καθημερινής ζωής, τα προετοιμάζει για να παίξουν ρόλο στην ευρύτερη πορεία της ζωής που τα προορίζει η πρόνοιά Του. Η έκβαση των καθημερινών δοκιμασιών αποφαίνεται για τη νίκη ή την ήττα τους στον αδυσώπητο αγώνα της ζωής. ΖΧ 352.1
Όσοι δεν αναγνωρίζουν τη συνεχή εξάρτησή τους από το Θεό θα νικηθούν από τον πειρασμό. Μπορεί προσωρινά να υποθέτουμε ότι βαδίζουμε σταθερά και ότι δεν πρόκειται ποτέ να διασαλευθούμε. Μπορεί να λέμε με πεποίθηση: «Ξέρω σε ποιόν πιστεύω. Τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει την πίστη μου στο Θεό και στο λόγο Του.»Ο Σατανάς όμως σχεδιάζει να εκμεταλλευτεί τις κληρονομικές και επίκτητες αδυναμίες του χαρακτήρα μας για να μας κάνει να μη βλέπουμε τις προσωπικές μας ανάγκες και ελλείψεις. Μόνο αν συνειδητοποιήσομε την αδυναμία μας και προσηλώσουμε το βλέμμα μας στον Ιησού, μπορούμε να βαδίσουμε ασφαλώς. ΖΧ 352.2
Μόλις ο Ιησούς πήρε τη θέση Του στο πλοίο, ο άνεμος κόπασε «και παρευθύς το πλοίο έφθασεν εις την γήν εις την οποίαν επήγαινον.» Τη νύχτα του τρόμου διαδέχτηκε το φώς της αυγής. Οι μαθητές και οι συνεπιβάτες στο πλοίο, έπεσαν στα πόδια του Χριστού με ευγνωμονούσα καρδιά λέγοντας: «Αληθώς Θεού Υιός είσαι.» ΖΧ 352.3