Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 36—ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 9:18-26,
Μάρκ. 5:21-43, Λουκ. 8:40-56.
ΖΧ 316.1
Επιστρέφοντας από τη χώρα των Γαδαρηνών στη δυτική ακτή της λίμνης, ο Ιησούς βρήκε ένα πλήθος συγκεντρωμένο που Τον υποδέχθηκε και Τον χαιρέτησε με χαρά. Παρέμεινε ένα διάστημα στην ακτή, διδάσκοντας και θεραπεύοντας.Έπειτα πήγε στο σπίτι του Λευί-Ματθαίου για να παραβρεθεί με τους τελώνες στο συμπόσιο. Εκεί, Τον βρήκε ο Ιάειρος ο αρχισυνάγωγος. ΖΧ 316.2
Ο πρεσβύτερος αυτός των Ιουδαίων ήρθε στον Ιησού με μεγάληθλίψη και έπεσε στα πόδια Του φωνάζοντας: «Το θυγάτριόν μου πνέει τα λοίσθια να έλθης και να βάλης τας χείρας Σου επ’ αυτήν, δια να σωθή και θέλει ζήσει.» ΖΧ 316.3
Ο Ιησούς ξεκίνησε αμέσως με τον άρχοντα για το σπίτι του. Αν και οι μαθητές είχαν δει τόσα πολλά έργα της ευσπλαχνίας Του, παραξενεύτηκαν που Τον είδαν να ανταποκρίνεται αμέσως στην ικεσία του υπεροπτικού ραβίνου. Παρόλα αυτάσυνόδευαν τον Κύριό τους και ο λαός ακολουθούσε με ενδιαφέρον και προσδοκία. ΖΧ 316.4
Το σπίτι του άρχοντα δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά ο Ιησούς και οι σύντροφοί Του προχωρούσαν αργά, γιατί το πλήθος Τον περιέβαλε από κάθε πλευρά. Ο ανήσυχος πατέρας ανυπομονούσε για την καθυστέρηση, αλλά ο Ιησούς από οίκτο για τα πλήθη σταματούσε κάθε τόσο για να ανακουφίσει κάποιον που υπέφερε ή για να παρηγορήσει κάποια ταραγμένη καρδιά. ΖΧ 316.5
Ενώ βρίσκονταν ακόμη στο δρόμο, ένας αγγελιοφόρος διέσχισε το πλήθος, φέρνοντας στον Ιάειρο την είδηση ότι το κορίτσι του είχε πεθάνει και ήταν ανώφελο να ανησυχήσει περισσότερο τον Κύριο. Ο λόγος εκείνος έφτασε στα αυτιά του Ιησού. Αυτός είπε: «Μη φοβού, μόνον πίστευε, και θέλει σωθή.» ΖΧ 316.6
Ο Ιάειρος ζύγωσε περισσότερο στο Σωτήρα και μαζί επιτάχυναν πρός το σπίτι του αρχισυναγωγού. Οι μοιρολογήτρες και οι οργανοπαίχτες βρίσκονταν ήδη εκεί και γέμιζαν τον αέρα με τις θρηνωδίες τους. Η παρουσία του πλήθους και η οχλαγωγία τάραξαν το πνεύμα του Χριστού. Προσπάθησε να τους καθησυχάσει λέγοντας: «Τι θορυβείσθε και κλαίετε; το παιδίον δεν απέθανεν, αλλά κοιμάται.» Αγανάκτησαν με τα λόγια του ξένου. Είχαν δεί το παιδί να περιέρχεται στην αγκαλιά του θανάτου και Τον περιγέλασαν. Αφού ζήτησε από όλους να βγουν από το σπίτι, ο Ιησούς πήρε μαζί Του τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού, τους τρείς μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Τότε, μπήκαν όλοι μαζί μπήκαν στο δωμάτιο της νεκρής. ΖΧ 316.7
Ο Ιησούς πλησίασε στο κρεβάτι, πήρε το χέρι του παιδιού μέσα στο δικό Του και πρόφερε απαλά στη διάλεκτο που μιλούσε η οικογένεια τα λόγια: «Κοράσιον, σοι λέγω, σηκώθητι.» ΖΧ 317.1
Αυτοστιγμή ένα τρεμούλιασμα διαπέρασε το αναίσθητο σώμα. Ο χτύπος της ζωής ξανάρχισε. Τα χείλη κινήθηκαν, προσφέροντας ένα χαμόγελο. Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα σαν να είχε ξυπνήσει από τον ύπνο και το κορίτσι κοίταζε με απορία τους ανθρώπους γύρω του. Σηκώθηκε και οι γονείς του το σφιχταγκάλιασαν κλαίγοντας από χαρά. ΖΧ 317.2
Στο δρόμο για το σπίτι του αρχισυναγωγού, ο Ιησούς είχε συναντήσει ανάμεσα στο πλήθος μια γυναίκα άρρωστη. Έπασχε από μια ασθένεια που δώδεκα χρόνια είχε κάνει τη ζωή της μαρτύριο. Είχε ξοδέψει όλα της τα χρήματα στους γιατρούς και στα φάρμακα για να της πουν στο τέλος ότι έπασχε από ασθένεια ανίατη. Οι ελπίδες της αναπτερώθηκαν όταν άκουσε για τις θεραπείες που έκανε ο Χριστός. Ήταν σίγουρη ότι αν κατόρθωνε να πάει σε Αυτόν, θα θεραπεύονταν. Εξασθενημένη και βαστάζοντας τους πόνους είχε κατορθώσει να φτάσει μέχρι το ακρογιάλι που δίδασκε ο Ιησούς. Προσπάθησε να διασχίσει τα πλήθη, αλλά μάταια. Τον ακολούθησε ξανά από το σπίτι του Λευί-Ματθαίου, αλλά δεν μπόρεσε να Τον πλησιάσει. Είχε αρχίσει να απελπίζεται όταν προχωρώντας ανάμεσα στο πλήθος, ο Χριστός πλησίασε πρός το μέρος της. ΖΧ 317.3
Είχε φτάσει η χρυσή ευκαιρία. Η γυναίκα βρίσκονταν στην παρουσία του Μεγάλου Γιατρού! Ανάμεσα στη σύγχυση δεν μπορούσε να Του μιλήσει, μόνο που φευγαλέα ξεχώρισε λιγάκι τη μορφή Του. Από φόβο μη χάσει τη μοναδική της ευκαιρία για ανακούφιση, προχώρησε λέγοντας μέσα της: «Και αν τα ιμάτια Αυτού εγγίσω, θέλω σωθή.» Καθώς Εκείνος περνούσε, αυτή άπλωσε το χέρι της και εκείνη κατόρθωσε να αγγίξει το τελείωμα του ενδύματος Του. Την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι είχε θεραπευτεί. Σε εκείνο το μοναδικό άγγιγμα είχε συγκεντρωθεί η πίστη της ζωής της και αμέσως οι πόνοι και οι αδυναμίες της παραχώρησαν τη θέση τους στη ζωτικότητα και στην τέλεια υγεία. ΖΧ 317.4
Με ευγνωμονούσα καρδιά προσπάθησε να απομακρυνθεί από το πλήθος. Ξαφνικά, ο Ιησούς σταμάτησε και μαζί σταμάτησε και το πλήθος. Γύρισε και κοιτάζοντας γύρω Του, ρώτησε με φωνή που ακούστηκε καθαρά πάνω από την οχλοβοή του πλήθους: «Τις Μου ήγγισε;» Τα πλήθη απάντησαν σε αυτή την ερώτηση με βλέμματα γεμάτα απορία. Αφού Τον έσπρωχναν από παντού και απότομα Τον πίεζαν από εδώ και από εκεί, τους φάνηκε παράξενη η ερώτησή Του. ΖΧ 318.1
Ο Πέτρος, πάντα πρόθυμος να μιλήσει, είπε: «Επιστάτα, οι όχλοι Σε συμπιέζουσι, και Σε συνθλίβουσι, και λέγεις, τις Μου ήγγισε;» Ο Ιησούς απάντησε: «Μου ήγγισέ τις διότι Εγώ εννόησα ότι εξήλθε δύναμις απ’ Εμού.» Ο Σωτήρας μπορούσε να ξεχωρίσει το άγγιγμα της πίστης από την τυχαία επαφή του αδιάφορου όχλου. Μια τέτοια εμπιστοσύνη δεν έπρεπε να περάσει απαρατήρητη. Ήθελε να πει στην ταπεινή εκείνη γυναίκα μερικά λόγια παρηγοριάς που να της γίνουν πηγή χαράς, λόγια που θα απέβαιναν ευλογία για τους οπαδούς Του μέχρι τα τέλη των αιώνων. ΖΧ 318.2
Κοιτάζοντας πρός το μέρος της ο Ιησούς επέμενε ότι κάποιος Τον είχε αγγίξει. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, η γυναίκα πλησίασε τρέμοντας και ρίχτηκε στα πόδια Του. Με δάκρυα ευγνωμοσύνης αφηγήθηκε το ιστορικό του βασανισμού της και πως είχε ανακουφιστεί από αυτή την ενέργεια. Ο Ιησούς της είπε απαλά: «Θάρρει, θύγατερ, η πίστις σου σε έσωσεν ύπαγε εις ειρήνην.» Δεν έδωσε ευκαιρία να πιστέψουν οι άνθρωποι στη δεισιδαιμονία ότι το απλό άγγιγμα του χιτώνα Του είχε θεραπευτική δύναμη. Η θεραπεία δεν είχε πραγματοποιηθεί με την εξωτερική επαφή με Αυτόν, αλλά με την πίστη που στηρίχθηκε στη θεϊκή Του δύναμη. ΖΧ 318.3
Το έκπληκτο πλήθος που συνωστίζονταν τόσο κοντά Του δεν αισθάνθηκε καμιά τέτοια ζωτική δύναμη. Όταν η άρρωστη γυναίκα άπλωσε το χέρι για να Τον αγγίξει με την πίστη ότι θα θεραπεύονταν, ένοιωσε τη θεραπευτική δύναμη. Το ίδιο συμβαίνει με τα πνευματικά. Το να μιλά κανείς για τη θρησκεία απλά επειδή έτυχε, το να προσεύχεται χωρίς να νοιώθει την πείνα της ψυχής και χωρίς τη ζώσα πίστη, δεν ωφελεί σε τίποτε. Μια κατ’όνομα πίστη στο Χριστό που Τον δέχεται απλώς σαν Σωτήρα του κόσμου, δεν μπορεί να φέρει τη θεραπεία της ψυχής. Η πίστη που φέρνει σωτηρία δεν είναιμια απλή διανοητική συναίνεση με την αλήθεια. Εκείνος που περιμένει να γνωρίσει τα πάντα πριν εξασκήσει πίστη, δεν μπορεί να ευλογηθεί από το Θεό. Δεν αρκεί να πιστεύει κανείς σε ότι αφορά το Χριστό. Πρέπει να πιστεύουμε στον ίδιο το Χριστό. Η μόνη πίστη που θα μας ωφελήσει είναι εκείνη που αποδέχεται το Χριστό σαν προσωπικό Σωτήρα. Αυτή οικειοποιείται τις αρετές Του για μας. Πολλοί θεωρούν την πίστη σαν γνώμη. Η σωζούσα πίστη είναι μιαενέργεια με την οποία αυτοί που δέχονται το Χριστό, ενώνονται με το Θεό με μια επίσημη συνθήκη. Η γνήσια πίστη είναι ζωή. Μια ζωντανή πίστη σημαίνει αύξηση σε δύναμη, απόλυτη εμπιστοσύνη, μέσω της οποίας η ψυχή γίνεται μια νικητήρια δύναμη. ΖΧ 318.4
Αφού θεράπευσε τη γυναίκα, ο Ιησούς επιθυμούσε αυτή να αναγνωρίσει την ευλογία που είχε λάβει. Τα δώρα που προσφέρει το Ευαγγέλιο δεν πρέπει να εξασφαλίζονται με την υποκλοπή ή να απολαμβάνονται στα κρυφά. Ο Κύριος μας καλεί να ομολογήσουμε την αγαθότητά Του. «Σείς είσθε μάρτυρές Μου, λέγει Κύριος, και Εγώ ο Θεός.» (Ησ. 43:12.) ΖΧ 319.1
Η από μέρους μας ομολογία της πιστότητάς Του είναι ο τρόπος που έχει επιλέξει ο Ουρανός για να αποκαλύψει το Χριστό στον κόσμο. Πρέπει να παραδεχτούμε τη χάρη Του όπως μας γνωστοποιήθηκε από τους αγίους ανθρώπους του παρελθόντος. Ακόμη αποτελεσματικότερη όμως είναι η μαρτυρία της προσωπικής μας εμπειρίας. Γινόμαστε μάρτυρες του Θεού, όταν αποκαλύπτουμε στη ζωή μας το έργο μιας δύναμης που έχει θεϊκή προέλευση. Η ζωή κάθε ατόμου είναι διαφορετική από τη ζωή όλων των άλλων και η εμπειρία του ουσιαστικά διαφέρει από τη δική τους εμπειρία. Ο Θεός επιθυμεί η δοξολογία μας να ανέρχεται σε Αυτόν με το χαρακτηριστικό της ατομικότητάς μας. Αυτή η πολύτιμη έκφραση της ευγνωμοσύνης μας με την αναγνώριση και τη δοξολογία της χάρης Του, όταν συνοδεύεται και από μια χριστόμορφη ζωή, ασκεί μια ακατανίκητη δύναμη που εργάζεται για τη σωτηρία των ψυχών. ΖΧ 319.2
Όταν οι δέκα λεπροί ήρθαν στον Ιησού για να θεραπευτούν, Εκείνος τους είπε να πάνε να παρουσιαστούν στον ιερέα. Καθώς πήγαιναν στο δρόμο, όλοι τους καθαρίστηκαν, αλλά μόνο ένας απ’ αυτούς επέστρεψε για να Τον δοξάσει. Οι άλλοι συνέχισαν το δρόμο τους ξεχνώντας Εκείνον που τους είχε θεραπεύσει. Πόσοι εξακολουθούν και τώρα να κάνουν το ίδιο! Ο Κύριος εργάζεται συνεχώς για το καλό το ανθρωπότητας. Πάντοτε μοιράζει γενναιόδωρα τα αγαθά Του. Σηκώνει τους αρρώστους από το κρεβάτι του μαρασμού, ελευθερώνει τους ανθρώπους από αόρατους κινδύνους, προστάζει τους αγγέλους Του να τους σώσουν από συμφορές, να τους φυλάξουν «από θανατικού το οποίον περιπατεί εν σκότει από ολέθρου, όστις ερημώνει εν μεσημβρία» (Ψαλμ. 91:6.) Οι καρδιές τους όμως δεν συγκινούνται. Έχει προσφέρει όλα τα πλούτη του Ουρανού για να τους λυτρώσει και όμως αυτοί δεν αντιλαμβάνονται τη μεγάλη Του αγάπη. Με την αχαριστία τους κλείνουν τις καρδιές τους στη χάρη του Θεού. «Διότι θέλει είσθαι ως η αγριομυρίκη εν ερήμω, και δεν θέλει ιδεί όταν έλθη το αγαθόν αλλά θέλει κατοικεί τόπους ξηρούς εν ερήμω, γήν αλμυράν και ακατοίκητον.» (Ιεζ. 12:6.) ΖΧ 319.3
Για το συμφέρον μας οφείλουμε να διατηρούμε νωπό στη μνήμη μας το κάθε δώρο του Θεού. Με αυτό τον τρόπο δυναμώνει η πίστη μας, αποσπώντας και να μεταδίδοντας όλο και περισσότερα. Ενθαρρυνόμαστε πολύ περισσότερο με την πιο παραμικρή ευλογία που παίρνουμε προσωπικά από το Θεό, παρά με όλες τις εξιστορήσεις που μπορούμε να διαβάσουμε σχετικά με την πίστη και την πείρα των άλλων. Το άτομο που ανταποκρίνεται στη χάρη του Θεού, θα γίνει σαν ένας ποτιστικός κήπος. Η υγεία του θα γίνει σύντομα αισθητή. Το φώς του θα ανατείλει στο σκοτάδι και η δόξα του Κυρίου θα παρατηρηθεί σε αυτόν. Ας θυμούμαστε λοιπόν το στοργικό ενδιαφέρον του Κυρίου και τα πλούσια δείγματα της τρυφερής Του ευσπλαχνίας. Όπως έκανε ο λαός του Ισραήλ, ας υψώσουμε και εμείς τους λίθους της μαρτυρίας μας και ας γράψουμε επάνω σε αυτούς την πολύτιμη εξιστόρηση όσωνέκανε για μας ο Θεός. Καθώς ανασκοπούμε τον τρόπο που μας φέρθηκε στο ταξίδι του βίου μας, ας διακηρύξουμε με καρδιά ξέχειλη από ευγνωμοσύνη: «Τι να ανταποδώσω εις τον Κύριον δια πάσας τας ευεργεσίας Αυτού τας πρός εμέ; Θέλω λάβει το ποτήριον της σωτηρίας, και θέλω επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου. Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Κύριον, τώρα ενώπιον παντός του λαού Αυτού.» (Ψαλμ. 116:12-14.) ΖΧ 320.1