Η Ζωη του Χριστού

34/89

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 32—Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ

Το κεφαλαίο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 8:5-11,
Λουκ. 7:1-17,
ΖΧ 287.1

Ο Χριστός είχε πει στο βασιλικό αξιωματούχο του οποίου το παιδί είχε θεραπεύσει: «Εαν δεν ίδητε σημεία και τέρατα, δεν θέλετε πιστεύσει.» (Ιωαν. 4:48.) Λυπόταν που το δικό Του έθνος απαιτούσε αυτά τα εξωτερικά σημεία της μεσσιανικής αποστολής Του. Πολλές φορές θαύμαζε πόσο μεγάλη ήταν η απιστία τους. Απόρησε επίσης και για την πίστη του εκατόνταρχου που ήρθε σε Αυτόν. Ο εκατόνταρχος δεν αμφέβαλλε για τη δύναμη του Σωτήρα,ούτε Του ζήτησε να έρθει προσωπικά για να κάνει το θαύμα. Του είπε: «Μόνον ειπέ λόγον, και θέλει ιατρευθή ο δούλος μου.» ΖΧ 287.2

Ο δούλος του εκατόνταρχου είχε προσβληθεί απόπαράλυση και ήταν ετοιμοθάνατος. Για τους Ρωμαίους οι υπηρέτες ήταν σκλάβοι τους οποίους αγόραζαν και πουλούσαν στις αγορές, έτσι τους μεταχειρίζονταν με σκληρότητα. Ο εκατόνταρχος όμως έτρεφε τρυφερή συμπάθεια για το δούλο του και επιθυμούσεπολύ την αποκατάσταση της υγείας του. Πίστευε ότι ο Ιησούς μπορούσε να τον θεραπεύσει. Δεν είχε δει το Σωτήρα, αλλά τα νέα που άκουσε του ενέπνευσαν αυτή την πίστη. Παρόλο τον τυπικισμό των Ιουδαίων, ο Ρωμαίος είχε πειστεί ότι η θρησκεία τους ήταν ανώτερη από τη δική του. Είχε προσπεράσει ήδη τα φράγματα των εθνικών προκαταλήψεων και του μίσους που χώριζε τους κατακτητές από τους κατακτημένους. Είχε δείξει σεβασμό για τη λατρεία του Θεού και καλοσύνη στους Ιουδαίους λατρευτές Του. Στη διδασκαλία του Χριστού, όπως του την είχαν αφηγηθεί, βρήκε εκείνο που ικανοποιούσε την ανάγκη της ψυχής του. Ότι πνευματικό υπήρχε μέσα του ανταποκρίθηκε στα λόγια του Σωτήρα.Ένοιωθε όμως ανάξιος να έρθει στην παρουσία του Ιησού και έκανε έκκληση στους πρεσβύτερους των Ιουδαίων να Τον παρακαλέσουν να θεραπεύσει το δούλο του. Αυτοί γνώριζαν το μεγάλο Δάσκαλο και θα ήξεραν, σκέφθηκε πως να Τον πλησιάσουν για να Τον προδιαθέσουν ευνοϊκά για αυτόν. ΖΧ 287.3

Καθώς ο Ιησούς έμπαινε στην Καπερναούμ, η αντιπροσωπεία των πρεσβυτέρων Τον συνάντησε και Του ανέφερε την επιθυμία του εκατόνταρχου. Τον παρακίνησαν με τα λόγια: «Είναι άξιος εκείνος εις τον οποίον θέλεις κάμει τούτο διότι αγαπά το έθνος ημών, και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν εις ημάς.» ΖΧ 288.1

Ο Ιησούς αμέσως ξεκίνησε για το σπίτι του αξιωματούχου. Πιεζόμενος όμως από τα πλήθη, προχωρούσε αργά. Πριν από την έλευση Του, μαθεύτηκε η είδηση του ερχομού Του και ο εκατόνταρχος με το χαρακτηριστικό αίσθημα της αναξιότητάς του, έστειλε το μήνυμα: «Κύριε, μη ενοχλήσαι διότι δεν είμαι άξιος να εισέλθης υπό την στέγην μου.» Ο Σωτήρας εξακολούθησε την πορεία Του και ο εκατόνταρχος τόλμησε τελικά να Τον πλησιάσει και να συμπληρώσει το μήνυμά του λέγοντας: «Ουδέ εμαυτόν έκρινα άξιον να έλθω πρός Σε, αλλά μόνον ειπέ λόγον και θέλει ιατρευθεί ο δούλος μου. Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος υποκείμενος εις εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας και λέγω πρός τούτον, Ύπαγε, και υπάγει και πρός άλλον, Έρχου, και έρχεται και πρός τον δούλον μου, Κάμε τούτο, και κάμνει.» «Με άλλα λόγια, καθώς εγώ αντιπροσωπεύω τη δύναμη της Ρώμης και οι στρατιώτες μου αναγνωρίζουν τη δύναμή μου σαν ανώτερη, έτσι και Εσύ αντιπροσωπεύεις τη δύναμη του άπειρου Θεού και όλα τα δημιουργήματα υπακούουν στο λόγο Σου. Εσύ μπορείς να προστάξεις την ασθένεια να εξαφανιστεί και αυτή θα Σε υπακούσει. Μπορείς να καλέσεις τους ουράνιους απεσταλμένους Σου και θα μεταδώσουν τη θεραπευτική δύναμη. Πες μόνο το λόγο και ο δούλος μου θα θεραπευτεί.» ΖΧ 288.2

«Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς, εθαύμασεν αυτόν, και στραφείς πρός τον όχλον τον ακολουθούντο Αυτόν είπε, Σας λέγω, Ουδέ εν τω Ισραήλ εύρον τοσαύτην πίστιν.» «Και είπεν ο Ιησούς πρός τον εκατόνταρχον, Ύπαγε, και ως επίστευσας ας γίνη εις σε. Και ιατρεύθη ο δούλος αυτού εν τη ώρα εκείνη.» ΖΧ 288.3

Οι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι που συνέστησαν τον εκατόνταρχο στο Χριστό, έδειξαν πόσο πολύ απείχαν από το πνεύμα του Ευαγγελίου. Δεν αναγνώριζαν ότι μόνο η μεγάλη μας ανάγκη είναι εκείνη που μας ωθεί να αναζητήσουμε την ευσπλαχνία του Θεού. Κατεχόμενοι από το πνεύμα της αυτοδικαίωσης, συνέστησαν τον εκατόνταρχο επειδή όπως είπαν, είχε δείξει εύνοια στο «έθνος μας.» Ο ίδιος ο εκατόνταρχος όμως είπε για τον εαυτό του: «Δεν είμαι άξιος.» Η καρδιά του είχε αγγιχτεί από τη χάρη του Χριστού. Αισθάνονταν την αναξιότητά του. Όμως δεν φοβήθηκε να ζητήσει βοήθεια. Δεν βασίστηκε στη δική του αγαθότητα. Ως επιχείρημα παρουσίασε τη μεγάλη του ανάγκη. Με την πίστη του αντιληφθείτε τον πραγματικό χαρακτήρα του Χριστού. Δεν πίστευε στο Χριστό απλώς σαν ένα θαυματοποιό, αλλά σαν Φίλο και Σωτήρα της ανθρωπότητας. ΖΧ 288.4

Μ’ αυτό τον τρόπο ο κάθε αμαρτωλός πρέπει να έρχεται στο Χριστό. «Ουχί εξ έργων δικαιοσύνης, τα οποία επράξαμεν ημείς, αλλά κατά το έλεος Αυτού έσωσεν ημάς. » (Τίτ. 3:5.) Όταν ο Σατανάς λέει ότι είσαι αμαρτωλός και δεν μπορείς να ευλογηθείς από το Θεό, πες του ότι ο Χριστός ήρθε σε αυτό τον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς. Δεν έχουμε τίποτε για να συστήσουμε τον εαυτό μας στο Θεό. Η προσωρινή και η παντοτινή παράκλησή μας σε Αυτόν είναι η εντελώς απελπιστική μας κατάσταση που καθιστά αναγκαία τη λυτρωτική Του δύναμη. Αποβάλλοντες όλη μας την αυτοεξάρτηση, μπορούμε να ατενίσουμε στο σταυρό του Γολγοθά και να πούμε: ΖΧ 289.1

Αντίτιμο στο χέρι μου κανένα δεν κρατώ
Στο δικό Σου, Χριστέ, στηρίζομαι μονάχα το σταυρό.
ΖΧ 289.2

Οι Ιουδαίοι από την παιδική τους ηλικία είχαν κατηχηθεί για το έργο του Μεσσία. Σε αυτούς ανήκαν τα εμπνευσμένα λόγια των πατριαρχών και προφητών, καθώς και η συμβολική διδασκαλία του συστήματος των θυσιών. Παρόλα αυτά παρέβλεψαν το φώς και τώρα δεν διέκριναν τίποτε το επιθυμητό στον Ιησού. Ενώ ο εκατόνταρχος, γεννημένος εθνικός, αναθρεμμένος στην ειδωλολατρία της αυτοκρατορικής Ρώμης, εκπαιδευμένος στρατιωτικός, φαινομενικά αποξενωμένος από κάθε πνευματική ζωή εξαιτίας της ανατροφής και του περιβάλλοντος του και αποκλεισμένος επιπλέον από τη μισαλλοδοξία των Ιουδαίων καθώς και από την περιφρόνηση των συμπατριωτών του για το λαό του Ισραήλ, ο άνθρωπος αυτός αντιληφθείτε την αλήθεια την οποία τα τυφλωμένα τέκνα του Αβραάμ δεν διέκριναν. Δεν περίμενε πρώτα να δει αν οι ίδιοι οι Ιουδαίοι θα δέχονταν Εκείνον που διατείνονταν ότι ήταν ο Μεσσίας τους. Όταν «το φώς το αληθινόν, το οποίον φωτίζει πάντα άνθρωπον» (Ιωάν. 1:9) έλαμψε πάνω του, εκείνος έστω και από μακριά, διέκρινε τη δόξα του Υιού του Θεού. ΖΧ 289.3

Για τον Ιησού η περίπτωση αυτή ήταν ένα δείγμα του έργου που θα επιτελούσε το Ευαγγέλιο μεταξύ των εθνικών. Με χαρά προσέβλεπε στη συγκομιδή ψυχών από όλα τα έθνη για τη βασιλεία Του. Με βαθιά λύπη περιέγραψε στους Ιουδαίους το αποτέλεσμα της από μέρους τους απόρριψης της χάρης Του. «Σας λέγω ότι πολλοί θέλουσιν ελθεί από ανατολών και δυσμών, και θέλουσι καθίσει μετά του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών οι δε υιοί της βασιλείας θέλουσιν εκβληθή εις το σκότος το εξώτερον εκεί θέλει είσθαι ο κλαθμός και ο τριγμός των οδόντων.» Αλίμονο σε πολλούς και σήμερα που βαδίζουν πρός την ίδια αυτή μοιραία απογοήτευση! Ενώ ψυχές δέχονται τη χάρη Του μέσα στην ειδωλολατρία και στο σκότος, πόσοι περιφρονούν το φώς που λάμπει επάνω τους, στις χριστιανικές χώρες που! ΖΧ 289.4

Λίγο περισσότερο από τριάντα χιλιόμετρα μακριά από την Καπερναούμ, σε ένα οροπέδιο που βλέπει στη μεγάλη και όμορφη πεδιάδα της Εσραηλών, βρίσκονταν η κωμόπολη της Ναΐν. Προς αυτή κατευθύνονταν τώρα ο Ιησούς. Πολλοί από τους μαθητές Του και διάφοροι άλλοι ήταν μαζί Του, ενώ διαρκώς περισσότεροι ακόμη προστίθονταν στο δρόμο, με την επιθυμία να ακούσουν τα γεμάτα αγάπη και συμπάθεια λόγια Του. Έφερναν και τους αρρώστους μαζί τους για να τους θεραπεύσει. Έτρεφαν πάντοτε την ελπίδα ότι Αυτός που ασκούσε μια τόσο θαυμάσια δύναμη, θα αποκαλύπτονταν σαν βασιλιάς του Ισραήλ. Ένα μεγάλο πλήθος Τον ακολουθούσε κατά βήμα, αποτελώντας μια χαρούμενη, γεμάτη προσδοκία συντροφιά που Τον συνόδευε στο τραχύ μονοπάτι πρός την πύλη της ορεινής κωμόπολης. ΖΧ 290.1

Καθώς πλησίαζαν, διέκριναν μια νεκροπομπή να βγαίνει από την πόλη. Με αργό, πένθιμο ρυθμό προχωρούσε στον τόπο του ενταφιασμού. Προηγούταν ένα ανοιχτό νεκροκρέβατο με το σώμα του νεκρού και γύρω του οι θρηνωδοί γέμιζαν την ατμόσφαιρα με την οδύνη τους. Φαίνονταν ότι όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν συγκεντρωθεί για να δείξουν το σεβασμό τους στο νεκρό και τη συμπάθειά τους στους πενθούντες. ΖΧ 290.2

Ήταν ένα αξιολύπητο θέαμα. Ο νεκρός ήταν ο μοναχογιός μιας χήρας μητέρας. Η έρημη μάνα συνόδευε στον τάφο το μοναδικό της στήριγμα και την παρηγοριά που είχε σε αυτό τον κόσμο. «Και ιδών αυτήν ο Κύριος ευσπλαχνίσθη δι’ αυτήν.» Καθώς συνέχιζε το δρόμο της, τυφλωμένη από τα δάκρυα χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία Του, Αυτός την πλησίασε και με γλυκό ύφος της είπε: «Μη κλαίε.» Ο Ιησούς επρόκειτο να μεταβάλει τη θλίψη σε χαρά, αλλά θεώρησε προηγουμένως απαραίτητη την έκφραση της τρυφερής συμπάθειας. ΖΧ 290.3

«Και πλησιάσας ήγγισε το νεκροκράββατον.» Για Αυτόν, ούτε και η επαφή με το θάνατο προξενούσε καμιά μόλυνση. Οι συνοδοί του φέρετρου στάθηκαν και οι οδυρμοί των θρηνωδών έπαψαν. Οι δύο συνοδείες συγκεντρώθηκαν γύρω από το νεκροκρέβατο, ελπίζοντας το ανέλπιστο. Παρών ήταν Εκείνος που είχε εξοστρακίσει τις ασθένειες και είχε υποτάξει τα δαιμόνια. Θα υποτασσόταν άραγε και ο θάνατος στη δύναμή Του; ΖΧ 291.1

Με καθαρή, επιτακτική φωνή πρόφερε τα λόγια: «Νεανίσκε, πρός σέ λέγω, σηκώθητι.» Εκείνη η φωνή διαπέρασε τα αυτιά του νεκρού. Ο νέος άνοιξε τα μάτια. Ο Ιησούς τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε στα πόδια του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε εκείνη που έκλαιγε δίπλα του και τότε μητέρα και υιός ενώθηκαν σε ένα παρατεταμένο, χαρούμενο σφιχταγκάλιασμα. Τα πλήθη παρακολουθούσαν άφωνα, σαν μαγεμένα. «Κατέλαβε δε άπαντας φόβος.» Σιωπηλά και ευλαβικά στάθηκαν για λίγο, σαν να βρίσκονταν στην παρουσία του Ίδιου του Θεού. Και «εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες, Ότι προφήτης μέγας ηγέρθη εν ημίν, και ότι επεσκεφθη ο Θεός τον λαόν Αυτού.» Η νεκρώσιμη ακολουθία γύρισε στη Ναΐν σαν μια θριαμβευτική πορεία. «Και εξήλθεν ο λόγος ούτος περί Αυτού εν όλη τη Ιουδαία, και εν πάσι τοις περιχώροις.» ΖΧ 291.2

Εκείνος που στάθηκε πλάι στη θλιμμένη μητέρα στην πύλη της Ναΐν, παρακολουθεί κάθε βαρυπενθούσα ψυχή πλάι στη νεκροφόρα. Η θλίψη μας Τον γεμίζει με συμπάθεια. Η καρδιά Του που ένοιωσε την αγάπη και τη λύπη είναι μια καρδιά αναλλοίωτης τρυφερότητας. Ο λόγος Του που κάλεσε το νεκρό πίσω στη ζωή, δεν είναι λιγότερο αποτελεσματικός τώρα από όταν τον απηύθυνε στο νέο της Ναΐν. Ο Ιησούς λέει: «Εδόθη εις Εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γής.» (Ματθ. 28:18.) Η δύναμη αυτή δεν ελαττώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, ούτε εξαντλήθηκε από την ακατάπαυστη χρήση της ανεξάντλητης χάρης Του. Για όλους όσους Τον πιστεύουν εξακολουθεί να είναι ένας ζωντανός Σωτήρας. ΖΧ 291.3

Ο Ιησούς μετέβαλε τη λύπη της μητέρας σε χαρά όταν της έδωσε πίσω το υιό της. Όμως ο νέος κλήθηκε πίσω σ την επίγεια ζωή για να υποφέρει τις λύπες της, τους μόχθους της και τους κινδύνους της και να υποστεί πάλι μια μέρα τη δύναμη του θανάτου. Ο Ιησούς ανακουφίζει τη λύπη μας για τους νεκρούς με ένα μήνυμα αιώνιας ελπίδας: «Εγώ είμαι ο ζών και έγινα νεκρός και ιδού, είμαι ζών εις τους αιώνας των αιώνων αμήν και έχω τα κλειδία του άδου και του θανάτου.» «Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και Αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, δια να καταργήση δια του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και ελευθερώση εκείνους, όσοι δια τον φόβον του θανάτου ήσαν δια παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν.» (Αποκ. 1:18, Εβρ. 2:14, 15.) ΖΧ 291.4

Ο Σατανάς δεν μπορεί να κρατήσει τους νεκρούς αιχμαλώτους του όταν ο Υιός του Θεού τους καλεί στη ζωή. Δεν μπορεί να κρατήσει σε πνευματικό θάνατο καμιά ψυχή που με πίστη δέχεται το δυναμικό λόγο του Χριστού. Ο Θεός λέει σε όλους εκείνους που έχουν νεκρωθεί από την αμαρτία: «Σηκώθητι ο κοιμώμενος και ανάστηθι εκ νεκρών.» (Εφεσ. 5:14.) Αυτός ο λόγος είναι η αιώνια ζωή. Όπως ο λόγος του Θεού κάλεσε τον πρώτο άνθρωπο στη ζωή, έτσι και σήμερα μας χορηγεί ζωή. Όπως ο λόγος του Χριστού: «Νεανίσκε, πρός σέ λέγω, Σηκώθητι,» έδωσε ζωή στο νέο της Ναΐν, έτσι ο ίδιος ο λόγος «ανάστηθι εκ νεκρών» είναι ζωή για την ψυχή που τον δέχεται. Ο Θεός «ηλευθέρωσεν ημάς εκ της εξουσίας του σκότους, και μετέφερεν εις την βασιλείαν του αγαπητού Αυτού Υιού.» (Κολ. 1:13.) Τα πάντα μας προσφέρονται με το λόγο Του. Αν δεχθούμε το λόγο, αποκτούμε την απελευθέρωση. ΖΧ 292.1

«Εάν δε κατοική εν υμίν το Πνεύμα του αναστήσαντος τον Ιησούν εκ νεκρών, ο αναστήσας τον Χριστόν εκ νεκρών θέλει ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών, δια του Πνεύματος Αυτού του κατοικούντος εν υμίν.» «Επειδή Αυτός ο Κύριος θέλει καταβή απ’ ουρανού με κέλευσμα, με φωνήν αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, και οι αποθανόντες εν Χριστώ θέλουσιν αναστηθή πρώτον έπειτα ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν, θέλομεν αρπαχθή μετ’ αυτών εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις τον αέρα και ούτω θέλομεν είσθαι πάντοτε μετά του Κυρίου.» (Ρωμ. 8:11, Α’ Θεσ. 4:16, 17.) Αυτά είναι τα παρήγορα λόγια με τα οποία μας καλεί να παρηγορούμε ο ένας τον άλλον. ΖΧ 292.2