Η Ζωη του Χριστού
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 11—Η ΒΑΠΤΙΣΗ
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται στο Ματθ. 3:13-17,
Μάρκ. 1:9-11, Λουκ. 3:21, 22.
ΖΧ 80.1
Τα νέα για τον προφήτη της ερήμου και για το θαυμάσιο μήνυμά του διαδόθηκαν σε όλη την Ιουδαία Η είδηση που έφτασε στους αγρότες στα πιο απόμερα ορεινά χωριά και στους ψαράδες στην ακρογιαλιά, βρήκε στις απλές και τίμιες εκείνες καρδιές την πιο βαθειά απήχηση. Τα νέα έφθασαν στο ξυλουργείο του Ιωσήφ στη Ναζαρέτ και εκεί Εκείνος αναγνώρισε ότι ο καιρός Του είχε φθάσει. Παρατώντας την καθημερινή εργασία Του, αποχαιρέτισε τη μητέρα Του και ακολούθησε τα βήματα των συγχωριανών Του που κατευθύνονταν ομαδικά στον Ιορδάνη. ΖΧ 80.2
Ο Ιησούς και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν εξαδέλφια και οι συνθήκες της γέννησης τους συνδέονταν στενά. Δεν είχαν όμως συναντηθεί ποτέ προσωπικά. Ο Ιησούς πέρασε τη ζωή Του στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και ο Ιωάννης στην ερημιά της Ιουδαίας. Ζούσαν χωριστά, κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες και δεν είχαν καμία επαφή μεταξύ τους. Η Θεία Πρόνοια τα είχε κανονίσει έτσι. Δεν έπρεπε να δοθεί καμία απολύτως αφορμή ότι ήταν συνεννοημένοι να υποστηρίξουν ο ένας τα δικαιώματα του άλλου, για να μην κατηγορηθούν. ΖΧ 80.3
Ο Ιωάννης γνώριζε κάτω από ποιές συνθήκες γεννήθηκε ο Χριστός. Είχε ακούσει για την επίσκεψή Του στα Ιεροσόλυμα όταν ήταν παιδί και τι είχε συμβεί στο σχολείο των ραβίνων. Ήξερε για την αναμάρτητη ζωή Του και πίστευε ότι Αυτός ήταν ο Μεσσίας, χωρίς όμως να έχει καμία απτή διαβεβαίωσηγια αυτό. Το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε μείνει τόσα πολλά χρόνια στην αφάνεια χωρίς να δίνει καμιά ιδιαίτερη απόδειξη της αποστολής Του, γίνονταν αφορμή για αμφιβολίες αν Ήταν ή δεν ήταν Αυτός ο Αναμενόμενος Μεσσίας; Ο Βαπτιστής όμως περίμενε με πίστη, πεπεισμένος ότι ο Θεός θα φανέρωνε τα πάντα τον κατάλληλο καιρό. Του είχε αποκαλυφθεί ότι ο Μεσσίας θα ζητούσε να βαπτιστεί από αυτόν και ότι θα έβλεπε κάποιο σημείο του θεϊκού Του χαρακτήρα. Τότε θα μπορούσε να Τον παρουσιάσει στο λαό. ΖΧ 80.4
Όταν ο Ιησούς ήρθε για να βαπτιστεί, ο Ιωάννης αναγνώρισε σε Αυτόν μια αγνότητα του χαρακτήρα που ποτέ πριν δεν είχε διακρίνει σε άνθρωπο. Ακόμη και η ατμόσφαιρα της παρουσίας Του ήταν άγια και ενέπνεε δέος. Από τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του στον Ιορδάνη, ο Ιωάννης είχε ακούσει μακάβριες ιστορίες εγκλημάτων και είχε συναντήσει ψυχές που βαρύνονταν με πολλές αμαρτίες. Ωστόσο, ποτέ δεν είχε έρθει σε επαφή με μία ανθρώπινη ύπαρξη που να πλαισιώνεται με μια τέτοια θεϊκή αίγλη. Όλα αυτά συμφωνούσαν με όσα είχαν αποκαλυφτεί στον Ιωάννη σχετικά με το Μεσσία. Έμεινε κατάπληκτος όμως με την παράκληση του Ιησού. Πως ένας αμαρτωλός μπορούσε να βαπτίσει Εκείνον τον Αναμάρτητο; Και γιατί, Εκείνος ο οποίος δεν είχε ανάγκη μετανοίας να συμμορφωθεί με την τήρηση μιας ιεροτελεστίας που σήμαινε ομολογία ενοχής και που χρειάζονταν την κάθαρση; ΖΧ 81.1
Όταν ο Ιησούς ζήτησε να βαπτιστεί, ο Ιωάννης οπισθοχώρησε αναφωνώντας: «Εγώ χρείαν έχω να βαπτισθώ υπό Σου, και Συ έρχεσαι πρός εμέ;» Με θετικό αλλά ήπιο εξουσιαστικό ύφος απάντησε ο Ιησούς: «Άφες τώραδιότι ούτως είναι πρέπον εις ημάς να εκπληρώσωμεν πάσαν δικαιοσύνην». Υποχωρώντας ο Ιωάννης, οδήγησε το Σωτήρα στον Ιορδάνη και Τον βύθισε στο νερό. «Ο Ιησούς ανέβη ευθύς από τού ύδατος καί ιδού, ηνοίχθησαν εις Αυτόν οι ουρανοί, καί είδε το Πνεύμα τού Θεού καταβαίνον ως περιστεράν, καί ερχόμενον επ’ Αυτόν». ΖΧ 81.2
Ο Ιησούς δεν υπέστη το βάπτισμα σαν ένδειξη εξομολόγησης δικής Του ενοχής. Συνταύτισε τον Εαυτό Του με τους αμαρτωλούς, ακολουθώντας τα βήματα που εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε και κάνοντας το έργο που εμείς πρέπει να κάνουμε. Η βασανισμένη και γεμάτη καρτερικότητα ζωή Του μετά από το βάπτισμα αποτελεί επίσης παράδειγμα για μας. ΖΧ 81.3
Μόλις βγήκε από το νερό, ο Ιησούς γονάτισε για να προσευχηθεί στην ακροποταμιά. Μια νέα και σπουδαία εποχή άρχιζε για Αυτόν. Τώρα έμπαινε σε ένα ευρύτερο στάδιο, αντιμέτωπος με τα ανταγωνιστικά στοιχεία της ζωής. Αν και ήταν ο Άρχοντας της ειρήνης, ο ερχομός Του θα γίνονταν ένα γυμνό σπαθί. Η βασιλεία που ήρθε να ιδρύσει ήταν αντίθετη από αυτή που επιθυμούσαν οι Ιουδαίοι. Εκείνος που ήταν το θεμέλιο της ιουδαϊκής οικονομίας και τελετουργίας, θα θεωρούταν εχθρός και καταλύτης της. Εκείνος που είχε διακηρύξει το νόμο στο όρος Σινά, θα κατηγορούταν σαν παραβάτης. Αυτός που είχε έρθει να συντρίψει τη δύναμη του Σατανά, θα καταγγέλλονταν σαν Βεελζεβούλ. Δεν θα βρίσκονταν ούτε ένας πάνω στη γη που να Τον κατανοήσει και σε όλο το διάστημα της διακονίας Του έπρεπε να βαδίζει ολομόναχος. Σε όλη Του τη ζωή ούτε η Μητέρα Του, ούτε τα αδέλφια Του κατάλαβαν την αποστολή Του. Ούτε ακόμη οι μαθητές Του δεν Τον κατάλαβαν. Είχε κατοικήσει στο αιώνιο φως, σαν ένα με το Θεό. Έμελλε όμως να περάσει τη ζωή Του πάνω σ’ αυτή τη Γη μέσα στην απομόνωση. ΖΧ 81.4
Σαν όμοιος μας, έπρεπε να φέρει το φορτίο της ενοχής και της θλίψης. Ο Αναμάρτητος έπρεπε να αισθανθεί το όνειδος της αμαρτίας. Ο ειρηνόφιλος έπρεπε να ζει μέσα στις διαμάχες. Η αλήθεια έπρεπε να παραμείνει με το ψεύδος, η αγνότητα ανάμικτη με τη ρυπαρότητα Κάθε μολυσμένο πάθος που η παράβαση του νόμου είχε προξενήσει, βασάνιζε το πνεύμα Του. ΖΧ 82.1
Μόνος Του έπρεπε να βαδίσει το μονοπάτι, μόνος Του έπρεπε να σηκώσει το φορτίο. Πάνω σε Αυτόν που είχε απεκδυθεί τη δόξα Του και είχε δεχθεί την ανθρώπινη αδυναμία, στηρίζονταν η απολύτρωση του κόσμου. Όλα αυτά τα είδε και τα αισθάνθηκε και όμως ο σκοπός Του παρέμεινε ακλόνητος. Από το βραχίονά Του εξαρτιόταν η σωτηρία της πεσμένης στην αμαρτία φυλής και έτεινε το χέρι Του για να δράξει το χέρι της Παντοδύναμης Αγάπης. ΖΧ 82.2
Το βλέμμα του Σωτήρα φαίνονταν να διαπερνά τους ουρανούς καθώς εξέχεε την ψυχή Του στην προσευχή. Γνώριζε πολύ καλά πόσο είχε σκληρύνει τις καρδιές των ανθρώπωνη αμαρτία και πόσο δύσκολο θα ήταν για αυτούς να διακρίνουν την αποστολή Του και να δεχτούν τη δωρεά της σωτηρίας. Παρακαλούσε τον Πατέρα για δύναμη να υπερνικήσει την απιστία τους, να συντρίψει τα δεσμά με τα οποία ο Σατανάς τους είχε υποδουλώσει και για χάρη τους να νικήσει τον καταστροφέα. Ζήτησε μια ένδειξη ότι ο Θεός αποδέχτηκε την ανθρωπότητα στο πρόσωπο του Υιού Του. ΖΧ 82.3
Ποτέ ως τότε οι άγγελοι δεν είχαν ακούσει μια τέτοια προσευχή. Ανυπομονούσαν να φέρουν στον Αρχηγό τους ένα μήνυμα διαβεβαίωσης και παρηγοριάς. Αλλά όχι. Ο ίδιος ο Πατέρας θα απαντούσε στην παράκληση του Υιού Του. Κατευθείαν από το θρόνο Του προήλθαν οι ακτίνες της δόξας Του. Οι ουρανοί ανοίχτηκαν και στο κεφάλι του Σωτήρα κατέβηκε μια μορφή περιστεράς από καθαρότατο φώς — έμβλημα κατάλληλο για Αυτόν, τον πράο και τον ταπεινό. Από το μεγάλο πλήθος στον Ιορδάνη, λίγοι εκτός από τον Ιωάννη, διέκριναν την ουράνια οπτασία. Η αγιοπρέπεια της θείας παρουσίας ήταν φανερή μεταξύ των παρευρισκομένων. Σιωπηλοί οι άνθρωποι παρατηρούσαν το Χριστό. Ολόκληρος ήταν λουσμένος στο φως που περιβάλλει πάντοτε το θρόνο του Θεού. Το στραμμένο στους ουρανούς πρόσωπό Του έλαμπε με μια πρωτοφανή δόξα ενώ από τους ανοικτούς ουρανούς μια φωνή ακούστηκε να λέει: «Ούτος είναι ο Υιός Μου ο αγαπητός εις τον οποίον ευηρεστήθην». ΖΧ 82.4
Αυτά τα επιβεβαιωτικά λόγια δόθηκαν τόσο για να εμπνεύσουν πίστη σε εκείνους που παρέστησαν μάρτυρες της σκηνής όσο και για να ενισχύσουν το Λυτρωτή στην αποστολή Του. Αν και οι αμαρτίες ενός ένοχου κόσμου βάραιναν το Χριστό, αν και ταπεινώθηκε παίρνοντας επάνω Του τη διεφθαρμένη φύση μας, η φωνή του Ουρανού Τον ανακήρυξε Υιό του Αιωνίου Θεού. ΖΧ 83.1
Ο Ιωάννης συγκινήθηκε βαθειά όταν είδε τον Ιησού να γονατίζει ικετεύοντας και να παρακαλεί με δάκρυα για την επιδοκιμασία του Πατέρα. Καθώς η δόξα του Θεού Τον περιέβαλλε και η φωνή από τον Ουρανό ακούστηκε, ο Ιωάννης αναγνώρισε το σημείο που ο Θεός του είχε υποσχεθεί. Ήξερε ότι Αυτός που είχε βαπτίσει ήταν ο Λυτρωτής του κόσμου. Με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος έδειξε ακριβώς με το δάχτυλο τον Ιησού και αναφώνησε: «Ιδού ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». (Ιωάν. 1:29.) ΖΧ 83.2
Κανένας από τους ακροατές, ούτε ακόμη και ο ίδιος ο ομιλητής, κατάλαβαν τη σπουδαιότητα των λέξεων «ο Αμνός του Θεού». Πάνω στο όρος Μόριά. ο Αβραάμ είχε ακούσει την ερώτησητου γιου του: «Πάτερ μου που το πρόβατον δια την ολοκαύτωσιν;» Ο πατέρας απάντησε: «Ο Θεός, τέκνον μου, θέλει προβλέψει εις Εαυτόν το πρόβατον δια την ολοκαύτωσιν». (Γέν. 22:7,8). Στο κριάρι που ο Θεός παρέδωσε στη θέση του Ισαάκ, ο Αβραάμ έβλεπε ένα σύμβολο Εκείνου ο οποίος θα πέθαινε για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Το Άγιο Πνεύμα μέσω του Ησαΐα με αυτή την εικόνα προφήτευσε για το Σωτήρα: «Εφέρθη ως αρνίον επί σφαγήν», «και ο Κύριος έθεσεν επ’ Αυτόν την ανομίαν πάντων ημών». (Ησ. 53:7, 6.) Οι Ισραηλίτες δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το μάθημα. Πολλοί από αυτούς έβλεπαν τις προσφερόμενες θυσίες σχεδόν όπως οι εθνικοί, έβλεπαν δηλαδή τις δικές τους προσφορές σαν δώρα με τα οποία μπορούσαν να εξευμενίσουν τη Θεότητα. Ο Θεός επιθυμούσε να τους διδάξει ότι το δώρο της συμφιλίωσής τους με Αυτόν προέρχονταν από τη δική Του την αγάπη. ΖΧ 83.3
Τα λόγια που λέχθηκαν για τον Ιησού στον Ιορδάνη, «Ούτος είναι ο υιός Μου ο αγαπητός εις τον οποίον ευηρεστήθην,» συμπεριλαμβάνουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο Θεός μίλησε στον Ιησού σαν αντιπρόσωπό μας. Παρόλες τις αμαρτίες και αδυναμίες μας, δεν έχουμε απορριφθεί σαν ανάξιοι. «Εχαρίτωσεν ημάς διά του ηγαπημένου Αυτού.» (Εφεσ. 1:6). Η δόξα που περιέβαλε τον Ιησού είναι η υπόσχεση της αγάπης του Θεού για μας. Μας μιλάει για τη δύναμη της προσευχής — πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει στο αυτί του Θεού και οι παρακλήσεις μας να γίνουν δεκτές στις ουράνιες αυλές. Εξαιτίας της αμαρτίας, η γη είχε αποκοπεί από τον ουρανό και έχασε κάθε επικοινωνία με αυτόν. Ο Ιησούς όμως την συνέδεσε πάλι με τη σφαίρα της δόξας. Η αγάπη Του περιέβαλε τον άνθρωπο και τον έφερε στα ύψη του Ουρανού. Το φως που ξεχύθηκε από τις ανοιχτές θύρες στο κεφάλι του Σωτήρα μας, θα ξεχυθεί και πάνω σε εμάς καθώς προσευχόμαστε για να αντισταθούμε στον πειρασμό. Η φωνή που μίλησε στον Ιησού, λέει σε κάθε πιστή ψυχή: «Τούτο είναι το τέκνον Μου το αγαπητόν, εις το οποίον ευηρεστήθην». ΖΧ 84.1
«Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα Θεού και έτι δεν εφανερώθη τι θέλομεν είσθαι εξεύρομεν όμως, ότι, όταν φανερωθή, θέλομεν είσθαι όμοιοι με Αυτόν διότι θέλομεν ιδή Αυτόν καθώς είναι ». (Α’ Ιωάν. 3:2). Ο Λυτρωτής μας άνοιξε το δρόμο ώστε και ο πιο αμαρτωλός, ο πιο ενδεής, ο πιο καταπιεσμένος και περιφρονημένος, να μπορεί να γίνει δεκτός από τον Πατέρα. Όλοι μπορούν να έχουν μέρος στην κατοικία που ο Ιησούς πήγε να ετοιμάσει. «Ταύτα λέγει ο άγιος, ο αληθινός, ο έχων το κλειδίον του Δαβίδ όστις ανοίγει, και ουδείς κλείει και κλείει και ουδείς ανοίγει .... ιδού, έθεσα ενώπιον σου θύραν ανεωγμένην, και ουδείς δύναται να κλείση αυτήν». (Αποκ. 3:7,8). ΖΧ 84.2