Πράξεις των Αποστόλων

39/59

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 38—Ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ

(Βασίζεται στις Πράξεις 21:17 - 23:35.) ΠΑ 352.1

«Αφού ήλθομεν εις Ιεροσόλυμα, μετά χαράς εδέχθησαν ημάς οι αδελφοί. Την δε ακόλουθον ημέραν υπήγεν ο Παύλος μεθ’ ημών πρός τον Ιάκωβον, και ήλθον πάντες οι πρεσβύτεροι.» ΠΑ 352.2

Με την ευκαιρία αυτή ο Παύλος και οι σύντροφοί του παρέδωσαν επίσημα τις συνεισφορές που είχαν σταλεί απ΄τις Εθνικές Εκκλησίες για τη συνδρομή των απόρων Ιουδαίων αδελφών τους. Η συλλογή των συνεισφορών αυτών είχε στοιχίσει στον απόστολο και στους συνεργάτες του πολύ χρόνο, μεγάλη αγωνία, και εξαντλητική εργασία. Το ποσό που υπερέβαινε κατά πολύ τις προσδοκίες των πρεσβυτέρων της Ιερουσαλήμ αντιπροσώπευε μεγάλες θυσίες, ακόμη και σοβαρές στερήσεις από μέρους των Εθνικών χριστιανών πιστών. ΠΑ 352.3

Αυτές οι αυτοπροαίρετες προσφορές μαρτυρούσαν την αφοσίωση των Εθνικών προσήλυτων στο παγκοσμίωςοργανωμένο έργο του Θεού και θα έπρεπε να γίνουν από όλους δεκτές με έκδηλη ευγνωμοσύνη. Όμως ο Παύλος και οι σύντροφοί του αντιλήφθησαν ότι ακόμη και ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν τώρα μπροστά τους, υπήρχαν μερικοί οι οποίοι δε μπορούσαν να εκτιμήσουν το πνεύμα της αδελφικής αγάπης το οποίο ενέπνευσε τις δωρεές. ΠΑ 352.4

Στα πρώτα χρόνια του ευαγγελικού έργου μεταξύ των Εθνικών, μερικοί Ιεροσολυμίτες ηγέτες, προσκολλημένοι στα παλαιότερα πατρώα έθιμα και προκαταλήψεις, δεν έδειξαν πνεύμα ειλικρινούς συνεργασίας με τον Παύλο και τους συντρόφους του. Με την αδημονία τους να διατηρήσουν μερικούς ασήμαντους τώρα τύπους και τελετουργίες, δεν έβλεπαν την ευλογία που θα αποκτούσαν οι ίδιοι και το έργο που αγαπούσαν.Έτσι, δεν προσπαθούσαν να επιτύχουν την ενότητα όλων των διαφορετικών τομέων του έργου του Κυρίου. Παρά την επιθυμία να περιφρουρήσουν τα καλύτερα συμφέροντα της χριστιανικής εκκλησίας, απέτυχαν να προχωρήσουν σύμφωνα με τον προοδευτικό ρυθμό της πρόνοιας του Θεού και με την περιορισμένη ανθρώπινη σοφία τους, προσπάθησαν να επιβάλουν στους εργάτες πολλούς άσκοπους περιορισμούς. Έτσι δημιουργήθηκε μία ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, παρόλο ότι δεν είχαν προσωπική γνώση για τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τις ιδιόρρυθμες ανάγκες τωνεργατών σε μακρινούς αγρούς, επέμεναν ότι είχαν την εξουσία να τους κατευθύνουν στους αγρούς αυτούς,ακλουθώντας ιδιαίτερες καθορισμένες μεθόδους εργασίας. Αισθάνονταν ότι το έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου έπρεπε να προχωρεί σύμφωνα με τη δική τους γνώμη. ΠΑ 352.5

Αρκετά χρόνια είχαν περάσει αφ’ ότου οι αδελφοί των Ιεροσολύμων μαζί με αντιπροσώπους άλλων ηγετικών εκκλησιών, εξέτασαν με προσοχή τα πολύπλοκα ζητήματα που είχαναναφύει γύρω από τις μεθόδους εργασίας που ακολουθούσαν όσοι εργάζονταν για τους Εθνικούς. Σαν αποτέλεσμα του συμβουλίου εκείνου, οι αδελφοί ενωμένοι συμφώνησαν και έκαναν σαφείς συστάσεις στις Εκκλησίες σχετικά με ορισμένους κανόνες και συνήθειες, συμπεριλαμβανομένης και της περιτομής. Στο ίδιο επίσης γενικό συνέδριο, σύσσωμοι οι αδελφοί συνέστησαν στις χριστιανικές Εκκλησίες το Βαρνάβα και τον Παύλο σαν εργάτες άξιους της εμπιστοσύνης όλων γενικά των πιστών. ΠΑ 353.1

Μεταξύ των παρευρισκομένων στη συνέλευση εκείνη υπήρχαν μερικοί οι οποίοι είχαν επικρίνει αυστηρά τις μεθόδους εργασίας που ακολουθούσαν οι απόστολοι και ήτανιδιαίτερα επιβαρυμένοι με την ευθύνη της διάδοσης του ευαγγελίου στον κόσμο των Εθνικών. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, οι απόψεις τους για τις προθέσεις του Θεού είχαν διευρυνθεί και είχαν ενωθεί με τους αδελφούς τους για τη λήψη ορθών αποφάσεων οι οποίες κατέληξαν στη συνένωση ολοκλήρου του σώματος των πιστών. ΠΑ 353.2

Αργότερα, όταν αποδείχθηκε ότι οι προερχόμενοιαπό τους Εθνικούς προσήλυτοι πολλαπλασιάζονταν με μεγάλη ταχύτητα, μερικάηγετικά στελέχη της Ιερουσαλήμ άρχισαν να αισθάνονται πάλι τις ίδιες προκαταλήψεις εναντίον των μεθόδων του Παύλου και των συνεργατών του. Οι προκαταλήψεις αυτές δυνάμωσαν με τα χρόνια σε σημείο που μερικοί από τους αρχηγούς απεφάνθησαν ότι το έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου έπρεπε στο εξής να γίνεται σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις. Αν ο Παύλος προσάρμοζε τις μεθόδους του σύμφωνα με ορισμένους τρόπους ενεργείας τους οποίους αυτοί συνιστούσαν, τότε θα αναγνώριζαν και θα υποστήριζαν το έργο του. Διαφορετικά θα έπαυαν να το βλέπουν ευνοϊκά και να το υποστηρίζουν. ΠΑ 354.1

Οι άνθρωποι αυτοί παρέβλεπαν το γεγονός ότι δάσκαλος του λαού Του είναι ο Θεός και ότι κάθε εργάτης στην υπηρεσία Του οφείλει να αποκτήσει ατομική εμπειρία ακολουθώντας το θείο Αρχηγό του. Επίσης, δεν έπρεπε να αποβλέπει στους ανθρώπους για συγκεκριμένη καθοδήγηση. Οι εργάτες Του πρέπει να διαμορφωθούν και να πλασθούν όχι βάση των ανθρωπίνων αντιλήψεων, αλλά κατά την ομοιότητα του θεϊκού πρωτοτύπου. ΠΑ 354.2

Κατά τη διακονία του, ο απόστολος Παύλος είχε διδάξει το λαό «όχι με καταπειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξαν Πνεύματος και δυνάμεως.» Οι αλήθειες που κήρυττε είχαν αποκαλυφθεί από το Άγιο Πνεύμα. «Επειδή το Πνεύμα ερευνά τα πάντα και τα βάθη του Θεού. Διότι τις των ανθρώπων γινώσκει τα του ανθρώπου, ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ; Ούτω και τα του Θεού ουδείς γινώσκει ειμή το Πνεύμα του Θεού . . . Τα οποία,» λέγει ο Παύλος, «και λαλούμεν ουχί με διδακτούς νόμους ανθρώπινης σοφίας, αλλά με διδακτούς του Πνεύματος του Αγίου, συγκρίνοντες τα πνευματικά πρός τα πνευματικά. » (Α', Κορ. 2:4, 10 - 13.) ΠΑ 354.3

Καθ ', όλο το διάστημα της διακονίας του, ο Παύλος αναζητούσε την κατευθείαν καθοδήγηση του Θεού. Ταυτόχρονα υπήρξε πολύ προσεκτικός, εργαζόμενος σύμφωνα με τις αποφάσεις της γενικής συνόδου των Ιεροσολύμων. Σαν αποτέλεσμα οι Εκκλησίες «εστερεούντο εις την πίστιν και ηυξάνοντο τον αριθμόν καθ’ ημέραν. » (Πράξ. 16:5.) Τώρα, παρ’όλη την έλλειψη συμπάθειας από μέρους μερικών, παρηγορείται με τη συναίσθηση ότι είχε κάνει το καθήκον του, ενθαρρύνοντας τους προσήλυτους του να καλλιεργούν ένα πνεύμα αφοσίωσης, γενναιοφροσύνης και αδελφικής αγάπης όπως αυτή που είχε εκδηλωθεί στην προκειμένη περίπτωση με τις προαιρετικές προσφορές τις οποίες μπόρεσε να καταθέσει ενώπιον των Ιουδαίων πρεσβυτέρων. ΠΑ 354.4

Μετά την κατάθεση των δωρεών, ο Παύλος «διηγείτο καθ’ εν έκαστον όσα έκαμεν ο Θεός μεταξύ των εθνών δια της διακονίας αυτού.» Αυτή η αφήγηση των γεγονότων προξένησε στις καρδιές όλων, ακόμη και εκείνων που ως τότε αμφέβαλλαν, την πεποίθηση ότι οι προσπάθειές του συνοδεύονταν από την ευλογία του Ουρανού. «Εκείνοι δε ακούσαντες, εδόξαζον τον Κύριον.» Καταλάβαιναν ότι οι μέθοδοι εργασίας που ακολουθούσε ο απόστολος, έφερναν τη σφραγίδα του Ουρανού. Οι αυτοπροαίρετες προσφορές που είχαν μπροστά τους επικύρωναν τη μαρτυρία του αποστόλου για την πιστότητα των νέων Εκκλησιών που είχαν ιδρυθεί μεταξύ των Εθνικών. Τα άτομα που, αν και καταλογίζονταν μεταξύ των ιθυνόντων του έργου στην Ιερουσαλήμ, υποστήριζαν ως τότε ότι έπρεπε να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα ελέγχου, είδαν τώρα τη διακονία του Παύλου κάτω από καινούργιο φώς και πείστηκαν ότι η δική τους στάση δεν ήταν σωστή. Έγινεεμφανές επίσης ότι είχαν δεσμευθεί από τις ιουδαϊκές παραδόσεις και συνήθειες και ότι το έργο του Ευαγγελίου είχε σοβαρά εμποδιστεί εξαιτίας της αποτυχίας τους να αναγνωρίσουν ότι ο μεσότοιχος του φραγμού μεταξύ Ιουδαίου και Εθνικού είχε καταρρεύσει με το θάνατο του Χριστού. ΠΑ 355.1

Αυτή ήταν μία χρυσή ευκαιρία για όλους τους ιθύνοντες αδελφούς να ομολογήσουν ειλικρινά ότι ο Θεός είχε εργαστεί μέσω του Παύλου και ότι είχαν επανειλημμένα σφάλει επιτρέποντας στις διαδόσεις των εχθρών του να προκαλέσουν το φθόνο και την προκατάληψή τους. Αντί όμως να καταβάλουν όλοι τους μαζί προσπάθειες για να απονέμουν δικαιοσύνη σ’ εκείνον που είχαν αδικήσει, του έδωσαν μία συμβουλή που έδειχνε ότι κατά βάθος πίστευανακόμη ότι ο Παύλος έπρεπε να θεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την επικρατούσα προκατάληψη. Δεν στάθηκαν γενναία στο πλευρό του για να τον υποστηρίξουν και να προσπαθήσουν να δείξουν στους δυσαρεστημένους ότι είχαν άδικο, αλλά επεδίωξαν να βρουν μία συμβιβαστική λύση συμβουλεύοντάς τον να ακολουθήσει μία πορεία η οποία κατά τη γνώμη τους θα αφαιρούσε κάθε αφορμή για παρεξήγηση. ΠΑ 355.2

«Βλέπεις, αδελφέ, » του είπαν, σε απάντηση της μαρτυρίας που τους είχε δώσει, «πόσαι μυριάδες είναι εκ των Ιουδαίων οίτινες επίστευσαν και πάντες είναι ζηλωταί του νόμου. Έμαθον δε περί σου ότι διδάσκεις πάντας τους μεταξύ των εθνών Ιουδαίους να αποστατήσωσιν από του Μωϋσέως, λέγων να μη περιτέμνωσι τα τέκνα αυτών μηδέ να περιπατώσι κατά τα έθιμα. Τι είναι λοιπόν; μέλλει να συναχθή πλήθος διότι θέλουσιν ακούσει ότι ήλθες. Κάμε λοιπόν τούτο το οποίον σοι λέγομεν. Ευρίσκονται παρ’ ημίν τέσσερες άνδρες οίτινες έχουσιν ευχήν εφ’ εαυτών παράλαβε τούτους και καθαρίσθητι μετ’ αυτών και δαπάνησον δι’ αυτούς δια να ξυρισθώσι την κεφαλήν και να γνωρίσωσι πάντες ότι δεν υπάρχει ουδέν εκ των όσα έμαθον περί σου, αλλ’ ακολουθείς και συ φυλάττων τον νόμον. Περί δε των εθνών τα οποία επίστευσαν, ημείς εγράψαμεν, αποφασίσαντες να μη φυλάττωσι μηδέν τοιούτον, παρά μόνον να απέχωσιν από του ειδωλοθύτου και του αίματος και πνικτού και πορνείας.» ΠΑ 356.1

Οι αδελφοί ήλπιζαν ότι, αν ο Παύλος ακολουθούσε την πορεία που του συνέστησαν, θα πρόβαλε μία κατηγορηματική διάψευση για τις ψευδείς φήμες που είχαν διαδοθεί εις βάρος του. Τον διαβεβαίωσαν ότι η προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου σχετικά με τους Εθνικούς προσήλυτους και τον τελετουργικό νόμο ίσχυε ακόμη. Η συμβουλή όμως που του έδιναν τώρα δεν συμβιβάζονταν με την απόφαση εκείνη. Η συμβουλή δεν προέρχονταν από το Πνεύμα του Θεού. Ήταναποτέλεσμα ανανδρίας. Οι αρχηγοί της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων ήξεραν ότι με το να μη προσαρμόζονται προς τον τελετουργικό νόμο, οι Χριστιανοί θα επέσυραν εναντίον τους το μίσος των Ιουδαίων και θα εκτίθονταν σε διωγμό. Το Εθνικό Συμβούλιο των Ιουδαίων κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αναχαιτίσει την πρόοδο του Ευαγγελίου. Μέλη του Συμβουλίου αυτού είχαν εκλεγεί για να παρακολουθούν τους αποστόλους και ιδιαίτερα τον Παύλο και με κάθε τρόπο να αντιδράσουν στο έργο τους. Αν όσοι πίστευαν στο Χριστό καταδικάζονταν από το Ανώτατο αυτό Δικαστήριο σαν παραβάτες του νόμου, θα υφίσταντο άμεση και αυστηρή ποινή λογιζόμενοι αποστάτες της ιουδαϊκής πίστης. ΠΑ 356.2

Πολλοί από τους Ιουδαίους που είχαν αποδεχθεί το ευαγγέλιο εξακολουθούσαν να σέβονται τον τελετουργικό νόμο και ήταν έτοιμοι να κάνουν παράλογες παραχωρήσεις, ελπίζοντας με αυτό να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών τους, να εξουδετερώσουν την προκατάληψή τους και να τους καταφέρουν να πιστέψουν ότι ο Χριστός είναι ο Λυτρωτής του κόσμου. Ο Παύλος αναγνώριζε ότι πολλά από τα ηγετικά μέλη της Ιεροσολυμικής Εκκλησίας εξακολουθούσαν να είναι προκατειλημμένα εναντίον του και θα συνέχιζαν να αντενεργούν στην επιρροή που ασκούσε. Ένοιωθε ότι αν μια κάποια λογική υποχώρηση μπορούσε να τους κερδίσει με το μέρος της αλήθειας, θα αφαιρούσε ένα μεγάλο εμπόδιο από το δρόμο της επιτυχίας του Ευαγγελίου σε άλλα μέρη. Στο σημείο αυτό όμως δεν είχε εξουσιοδοτηθεί από το Θεό να παραδεχθεί όλα όσα του ζήτησαν. ΠΑ 357.1

Όταν σκεφτούμε τη μεγάλη επιθυμία του Παύλου να βρεθεί σύμφωνος με τους αδελφούς του, την τρυφερότητα που έτρεφε για τους αδύνατους στην πίστη, το σεβασμό του για τους αποστόλους που είχαν ζήσει μαζί με το Χριστόιδίως για τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίουκαθώς επίσης και την πρόθεσή του να γίνει «τα πάντα εις πάντας» φτάνει για να μη θυσιάσει τις αρχές του.Όταν σκεφτούμε όλα αυτά, θα μας φανεί λιγότερο περίεργο το ότι βρέθηκε αναγκασμένος να παρεκκλίνει από τη σταθερή, αποφασιστική πορεία που είχε μέχρι τότε ακολουθήσει. Αντί να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό, οι προσπάθειες του για συμφιλίωση επέσπευσαν μόνο την κρίση, επιτάχυναν τα προειρημένα βάσανά του και είχαν ως αποτέλεσμα να τον χωρίσουν από τους αδελφούς του, στερώντας την Εκκλησία από έναν από τους ισχυρότερους στύλους της, προκαλώντας θλίψη στην καρδιά των Χριστιανών σε όλα τα μέρη του κόσμου. ΠΑ 357.2

Την επόμενη ημέρα ο Παύλος άρχισε να εφαρμόζει τη συμβουλή των πρεσβυτέρων. Οι τέσσερες άνδρες οι οποίοι είχαν κάνει την ευχή του Ναζωραίου (Βλέπε Αριθ. κεφ. 6) - μία συνήθεια που είχε πια σχεδόν καταργηθείοδηγήθηκαν μέσα στο ιερό από τον Παύλο ο οποίος ανήγγειλε «πότε εκπληρούνται αι ημέραι του καθαρισμού, ότε θέλει γίνει προσφορά υπέρ ενός εκάστου αυτών.» Υπολειπόταν ακόμη η προσφορά ορισμένες δαπανηρές θυσίες για τον καθαρισμό. ΠΑ 358.1

Εκείνοι που συμβούλεψαν τον Παύλο να προβεί σ’ αυτό το διάβημα δεν είχαν κατά βάθος σκεφτεί το μεγάλο κίνδυνο στον οποίο θα τον εξέθεταν με αυτό. Την εποχή εκείνη, η Ιερουσαλήμ ήταν γεμάτη από προσκυνητές,προερχόμενους από διάφορες χώρες. Εκπληρώνοντας την εντολή που είχε λάβει από το Θεό, ο Παύλος είχε φέρει το Ευαγγέλιο στους Εθνικούς, είχε επισκεφθεί πολλές από τις μεγάλες πόλεις του κόσμου και ήταν γνωστός σε χιλιάδες ξένους που επισκέπτονταντα Ιεροσόλυμα για να παραστούν στη γιορτή. Ανάμεσά τους υπήρχαν άνθρωποι που έτρεφαν θανάσιμο μίσος εναντίον του Παύλου. Με το να μπει αυτός στο ιερό σε μία τέτοια δημόσια περίσταση, εξέθετε τη ζωή του σε κίνδυνο. Αρκετές ημέρες κυκλοφορούσε ανάμεσα στους προσκυνητές, φαινομενικά απαρατήρητος. Πριν όμως λήξει ο προσδιορισμένος καιρός, την ώρα που συζητούσε με έναν ιερέα για τις θυσίες που θα πρόσφερε, μερικοί Ιουδαίοι προερχόμενοι από την Ασία τον αναγνώρισαν. ΠΑ 358.2

Ρίχθηκαν καταπάνω του με δαιμονική μανία φωνάζοντας: «Άνδρες Ισραηλίται, βοηθείτε. Ούτος είναι ο άνθρωπος όστις διδάσκει πάντας πανταχού εναντίον του λαού και του νόμου και του τόπου τούτου.» Και ενώ ο κόσμος έσπευδε στην κλήση για βοήθεια, πρόσθεσαν και άλλη κατηγορία: «Πρός τούτοις δε εισήγαγε και Έλληνας εις το ιερόν και εβεβήλωσε τον άγιον τούτον τόπον.» ΠΑ 358.3

Σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο αποτελούσε θανάσιμο έγκλημα να διεισδύσει ένας απερίτμητος στην εσωτερική αυλή του ιερού οικοδομήματος. Ο Παύλος είχε θεαθεί προηγουμένως στην πόλη μαζί με έναν Εφέσιο, τον Τρόφιμο. Εκείνοισυμπέραναν τώρα ότι τον είχε φέρει μέσα στο ιερό, πράγμα που ο Παύλος δεν έκανε. Όσο για τον ίδιο, σαν Ιουδαίος που ήταν, η είσοδός του στο ναό δεν αποτελούσε παράβαση του νόμου. Παρόλο που η κατηγορία ήταν τελείως αβάσιμη, έφτασε όμως για να ξεσηκώσει τη λαϊκή προκατάληψη. Καθώς η βοή μεταδίδονταν και προχωρούσε στους αυλόγυρους του ιερού, τα συνωστιζόμενα πλήθη ενοχλήθηκανέντονα. Γρήγορα η είδηση διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ιερουσαλήμ «και εκινήθη η πόλις όλη και έγινε συρροή του λαού.» ΠΑ 359.1

Το ότι ένας αποστάτης Ισραηλίτης τόλμησε να βεβηλώσει το ναό και μάλιστα την εποχή που χιλιάδες είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να προσκυνήσουν, αυτό ξεσήκωσε τα αγριότερα πάθη του όχλου. «Πιάσαντες τον Παύλον, έσυραν αυτόν έξω του ιερού, και ευθύς εκλείσθησαν αι θύραι.» ΠΑ 359.2

«Ενώ δε εζήτουν να θανατώσωσιν αυτόν, ανέβη η φήμη εις τον χιλίαρχον του τάγματος ότι όλη η Ιερουσαλήμ είναι τεταραγμένη.» Ο Κλαύδιος Λυσίας ήξερε πολύ καλά με τι ταραχοποιό στοιχεία είχε να κάνει και «παραλαβών ευθύς στρατιώτας και εκατοντάρχους, έδραμε κάτω πρός αυτούς. Οι δε ιδόντες τον χιλίαρχον και τους στρατιώτας, έπαυσαν να τύπτωσι τον Παύλον.» Αγνοώντας την αιτία του αναβρασμού, αλλά βλέποντας ότι η οργή του πλήθους στρέφονταν προς τον Παύλο, ο Ρωμαίος χιλίαρχος συμπέρανε ότι αυτός θα έπρεπε να ήταν κάποιος Αιγύπτιος αντάρτης για τον οποίο είχε ακούσει και ο οποίος είχε διαφύγει μέχρι τότε τη σύλληψη. Έτσι λοιπόν «επίασεν αυτόν και προσέταξε να δεθή με δύο αλύσεις, και ηρώτα τις ήτο και τι είχε πράξει.». Στη στιγμή αμέτρητες φωνές υψώθηκαν εκστομίζοντας βαριές και άγριες κατηγορίες. «Και εφώναζον μεταξύ του όχλου άλλοι άλλο τι και άλλοι άλλομη δυνάμενος δε δια τον θόρυβον να μάθη το βέβαιον, προσέταξε να φερθή εις το φρούριον. Ότε δε έφθασεν εις τας βαθμίδας, συνέβη να βαστάζηται υπό των στρατιωτών δια την βίαν του όχλουεπειδή το πλήθος του λαού ηκολούθει, κράζον, Σήκωσον αυτόν.» ΠΑ 359.3

Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή ο απόστολος διατήρησε την αταραξία και την ψυχραιμία του. Η σκέψη του ήταν προσηλωμένη στο Θεό γιατί ήξερε ότι άγγελοι του Ουρανού τον περιστοίχιζαν. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει το ιερό χωρίς να προσπαθήσει να εκθέσει την αλήθεια στους συμπατριώτες του. Ενώ τον οδηγούσαν στο φρούριο, είπε στο χιλίαρχο: «Μοι είναι συγκεχωρημένον να σοι είπω τι;» Ο Λυσίας του απήντησε: «Εξεύρεις Ελληνικά; Δεν είσαι συ τάχα ο Αιγύπτιος, ο πρό των ημερών τούτων διεγείρας εις αποστασίαν και εκβαλών εις την έρημον τους τετρακισχιλίους άνδρας φονείς; » Σε αυτό ο Παύλος απήντησε: «Εγώ είμαι άνθρωπος Ιουδαίος εκ της Ταρσού, πολίτης επισήμου πόλεως της Κιλικίαςκαι σε παρακαλώ, δός μοι την άδειαν να λαλήσω πρός τον λαόν.» ΠΑ 360.1

Το αίτημά του έγινε δεκτό και «ο Παύλος σταθείς επί των βαθμιδών, έσεισε την χείρα εις τον λαόν.» Η χειρονομία του αυτή επέσυρε την προσοχή τους, ενώ το ύφος του προκαλούσε σεβασμό. «Και γενομένης σιωπής μεγάλης, ελάλησεν εις τη εβραϊκήν διάλεκτον λέγωνΆνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε με απολογούμενων τώρα προς εσάς.» Στο άκουσμα της γνώριμης εβραϊκής γλώσσας, «έδειξαν περισσοτέραν ησυχίαν » και μέσα στη γενική σιωπή, ο Παύλος εξακολούθησε: ΠΑ 360.2

«Εγώ μεν είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, γεγεννημένος εν Ταρσώ της Κιλικίας, ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά την ακρίβειαν του πατροπαραδότου νόμου, ζηλωτής ών του Θεού, καθώς πάντες σεις είσθε σήμερον.» Κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί τα λεγόμενα του αποστόλου επειδή τα γεγονότα που ανέφερε ήταν λεπτομερώς γνωστά σε πολλούς που ζούσαν ακόμη στα Ιεροσόλυμα. Κατόπιν αναφέρθηκε στον πρότερο ζήλο του στο να καταδιώκει τους μαθητές του Χριστού μέχρι θανάτου και διηγήθηκε τις περιστάσεις που οδήγησαν στη μεταστροφή του, εξηγώντας στους ακροατές του πως η δική του υπερήφανη καρδιά κατέληξε να ταπεινωθεί μπροστά στο σταυρωμένο Ναζωραίο. Αν προσπαθούσε να εμπλακεί σε συζήτηση με τους ανταγωνιστές του, από ισχυρογνωμοσύνη θα είχαν αρνηθεί να τον ακούσουν. Αλλά η αφήγηση της πείρας του έγινε με ακαταμάχητη πειθώ η οποία για την ώρα φαίνονταν ότι μαλάκωνε και κατεύναζε τις καρδιές τους. ΠΑ 360.3

Στη συνέχεια προσπάθησε να αποδείξει ότι το έργο του μεταξύ των Εθνικών δεν το είχε αναλάβει με δική του πρωτοβουλία. Αυτός επιθυμούσε να εργαστεί για τους ομοεθνείς του. Μέσα σ’ αυτόν το ναό όμως η φωνή του Θεού του μίλησε σαν μία ιερή οπτασία, προστάζοντάς τον να πάει «εις έθνη μακράν.» ΠΑ 361.1

Μέχρι τότε τα πλήθη τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Μόλις όμως ο Παύλος έφτασε στο σημείο της αφήγησης όπου ορίστηκε απεσταλμένος του Χριστού στα έθνη, η οργή τους ξέσπασε και πάλι. Συνηθισμένοι να θεωρούν τον εαυτό τους σαν το μόνο ευνοούμενο λαό του Θεού, δεν είχαν καμία διάθεση να επιτρέψουν στους περιφρονημένους Εθνικούς να συμμερισθούν με αυτούς τα προνόμια που μέχρι τότε θεωρούντο αποκλειστικά δικά τους. Υψώνοντας τη φωνή τους παραπάνω από τη φωνή του ομιλητή, ωρύονταν: «Σήκωσον από της γής τον τοιούτον διότι δεν πρέπει να ζή.» ΠΑ 361.2

«Και επειδή αυτοί εκραύγαζον και ετίναζον τα ιμάτια και έρριπτον κονιορτόν εις τον αέρα, ο χιλίαρχος προσέταξε να φερθή εις το φρούριον, παραγγείλας να εξετασθή δια μαστίγων, δια να γνωρίση δια ποίαν αιτίαν εφώναζον ούτω κατ’ αυτού. ΠΑ 361.3

Και καθώς εξήπλωσαν αυτόν δεδεμένον με τα λωρία, ο Παύλος είπε πρός τον παρεστώτα εκατόνταρχον Είναι τάχα νόμιμον εις εσάς άνθρωπον Ρωμαίον και ακατάκριτον να μαστιγώνητε; Ακούσας δε ο εκατόνταρχος, υπήγε και απήγγειλε πρός τον χιλίαρχον λέγων Βλέπε τι μέλλεις να κάμης διότι ο άνθρωπος ούτος είναι Ρωμαίος. Προσελθών δε ο χιλίαρχος, είπε πρός αυτόν Λέγε μοι, συ Ρωμαίος είσαι; Ο δε είπε Ναι. Και απεκρίθη ο χιλίαρχος Εγώ δια πολλών χρημάτων απέκτησα ταύτην την πολιτογράφησιν. Ο δε Παύλος είπεν Αλλ’ εγώ και εγεννήθην Ρωμαίος. Ευθύς λοιπόν απεσύρθησαν απ’ αυτού οι μέλλοντες να βασανίσωσιν αυτόν. Και ο χιλίαρχος έτι εφοβήθη γνωρίσας ότι είναι Ρωμαίος, και διότι είχε δέσει αυτόν. ΠΑ 361.4

Τη δε επαύριον θέλων να μάθη το βέβαιον, περί τίνος κατηγορείται παρά των Ιουδαίων, έλυσεν αυτόν από των δεσμών, και προσέταξε να έλθωσιν οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον αυτών και καταβιβάσας τον Παύλον, έστησεν έμπροσθεν αυτών.» ΠΑ 362.1

Τώρα ο απόστολος έμελλε να δικαστεί από το ίδιο δικαστήριο του οποίου αυτός ο ίδιος αποτελούσε μέλος πριν από τη μετάλλαξη του. Καθώς έστεκε μπροστά στους Ιουδαίους αρχηγούς, η στάση του ήταν γαλήνια και το παρουσιαστικό του φανέρωνε την ειρήνη του Χριστού. «Ατενίσας δε ο Παύλος εις το συνέδριον είπεν Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα ενώπιον του Θεού μετά πάσης καλής συνειδήσεως μέχρι ταύτης της ημέρας.» Μόλις άκουσαν τα λόγια αυτά, το μίσος τους ξαναφούντωσε. «Ο δε αρχιερέυς Ανανίας προσέταξε τους παρεστώτας πλησίον αυτού να κτυπήσωσι το στόμα αυτού.» Στο άκουσμα της απάνθρωπης αυτής προσταγής, ο Παύλος διαμαρτυρήθηκε: «Ο Θεός μέλλει να σε κτυπήση, τοίχε ασβεστωμένεκαι συ κάθησαι να με κρίνεις κατά τον νόμον, και παρανομών προστάζεις να με κτυπώσιν; Οι δε παρεστώτες είπον Τον αρχιερέα του Θεού λοιδορείς;» Με τη συνηθισμένη του αβροφροσύνη ο Παύλος απήντησε: «Δενήξευρον, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύςδιότι είναι γεγραμμένον Άρχοντα του λαού σου δεν θέλεις κακολογήσει.» ΠΑ 362.2

«Εννοήσας δε ο Παύλος ότι το εν μέρος είναι Σαδδουκαίων, το δε άλλο Φαρισαίων, έκραξεν εν τω συνεδρίωΆνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίουπερί ελπίδος και αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι. ΠΑ 362.3

«Και ότε ελάλησε τούτο, έγινε διαίρεσις των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και διηρέθη το πλήθος. Διότι οι μέν Σαδδουκαίοι λέγουσιν ότι δεν είναι ανάστασις, ουδέ άγγελος, ουδέ πνεύμα, οι δε Φαρισαίοι ομολογούσιν αμφότερα.» Τα δύο κόμματα άρχισαν να διαπληκτίζονται αναμεταξύ τους και έτσι η φορά της αντίστασής τους κατά του Παύλου διασπάσθηκε. «Και σηκωθέντες οι γραμματείς του μέρους των Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες Ουδέν κακόν ευρίσκομεν εν τω ανθρώπω τούτωαν δε ελάλησε πρός αυτόν πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχώμεν.» ΠΑ 362.4

Μέσα στη σύγχυση που επακολούθησε, από το ένα μέρος οι Σαδδουκαίοι αγωνίζονταν όσο μπορούσαν να αποσπάσουν τον Παύλο με σκοπό να τον θανατώσουν και από το άλλο οι Φαρισαίοι πάσχιζαν να τον υπερασπιστούν. «Φοβηθείς ο χιλίαρχος μη διασπαραχθή ο Παύλος υπ’ αυτών, προσέταξε να καταβή το στράτευμα και να αρπάση αυτόν εκ μέσου αυτών και να φέρη εις το φρούριον.» ΠΑ 363.1

Αναλογιζόμενος τα λυπηρά γεγονότα της ημέρας, αργότερα ο Παύλος άρχισε να φοβάται μήπως η κατεύθυνση που είχε πάρει δεν ευχαριστούσε το Θεό. Μήπως στο κάτω - κάτω είχε κάνει λάθος που επεσκέφθητε την Ιερουσαλήμ; Μήπως η μεγάλη του επιθυμία να φθάσει σε σύμπνοια με τους αδελφούς του οδήγησε στα τραγικά αυτά αποτελέσματα; ΠΑ 363.2

Η θέση την οποία οι Ιουδαίοι κατείχαν στον άπιστο κόσμο σαν εκλεκτός λαός του Θεού,βασάνιζε αφάνταστα το πνεύμα του αποστόλου. Πως έβλεπαν τώρα οι εθνικοί αξιωματούχοι όσους ισχυρίζονταν ότι ήταν λάτρεις Κυρίου του Θεού και είχαν αναλάβει ιερά καθήκοντα, παρόλο που είχαν γίνει έρμαια της τυφλής, ακαταλόγιστης οργής προσπαθώντας να εξοντώσουν ακόμη και τους αδελφούς τους που τολμούσαν να έχουν διαφορετική γνώμη στα θρησκευτικά ζητήματα;Πως έβλεπαν οι εθνικοί αξιωματούχοι τηνμετατροπή του σεβαστότερουιερατικού τους συνέδριου σε αγωνιστικό στίβο, όντας σε μία ακατάσχετη πρόκληση σύγχυσης; Ο Παύλος έβλεπε ότι το όνομα του Θεού είχε διακωμωδηθεί στα μάτια των απίστων. ΠΑ 363.3

Και τώρα ο ίδιος βρίσκονταν στη φυλακή και ήξερε ότι οι εχθροί του, μέσα στο ασυγκράτητο μίσος τους, δεν θα δίσταζαν να μεταχειρισθούν οποιοδήποτε μέσο για να τον θανατώσουν. Μπορούσε αυτό να σήμαινε ότι το έργο του για τις Εκκλησίες είχε λήξει και ότι αρπακτικάόντα επρόκειτο τώρα να τις λυμαίνονται; Το έργο του Χριστού είχε εντελώς ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Παύλου.Με μεγάλη αγωνία σκέπτονταν τώρα τους κινδύνους των διασκορπισμένων Εκκλησιών, εκτεθειμένες στην καταδίωξη ανθρώπων ακριβώς σαν κι αυτούς που είχε αντιμετωπίσει στο ιερατικό συνέδριο. Βαθειά θλιμμένος και αποθαρρυμένος, προσευχήθηκε και έκλαψε. ΠΑ 363.4

Στη σκοτεινή εκείνη ώρα ο Θεός δεν αδιαφόρησε για το δούλο Του. Τον είχε προστατεύσει από τα δολοφονικά πλήθη στην αυλή του ιερού. Του είχε συμπαρασταθεί στο Αρχιερατικό Συνέδριο. Τον είχε συνοδεύσει στο φρούριο. Και τώρα αποκαλύφθηκε ο ίδιος στον πιστό Του μάρτυρα σαν απάντηση στις ένθερμες προσευχές του αποστόλου για καθοδήγηση. «Την δε ερχομένην νύκτα επιφανείς εις αυτόν ο Κύριος, είπε Θάρρει, Παύλε, διότι καθώς εμαρτύρησας τα περί Εμού εις Ιερουσαλήμ, ούτω πρέπει να μαρτυρήσης και εις Ρώμην.» ΠΑ 364.1

Από πολύ καιρό ο Παύλος λαχταρούσε να επισκεφτεί τη Ρώμη. Είχε μεγάλη επιθυμία να μιλήσει εκεί για το Χριστό, αλλά νόμισε ότι τα σχέδιά του είχαν ναυαγήσει εξαιτίας του μίσους των Ιουδαίων. Δεν είχε ιδέα ούτε και την ώρα ότι θα πήγαινε φυλακισμένος στη Ρώμη. ΠΑ 364.2

Ενώ ο Κύριος ενεθάρρυνε το δούλο Του, οι εχθροί του Παύλου κατέστρωναν βιαστικά σχέδια για την εξόντωσή του. «Και ότε έγινεν ημέρα, τινές των Ιουδαίων συνωμόσαντες ανεθεμάτισαν εαυτούς, λέγοντες μήτε να φάγωσι μήτε να πίωσιν, εωσού φονεύσωσι τον Παύλον ήσαν δε πλειότεροι των τεσσαράκοντα οι πράξαντες την συνωμοσίαν ταύτην.» Αυτή ήταν ακριβώς η νηστεία την οποία ο Θεός είχε καταδικάσει μέσω του Ησαΐα: «Ιδού νηστεύετε δια δίκας και έριδας και γρονθίζετε ασεβώς.» (Ησ. 58:4.) ΠΑ 364.3

Οι συνωμότες «ελθόντες πρός τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους, είπον Με ανάθεμα αναθεματίσαμεν εαυτούς να μη γευθώμεν μηδέν εωσού φονεύσωμεν τον Παύλον. Τώρα λοιπόν σεις μετά του συνεδρίου μηνύσαντες πρός τον χιλίαρχον, να καταβιβάση αυτόν αύριον πρός εσάς, ως μέλλοντας να μάθητε ακριβέστερον τα περί αυτού ημείς δε πρίν αυτός πλησιάση, είμεθα έτοιμοι να φονεύσωμεν αυτόν.» ΠΑ 364.4

Αντί να τους επιπλήξουν για το απάνθρωπο αυτό σχέδιο, οι ιερείς και οι άρχοντες συμφώνησανπρόθυμοι με αυτό. Δεν είχε άδικο ο Παύλος όταν παρομοίασε τον αρχιερέα Ανανία με ασβεστωμένο τοίχο. ΠΑ 365.1

Ο Θεός όμως επενέβη για να σώσει τη ζωή του δούλου Του. Ο γιός της αδελφής του Παύλου μόλις άκουσε για την ενέδρα που κατέστρωναν οι δολοφόνοι, «υπήγε και εισελθών εις το φρούριον, απήγγειλε πρός τον Παύλον. Και ο Παύλος προσκαλέσας ένα εκ των εκατοντάρχων, είπε:«Φέρε τον νέον τούτον πρός τον χιλίαρχον διότι έχει τι να απαγγείλει πρός αυτόν. Εκείνος λοιπόν παραλαβών αυτόν, έφερε πρός τον χιλίαρχον και λέγει Ο δέσμιος Παύλος με έκραξε και με παρεκάλεσε να φέρω τον νέον τούτον πρός σε, διότι έχει τι να σοι λαλήση.» ΠΑ 365.2

Ο Κλαύδιος Λυσίας φέρθηκε με καλοσύνη στο παιδί και παίρνοντάς το κατά μέρος ρώτησε: «Τι είναι εκείνο το οποίον έχεις να μοι αναγγείλης; Ο δε είπεν ότι οι Ιουδαίοι συνεφώνησαν να σε παρακαλέσωσι να καταβιβάσης αύριον τον Παύλον εις το συνέδριον, ως θέλοντες να μάθωσί τι ακριβέστερον περί αυτού. Συ λοιπόν μη πεισθής εις αυτούς, διότι ενεδρεύουσιν αυτόν πλειότεροι των τεσσαράκοντα άνδρες εξ αυτών, οίτινες αναθεμάτισαν εαυτούς μήτε να φάγωσι μήτε να πίωσιν, εωσού φονεύσωσιν αυτόν και τώρα είναι έτοιμοι προσμένοντες την παρά σου υπόσχεσιν.» ΠΑ 365.3

«Ο χιλίαρχος λοιπόν απέστειλε τον νέον παραγγείλας, Να μη είπης εις μηδένα ότι εφανέρωσας ταύτα εις εμέ.» ΠΑ 365.4

Αμέσως ο Λυσίας απεφάσισε να μεταφέρει τον Παύλο από τη δική του εξουσιοδότηση στην εξουσιοδότηση του ηγεμόνα, Φήλικα. Σαν λαός οι Ιουδαίοι ήταν ευέξαπτοι και ευερέθιστοι καιέτσι οι ταραχές ήταν κάτι το συνηθισμένο. Η παραταμένη παρουσία του αποστόλου στην Ιερουσαλήμ μπορούσε να έχει επικίνδυνες επιπλοκές για την πόλη, πιθανόν ακόμη και για τον ίδιο το διοικητή. Έτσι λοιπόν «προσκαλέσας δύο τινάς των εκατόνταρχων, είπεν Ετοιμάσατε διακοσίους στρατιώτας δια να υπάγωσιν έως Καισαρείας, και εβδομήκοντα ιππείς και διακοσίους λογχοφόρους, από τρίτης ώρας της νυκτός, ετοιμάσατε και ζώα δια να επικαθίσωσι τον Παύλον και φέρωσιν ασφαλώς πρός Φήλικα τον ηγεμόνα.» ΠΑ 365.5

Προκειμένου να φυγαδευτεί ο Παύλος, δεν είχαν διόλου καιρό για χάσιμο. «Οι μεν λοιπόν στρατιώται, κατά την δοθείσαν προσταγήν, αναλαβόντες τον Παύλον, έφερον δια της νυκτός εις την Αντιπατρίδα.» Από εκεί οι ιππείς συνέχισαν το δρόμο τους με τον κρατούμενο μέχρι την Καισάρεια, ενώ οι τετρακόσιοι στρατιώτες του πεζικού επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. ΠΑ 366.1

Ο υπεύθυνος αξιωματικός του αποσπάσματος παρέδωσε τον κρατούμενό στο Φήλικα μαζί με μία επιστολή που του είχε εμπιστευθεί ο χιλίαρχος: ΠΑ 366.2

«Κλαύδιος Λυσίας πρός τον κράτιστον ηγεμόνα Φήλικα, χαίρειν. Τον άνδρα τούτον, συλληφθέντα υπό των Ιουδαίων και μέλλοντα να φονευθή υπ’ αυτών, επελθών μετά του στρατεύματος έσωσα αυτόν, μαθών ότι είναι Ρωμαίος. Θέλων δε να μάθω την αιτίαν δια την οποίαν εκατηγόρουν αυτόν, κατεβίβασα αυτόν εις το συνέδριον αυτών και εύρον αυτόν εγκαλούμενον περί ζητημάτων του νόμου αυτών, μη έχοντα όμως μηδέν έγκλημα άξιον θανάτου ή δεσμών. Και επειδή εμηνύθη πρός εμέ ότι μέλλει να γίνη εις τον άνθρωπον επιβουλή υπό των Ιουδαίων, ευθύς έπεμψα αυτόν πρός σε, παραγγείλας και εις τους κατηγόρους να είπωσιν ενώπιον σου τα κατ’ αυτού. Υγείαινε. » ΠΑ 366.3

Αφού διάβασε την επιστολή, ο Φήλικας ζήτησε να μάθει από ποιά επαρχία κατάγονταν ο κρατούμενος και όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν από την Κιλικία, είπε: «Θέλω σε ακρασθή . . . όταν και οι κατήγοροί σου έλθωσι και προσέταξε να φυλάττηται εν τω πραιτωρίω του Ηρώδου.» ΠΑ 366.4

Η περίπτωση του Παύλου δεν ήταν η πρώτη κατά την οποία ένας δούλος του Θεού κατέφευγε στους ειδωλολάτρες για να προστατευθεί από την κακία του θεωρουμένου λαού του Κυρίου. Μέσα στο τυφλό τους μίσος έναντι του Παύλου, οι Ιουδαίοι είχαν προσθέσει άλλο ένα έγκλημα στο μαύρο κατάλογο της ιστορίας του λαού. Μόνο που τώρα είχαν σκληρύνει περισσότερο τις καρδιές τους εναντίον της αλήθειας, καθιστώντας το πεπρωμένο τους ακόμη πιο αναπόφευκτο. ΠΑ 366.5

Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται τη βαθειά σημασία των λόγων του Χριστού στη συναγωγή της Ναζαρέτ, όταν ανήγγειλε ότι Αυτός ήταν ο Κεχρισμένος. Γνωστοποίησε ότι η αποστολή του ήταν να παρηγορεί, να ευλογεί και να σώζει τους θλιμμένους και τους αμαρτωλούς. Τότε, όταν είδε ότι οι καρδιές των ακροατών Του κατέχονταν από υπερηφάνεια και απείθεια, τους υπενθύμισε ότι στο παρελθόν ο Θεός είχε αποστραφεί από τον εκλεκτό λαό Του εξαιτίας της απιστίας και της ανταρσίας του. Αντιθέτωςόμως είχε αποκαλυφθεί σε άτομα που ανήκαν σε ειδωλολατρικές χώρες και που δεν είχαν απορρίψει το φώς του Ουρανού. Η χήρα της Σαρεπτά και ο Νεεμάν ο Σύριος ζούσαν σύμφωνα με το φώς που γνώριζαν. Για αυτό και θεωρήθηκαν δικαιότεροι από το λαό του Θεού που είχε αποστατήσει από Αυτόν, θυσιάζοντας τις αρχές του για την άνεση και τις κοσμικές τιμές. ΠΑ 367.1

Ο Χριστός είπε μία τρομερή αλήθεια στους Ιουδαίους της Ναζαρέτ όταν δήλωσε ότι στον αποστάτηλαό του Ισραήλ δεν υπήρχε ασφάλεια για τον πιστό απεσταλμένο του Θεού. Ούτε την αξία του θα ανεγνώριζαν, ούτε τους κόπους του θα εκτιμούσαν. Ενώ οι Ιουδαίοι αρχηγοί διατείνονταν ότι είχαν μεγάλο ζήλο για την τιμή του Θεού και για το καλό του Ισραήλ, στην πραγματικότητα ήταν εχθροί και των δύο. Τόσο με τα διδάγματά τους όσο και με το παράδειγμά τους έκαναν το λαό να απομακρύνεται περισσότερο από την υπακοή του στο Θεό, οδηγώντας τον εκεί όπου Αυτός δεν μπορούσε να τους υπερασπιστεί στην ώρα της ανάγκης. ΠΑ 367.2

Τα επιπληκτικά λόγια του Σωτήρα στους κατοίκους της Ναζαρέτ, έβρισκαν στην περίπτωση του Παύλου την εφαρμογή τους όχι μόνο μεταξύ των απίστων Ιουδαίων, αλλά και μεταξύ των ομοπίστων αδελφών του. Αν οι αρχηγοί της χριστιανικής Εκκλησίας είχαν μεταβάλει εντελώς τα αισθήματά της πικρίας έναντι του αποστόλου και τον είχαν δεχτεί σαν αγγελιοφόρο του Ευαγγελίου στους Εθνικούς από το Θεό, ο Κύριος είχε πειστεί για το καλό τους. Δεν ήταν προσταγή Θεού η υπηρεσία του Παύλου να τελειώσει τόσο σύντομα. Ούτε όμως και έκανε κανένα θαύμα για να αντισταθμίσει την κατεύθυνση που πήραν τα πράγματα και στην οποία είχε εξωθήσει η στάση των εκκλησιαρχών της Ιερουσαλήμ. ΠΑ 367.3

Το ίδιο πνεύμα εξακολουθεί ακόμη να δημιουργεί τα ίδια αποτελέσματα. Η αμέλειά της στο να εκτιμά και να καλυτερεύει τις προσπάθειες της θεϊκής χάρης έχει στερήσει την Εκκλησία από πολλές ευλογίες. Πόσες φορές θα είχε ο Θεός παρατείνει τη ζωή κάποιου πιστού κήρυκα του Ευαγγελίου, αν οι προσπάθειές του είχαν εκτιμηθεί δεόντως. Όταν η Εκκλησία επιτρέπει στον εχθρό των ψυχών να διαστρέψει την αντίληψη ώστε να παρεξηγηθούν και να διαστρεβλωθούν τα λόγια και οι πράξεις του δούλου του Χριστού, όταν τα μέλη παρεμβαίνουν στο δρόμο του και εμποδίζουν την αποδοτικότητά του,τότεπολλές φορές ο Θεός αφαιρεί από το μέσο τους την ευλογία που χορήγησε. ΠΑ 368.1

Ο Σατανάς εργάζεται διαρκώς μέσω των πρακτόρων του για να αποκαρδιώσει και να καταστρέψει εκείνους τους οποίους ο Θεός διάλεξε για να επιτελέσουν ένα μεγάλο και καλό έργο. Μπορεί αυτοί να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμη για την πρόοδο του έργου του Χριστού. Όμως ο μεγάλος απατεώνας μπορεί να δημιουργήσει στους αδελφούς τους αμφιβολίες εναντίον τους οι οποίες αν γίνουν πιστευτές, θα υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα του χαρακτήρα τους και θα ακρωτηριάσουν τη χρησιμότητά τους. Πολύ συχνά κατορθώνει να τους προξενήσει τέτοιο ψυχικό άγχος μέσω των αδελφών τους, ώστε ο Θεός χαριστικά επεμβαίνει για να αναπαύσει τους καταδιωκόμενους δούλους Του. Και όταν τα χέρια σταυρωθούν πάνω στο άψυχο στήθος και η φωνή της προειδοποίησης και της ενθάρρυνσης σιγήσει, τότε πιθανόν οι άκαμπτοι να ξυπνήσουν για να αντιληφθούν την αξία της ευλογίας που απομάκρυναν από τον εαυτό τους. Μπορεί με το θάνατό τους οι δούλοι του Θεού να κατορθώσουν αυτό που απέτυχαν να κάνουν με τη ζωή τους. ΠΑ 368.2