Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Δεύτερο
Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Δεύτερο
Κεφάλαιο 20: Ενα μεγαλο θρησκευτικο ξυπνημα
Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο της Αποκάλυψης αναφέρεται μία μεγάλη θρησκευτική αφύπνιση σαν αποτέλεσμα της διάδοσης της αγγελίας της επικείμενης επιστροφής του Χριστού. Ένας άγγελος παρουσιάζεται να πετάει “εις το μεσουράνημα όστις είχεν ευαγγέλιον αιώνιον, δια να κηρύξη εις τους κατοικούντας επί της γης, και εις πάν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν. Και έλεγε μετά φωνής μεγάλης, Φοβήθητε τον Θεόν, και δότε δόξαν εις Αυτόν, διότι ήλθεν η ώρα της κρίσεως Αυτού· και προσκυνήσατε τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γήν και την θάλασσαν και τας πηγάς των υδάτων.” (Αποκ. 14:6-7.) ΜΔ2 383.1
Το γεγονός ότι ένας άγγελος αναφέρεται να κηρύττει την αγγελία αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία. Με την αγνότητα, τη δόξα και τη δύναμη του ουρανίου απεσταλμένου, η θεϊκή σοφία ευδόκησε να παραστήσει τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έργου που θα επιτελείτο με το άγγελμα αυτό καθώς και τη δύναμη και τη δόξα που θα το συνόδευαν. Το πέταγμα του αγγέλου “εις το μεσουράνημα,” η διάδοση της αγγελίας “μετά φωνής μεγάλης,” καθώς και η επέκτασή της σε όλους “τους κατοικούντας επί της γής,” “εις πάν έθνος και φυλήν και γλώσσαν και λαόν,” πιστοποιούν τόσο την ταχύτητα όσο και τον παγκόσμιο χαρακτήρα του κινήματος αυτού. ΜΔ2 383.2
Πότε ακριβώς θα μεσολαβούσε αυτό το κίνημα μας το πληροφορεί η ίδια η αγγελία που αποτελεί μέρος από το “ευαγγέλιον το αιώνιον” και διακηρύσσει την αρχή “της κρίσεως” του Θεού. Το άγγελμα της σωτηρίας έχει διαδοθεί καθόλους τους αιώνες. Αλλά η αγγελία αυτή αποτελεί μέρος του ευαγγελίου που δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί παρά μόνο στις έσχατες ημέρες, ακριβώς επειδή τότε μόνον αληθεύει ότι “ήλθεν η ώρα της κρίσεως.” Οι προφητείες μας παρουσιάζουν μία αλληλουχία γεγονότων τα οποία καταλήγουν στην ώρα της κρίσης. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για το βιβλίο του Δανιήλ. Το μέρος εκείνο της προφητείας που αναφέρεται στις έσχατες ημέρες, ο Δανιήλ έλαβε την εντολή να το κλείσει και να το σφραγίσει “μέχρι του εσχάτου καιρού.” Μόνον όταν θα φθάναμε στην εποχή αυτή θα μπορούσε να κηρυχθεί μία αγγελία σχετικά με την ημέρα της κρίσης και με βάση την εκπλήρωση των προφητειών αυτών. Για τον έσχατο αυτόν καιρό ο προφήτης αναφέρει ότι “τότε πολλοί θέλουσι περιτρέχει και η γνώσις θέλει πληθυνθή.” (Δαν. 12:4.) ΜΔ2 383.3
Ο απόστολος Παύλος προειδοποίησε την εκκλησία της εποχής του ότι δεν έπρεπε να περιμένουν την επιστροφή του Χριστού στις μέρες τους. “Δεν θέλει ελθεί η ημέρα εκείνη,” λέγει, “εάν δεν έλθη πρώτον η αποστασία, και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας.” (Β΄ Θεσ. 2:3.) Ώστε λοιπόν δεν πρέπει να περιμένουμε την έλευση του Κυρίου μας παρά μόνο μετά τη μεγάλη αποστασία, και τη μακροχρόνια περίοδο της κυριαρχίας του “ανθρώπου της αμαρτίας.” Ο “άνθρωπος της αμαρτίας” αναφέρεται επίσης ως το “μυστήριον της ανομίας” ο “υιός της απώλειας,” και ο “άνομος” και εκπροσωπεί την παπική δύναμη που σύμφωνα με την προφητεία, θα διατηρούσε την υπεροχή για 1260 χρόνια. Η περίοδος αυτή έληξε το 1798. Ο Χριστός δεν μπορούσε να έχει έρθει πριν από την εποχή αυτή. Οι οδηγίες του Παύλου καλύπτουν χρονολογικά ολόκληρη τη χριστιανική οικονομία μέχρι το 1798. Στο διάστημα που ακολουθεί τη χρονολογία αυτή επρόκειτο να κηρυχθεί η δευτέρα παρουσία του Χριστού. Ποτέ τέτοια αγγελία δεν δόθηκε στο παρελθόν. Όπως είδαμε ο Παύλος δεν τη μετέδωσε. Την παρουσίαζε στους αδελφούς του για το απώτερο της εποχής τους μέλλον. Ούτε οι Μεταρρυθμιστές τη μετέδωσαν. Ο Μαρτίνος Λούθηρος υπολόγιζε την ημέρα της κρίσης σε τριακόσια περίπου μελλοντικά από την εποχή του χρόνια. Από το 1798 όμως το βιβλίο του Δανιήλ ξεσφραγίσθηκε, η κατανόηση των προφητειών προόδευσε και η σοβαρή αγγελία της επικείμενης κρίσης διακηρύχθηκε από πολλούς. ΜΔ2 384.1
Όπως η Μεγάλη Μεταρρύθμιση του δεκάτου έκτου αιώνα, το κίνημα του Αντβεντισμού εμφανίσθηκε ταυτόχρονα σε διάφορες χώρες του χριστιανικού κόσμου. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, άνθρωποι πίστης και προσευχής επεδόθηκαν στη μελέτη των προφητειών και παρακολουθώντας την εξέλιξη των γεγονότων όπως αναφέρονται στα εμπνευσμένα κατάστιχα, έφθασαν στο αναντίρρητο συμπέρασμα ότι το τέλος του κόσμου πλησίαζε. Σε διάφορες χώρες, απομονωμένες ομάδες Χριστιανών, με την αποκλειστική μελέτη των Αγίων Γραφών, απέκτησαν την πεποίθηση ότι η επιστροφή του Σωτήρα ήταν πολύ κοντά. ΜΔ2 384.2
Το 1821, τρία χρόνια μετά το συμπέρασμα του Μύλλερ ότι οι προφητείες εφιστούσαν την προσοχή στην ώρα της κρίσης, ο Δόκτωρ Ιωσήφ Γουώλφ, ο γνωστός “διεθνής ιεραπόστολος,” άρχισε να κηρύττει την εγγύτητα της επιστροφής του Κυρίου. Γεννημένος στη Γερμανία, ο Γουώλφ ήταν εβραϊκής καταγωγής και είχε πατέρα ραββίνο. Πολύ μικρός ακόμη είχε ήδη πειστεί για την αλήθεια της χριστιανικής θρησκείας. Με ένα ξύπνιο και ερευνητικό πνεύμα άκουγε προσεκτικά τις συζητήσεις που γίνονταν στο πατρικό του σπίτι, όπου καθημερινά μαζεύονταν καθιερωμένοι Εβραίοι και εξιστορούσαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες του λαού τους, τη δόξα του αναμενόμενου Μεσσία και την αποκατάσταση του Ισραήλ. Όταν μια μέρα άκουσε να αναφέρουν για τον Ιησού το Ναζωραίο, το παιδί ρώτησε ποιος ήταν Αυτός. “Ένας Ιουδαίος, μια μεγάλη διάνοια,” του απάντησαν· “επειδή όμως ισχυρίζονταν ότι Αυτός ήταν ο Μεσσίας, το Ιουδαϊκό συνέδριο τον καταδίκασε σε θάνατο.” “Αλλά γιατί να καταστραφεί η Ιερουσαλήμ και γιατί να ζούμε στην αιχμαλωσία;” ξαναρώτησε το παιδί. “Αλλοίμονο, αλλοίμονο!” απάντησε ο πατέρας “γιατί οι Ιουδαίοι φόνευσαν τους προφήτες.” Αυτόματα η ιδέα γεννήθηκε στη σκέψη του παιδιού. “Μπορεί και ο Ιησούς να ήταν προφήτης και οι Εβραίοι να Τον φόνευσαν ενώ ήταν αθώος.” (“Travels and Adventures of the Rev. Joseph Wolff.” Τόμ. 1. σελ. 6.) Τόσο βαθιά είχε ριζώσει αυτή η σκέψη μέσα του ώστε, αν και του είχαν απαγορεύσει να πατήσει σε χριστιανική εκκλησία, αυτός συχνά στεκόταν απ’ έξω για να ακούσει το κήρυγμα. ΜΔ2 386.1
Όταν σε ηλικία επτά μόλις ετών καυχιόταν μια μέρα σ’ έναν ηλικιωμένο Χριστιανό γείτονα για τον μελλοντικό θρίαμβο του Ισραήλ και για τον ερχομό του Μεσσία, ο γέροντας του είπε καλοκάγαθα: “Να σου πώ, καλό μου παιδί, ποιος ήταν ο πραγματικός Μεσσίας: ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος ... που οι προπάτορές σου σταύρωσαν όπως έκαναν και με τους παλαιότερους προφήτες. Πήγαινε σπίτι και διάβασε το πεντηκοστό τρίτο κεφάλαιο του προφήτη Ησαϊα και θα πειστείς ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού.” (Ίδιο μέρος Τόμ. 1, σελ. 7.) Είχε κι όλα πάρει την απόφασή του. Πήγε στο σπίτι και διάβασε τη Γραφική περικοπή, περίεργος να δει μέχρι ποιο σημείο η προφητεία εκπληρώνονταν στη ζωή του Ιησού της Ναζαρέτ. Είναι δυνατόν να είχε δίκαιο ο Χριστιανός; διερωτώταν το παιδί. Ζήτησε από τον πατέρα του να του εξηγήσει την προφητεία, αλλά συνάντησε μια τέτοια παγερή σιωπή, που ποτέ πια δεν τόλμησε να ξαναναφέρει το ίδιο θέμα. Η στάση αυτή όμως αύξησε ακόμη περισσότερο την επιθυμία του να γνωρίσει καλύτερα τη χριστιανική θρησκεία. ΜΔ2 386.2
Το Ιουδαϊκό του περιβάλλον του απέκρυβε με μεγάλη προσοχή τη γνώση που ζητούσε να αποκτήσει. Αλλ’ όταν έγινε ένδεκα ετών, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι και φεύγοντας αποφάσισε να αποκτήσει τη μόρφωση και να διαλέξει τη θρησκεία και το επάγγελμα που θα ακολουθούσε. Κατέφυγε προσωρινά σ’ ένα συγγενικό του σπίτι απ’ όπου τον πέταξαν σε λίγο έξω σαν αποστάτη. Κατάμονος και απένταρος ήταν υποχρεωμένος να κάνει τη ζήση του ανάμεσα στους ξένους. Πήγαινε από μέρος σε μέρος σπουδάζοντας ταυτόχρονα και συντηρώντας τον εαυτό του παραδίδοντας μαθήματα της Εβραϊκής γλώσσας. Κάτω από την επιρροή ενός Καθολικού δασκάλου, ασπάσθηκε τη Ρωμαιοκαθολική θρησκεία και πήρε την απόφαση να γίνει ιεραπόστολος μεταξύ του λαού του. Μ’ αυτόν το σκοπό πήγε λίγα χρόνια αργότερα στη Ρώμη για να σπουδάσει στο Κολέγιο της Προπαγάνδας. Εδώ το ανεξάρτητο πνεύμα του και η γλώσσα του της αλήθειας τον έκαναν να χαρακτηριστεί για αιρετικός. Κατέκρινε χωρίς περιστολή τις καταχρήσεις της εκκλησίας και επεσήμανε την ανάγκη για μεταρρύθμιση. Αν και στην αρχή οι παπικοί ιεράρχες του είχαν δείξει εξαιρετική εύνοια, ύστερα από λίγο όμως τον μετέθεσαν από τη Ρώμη. Πάντοτε κάτω από την επιτήρηση της εκκλησίας, πήγαινε από μέρος σε μέρος, ώσπου αποδείχθηκε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να υποδουλωθεί στο Ρωμαιοκαθολικισμό. Χρωματίστηκε αδιόρθωτος και τον άφησαν ελεύθερο να πάει όπου ήθελε. Τότε πήγε στην Αγγλία και, ασπαζόμενος τη διαμαρτυρόμενη πίστη, έγινε μέλος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ύστερα από διετή μελέτη ξεκινούσε το 1821 για την αποστολή του. ΜΔ2 387.1
Όταν δέχθηκε την αλήθεια της πρώτης παρουσίας αναγνωρίζοντας το Χριστό σαν “Άνθρωπον Θλίψεων και δόκιμον ασθενείας,” ο Γουώλφ παρατήρησε ότι οι προφητείες αναφέρονται με την ίδια σαφήνεια και στη δευτέρα παρουσία Του, τη με μεγάλη δύναμη και δόξα. Και ενώ προσπαθούσε να οδηγήσει τους συμπατριώτες του στον Ιησού το Ναζωραίο σαν το Μεσσία που τους είχε υποσχεθεί ο Θεός, απέδειχνε ταυτόχρονα ότι Αυτός που είχε έρθει μέσα στην ταπείνωση την πρώτη φορά να προσφερθεί θυσία για τις αμαρτίες των ανθρώπων, θα έρχονταν τη δεύτερη φορά σαν Βασιλιάς και Λυτρωτής τους. ΜΔ2 387.2
“Ο Ιησούς ο Ναζωραίος,” έλεγε, “ο πραγματικός Μεσσίας, του οποίου τα χέρια και τα πόδια τρυπήθηκαν με τα καρφιά, Αυτός που σύρθηκε σαν πρόβατο στη σφαγή, που ήταν ο Άνθρωπος Θλίψεων και δόκιμος ασθενείας, που όταν αφαιρέθηκε το σκήπτρο από τον Ιούδα και η νομοθετική δύναμη αποσύρθηκε απ’ αυτόν ήρθε την πρώτη φορά, θα έρθει και δεύτερη φορά πάνω στα σύννεφα του ουρανού και με τη σάλπιγγα του Αρχαγγέλου” (Joseph Wolff, “Researches and Missionary Labors,” σελ.62,) “και θα σταθεί πάνω στο Όρος των Ελαιών· και η εξουσία πάνω στη δημιουργία που άλλοτε είχε χορηγηθεί στον Αδάμ και που του αφαιρέθηκε για τιμωρία (Γέν. 1:26, 3:17,) θα δοθεί στον Ιησού. Αυτός θα βασιλεύσει σ’ ολόκληρη τη γη. Οι θρηνωδίες και οι αναστεναγμοί της κτίσης θα παύσουν και θα ακουσθούν τα άσματα της δοξολογίας και των ευχαριστιών... Όταν έρθει ο Ιησούς μέσα στη δόξα του Πατέρα Του, μαζί με τους αγίους αγγέλους, ... οι πιστοί νεκροί θα αναστηθούν πρώτοι. (Α΄ Θεσ. 4:16, Α΄ Κορ. 15:23.) Αυτό είναι εκείνο που εμείς οι Χριστιανοί αποκαλούμε πρώτη ανάσταση. Τότε το ζωϊκό βασίλειο θα μεταβάλει τη φύση του. (Ησ. 11:6-9,) και θα υποταγεί στον Ιησού. (Ψαλμ. 8.) Θα κυριαρχήσει παγκόσμια ειρήνη.” (“Journal of Rev. Joseph Wolff,” σελ. 378-379.) “Ο Κύριος τότε θα επιβλέψει τη γη και θα πει, “Ιδού, αυτή είναι καλή λίαν.” (Ίδιο μέρος, σελ. 294.) ΜΔ2 388.1
Ο Γουώλφ πίστευε ότι ο ερχομός του Κυρίου πλησίαζε και η δική του προφητική ερμηνεία τοποθετούσε το ολοκληρωματικό αυτό γεγονός σε χρονολογικά πλαίσια που ελάχιστα διέφεραν από εκείνα που προσδιόρισε ο Μύλλερ. Σε όσους ισχυρίζονταν ότι βάση του γραφικού “περί της ώρας εκείνης και της ημέρας ουδείς γιγνώσκει,” οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξέρουν τίποτε για την εγγύτητα της παρουσίας, ο Γουώλφ απαντούσε: “Είπε μήπως ο Κύριός μας ότι η ημέρα εκείνη και η ώρα δεν θα γίνουν ποτέ γνωστές; Δεν ήταν Εκείνος που μας έδωσε τα σημεία των καιρών ώστε να ξέρουμε τουλάχιστο ότι πλησιάζει η παρουσία Του, όπως ξέρουμε ότι πλησιάζει το καλοκαίρι όταν βλέπουμε τα φύλλα να βλαστάνουν στη συκιά; (Ματθ. 24:32.) Δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσομε τη χρονολογική αυτή περίοδο, αφού Αυτός ο ίδιος μας προτρέπει όχι μόνο να διαβάσουμε αλλά και να κατανοήσουμε τον προφήτη Δανιήλ; Αυτόν τον προφήτη Δανιήλ στον οποίο αναφέρεται ότι οι λόγοι είχαν σφραγισθεί μέχρι τον έσχατο καιρό (πράγμα που αληθεύει για την εποχή του) ότι τότε “πολλοί θέλουσι περιτρέχει” (ένας εβραϊκός ιδιωματισμός για τον υπαινιγμό και υπολογισμό του χρόνου και ότι “η γνώσις) (δηλαδή του χρόνου) “θέλει πληθυνθεί.” (Δαν. 12:4.) Άλλωστε ο Χριστός δεν ήθελε μ’ αυτό να πει ότι η εγγύτητα του καιρού δεν θα γνωστοποιείτο αλλά είπε ότι την ακριβή “ημέοαν και ώραν ουδείς γιγνώσκει.” Λέγει ότι αρκετά θα καταστούν γνωστά από τα διάφορα σημεία των καιρών ώστε να παρακινηθούμε για να προετοιμαστούμε για τον ερχομό Του όπως ο Νώε που προετοίμασε την κιβωτό.” (Wolff, Researches and Missionary Labors, σελ. 404-405.) ΜΔ2 388.2
Σχετικά με το αρεστό στο πλατύ κοινό σύστημα ερμηνείας ή παρερμηνείας των Γραφών, ο Γουώλφ έγραφε: “Η χριστιανική εκκλησία έχει εξωκλείνει κατά το μεγαλύτερο μέρος της από την απλότητα της Γραφής και στράφηκε πρός το παραισθησιακό σύστημα των Βουδιστών οι οποίοι πιστεύουν ότι η μελλοντική ευτυχία της ανθρωπότητας έγκειται στο να πετούν οι άνθρωποι στον αέρα και υποθέτουν ότι όταν διαβάζουν για τους Ιουδαίους πρέπει να εννοούν τους Εθνικούς και όταν διαβάζουν για την Ιερουσαλήμ πρέπει να καταλαβαίνουν την εκκλησία, και όπου μιλάει για τη γη θέλει να πει για τον ουρανό, και με την έλευση του Κυρίου πρέπει να καταλάβουν την πρόοδο των ιεραποστολικών οργανώσεων, και ότι η άνοδος στο βουνό του οίκου του Κυρίου σημαίνει μια μεγάλη σύναξη των Μεθοδιστών.” (Journal of the Rev. Joseph Wolff, σελ.96.) ΜΔ2 389.1
Για είκοσι τέσσερα χρόνια, από το 1821 μέχρι το 1845, ο Γουώλφ ταξίδεψε εκτεταμένα: στην Αφρική, όπου επισκέφθηκε την Αίγυπτο και την Αβυσσινία. Στην Ασία, όπου διέσχισε την Παλαιστίνη, Συρία, την Περσία, το Μποκαρά και την Ινδία. Επισκέφθηκε επίσης και τις Ηνωμένες Πολιτείες και ενώ βρισκόταν ακόμη στο δρόμο κήρυξε στο νησί της Αγίας Ελένης. Έφθασε στη Νέα Υόρκη τον Αύγουστο του 1837 και, αφού κήρυξε στην πόλη αυτή, έκανε μετά το ίδιο στη Φιλαδέλφεια και στη Βαλτιμόρη. Τελικά έφθασε στη Βασιγκτώνα όπου, καθώς αναφέρει, “με την εισήγηση του πρώην προέδρου, Τζών Κουήνση Άνταμς, στο Κογκρέσο η Βουλή παμψηφεί μου χορήγησε την άδεια να χρησιμοποιήσω την αίθουσά τους για μια διάλεξη που έκανα το Σάββατο και που τίμησαν με την παρουσία τους όλα τα μέλη του Κογκρέσου, ο επίσκοπος της Πολιτείας της Βιργινίας, καθώς και ο κλήρος και ο λαός της Βασιγκτώνας. Την ίδια τιμή μου έκαναν κυβερνητικοί εκπρόσωποι των Πολιτειών της Νέας Υερσέης και της Πενσυλβανίας παρουσία των οποίων έδωσα διαλέξεις για τις έρευνές μου στην Ασία, καθώς επίσης και για την προσωπική βασιλεία του Ιησού Χριστού.” (Ίδιο μέρος, σελ. 398-399.) ΜΔ2 389.2
Ο Δόκτορας Γουώλφ ταξίδεψε μέσα στις πιο βάρβαρες χώρες χωρίς να έχει την προστασία καμιάς Ευρωπαϊκής δύναμης. Υπέφερε κάθε λογής ταλαιπωρίες και αντιμετώπισε αναρίθμητους κινδύνους. Πείνασε, ραβδίστηκε, πουλήθηκε για σκλάβος, καταδικάσθηκε τρεις φορές σε θάνατο, υπέστη ληστρικές επιθέσεις και επανειλημμένα έφθασε στο χείλος του θανάτου εκτεθειμένος στη δίψα. Μια φορά απογυμνώθηκε από όλα τα υπάρχοντά του και αναγκάσθηκε να διασχίσει εκατοντάδες μίλια πεζός πάνω στα βουνά, ενώ το χιόνι του μαστίγωνε το πρόσωπο και γυμνά τα πόδια του είχαν παραλύσει από την επαφή με το παγωμένο έδαφος. ΜΔ2 390.1
Όταν τον συμβούλευαν να μη πηγαίνει άοπλος ανάμεσα σε άγριες και εχθρικές φυλές, εκείνος απαντούσε ότι “είχε εφοδιαστεί με όπλα την προσευχή, το ζήλο για το Χριστό, και την εμπιστοσύνη στη βοήθειά Του.” “Και είμαι ακόμη εφοδιασμένος,” έλεγε, “με την αγάπη στην καρδιά μου για το Θεό και για τον πλησίον μου και με τη Γραφή στο χέρι.” (W. H. D. Adams, “In Perils Oft,” σελ. 192.) Είχε πάντοτε μαζί του την Εβραϊκή και Αγγλική Αγία Γραφή οπουδήποτε πήγαινε. Σχετικά με ένα από τα τελευταία του ταξίδια λέγει: “Είχα ... πάντοτε τη Βίβλο ανοικτή στο χέρι μου. Ένοιωθα ότι η δύναμή μου προέρχονταν απ’ αυτό το Βιβλίο και ότι η δύναμή του θα με στήριζε.” (Ίδιο μέρος, σελ. 201.) ΜΔ2 390.2
Μ’ αυτό τον τρόπο συνέχισε με επιμονή το έργο του μέχρι που το άγγελμα της θεϊκής κρίσης διαδόθηκε σ’ ένα μεγάλο μέρος του κόσμου. Σε Ιουδαίους, σε Τούρκους, σε Πέρσες, σε Ινδούς και σε άλλες πολλές εθνικότητες και φυλές διέδωσε το λόγο του Θεού στις διαφορετικές αυτές γλώσσες διαγγέλλοντας παντού ότι η βασιλεία του Μεσσία πλησίαζε. ΜΔ2 390.3
Κατά τα ταξίδια του στο Βοκαρά διαπίστωσε ότι η διδασκαλία της επικείμενης επιστροφής του Κυρίου ήταν γνωστή σε μια απόμακρη και απομονωμένη φυλή. “Οι Άραβες της Υεμένης,” αναφέρει, “έχουν στην κατοχή τους ένα βιβλίο που λέγεται “Σήρα” και στο οποίο γίνεται μνεία για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού και την ένδοξη βασιλεία Του και αυτοί περιμένουν μεγάλα γεγονότα να συμβούν το 1840.” (“Journal of the Rev. Joseph Wolff.” σελ. 377.) “Στην Υεμένη ... πέρασα έξη μέρες με τους απογόνους των Ρηχαβιτών. Δεν πίνουν κρασί, δεν φυτεύουν αμπέλια, δεν σπέρνουν σπορικά και κατοικούν σε σκηνές σε ένδειξη ανάμνησης του καλού παλιού Ιωναδάβ, γιού του Ρηχάβ. Και συνάντησα ανάμεσα σ’ αυτούς παιδιά του Ισραήλ, από τη φυλή του Δάν ... που περιμένουν όπως και τα παιδιά του Ρηχάβ το σύντομο ερχομό του Μεσσία πάνω στα σύννεφα του ουρανού.” (Ίδιο μέρος, σελ. 389.) ΜΔ2 390.4
Ένας άλλος ιεραπόστολος συνάντησε παρόμοιες πεποιθήσεις ανάμεσα στους Τάρταρους. Κάποιος Τάρταρος παπάς υπέβαλε την ερώτηση στον ιεραπόστολο σχετικά με τον καιρό της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Όταν ο ιεραπόστολος απάντησε ότι δεν είχε ιδέα, ο παπάς έμεινε κατάπληκτος μπροστά σε τέτοια άγνοια από έναν που ισχυρίζονταν ότι ήταν δάσκαλος της Γραφής. Έδωσε τότε τη δική του άποψη που βάση της προφητείας τοποθετούσε την επιστροφή του Χριστού γύρω στο 1844. ΜΔ2 392.1
Νωρίς ακόμη το 1826, το άγγελμα της επιστροφής του Χριστού άρχισε να κηρύσσεται στην Αγγλία. Το κίνημα αυτό δεν γνώρισε τις διαστάσεις που είχε λάβει στην Αμερική. Η ακριβής χρονολογία της δευτέρας παρουσίας δεν διδάσκονταν τόσο εκτεταμένα, πλην όμως η μεγάλη αλήθεια της εγγύτητας του ερχομού του Χριστού με δύναμη και δόξα, κηρύχθηκε σε μεγάλη ευρύτητα. Και αυτό δεν συνέβη μόνο με τους διϊσταμένους ή αυτούς που ήταν διάφοροι από την επίσημη θρησκεία. Ο Άγγλος συγγραφέας Μούραντ Μπρόκ, αναφέρει ότι επτακόσιοι περίπου ιεροκήρυκες της Αγγλικανικής Εκκλησίας καταγίνονταν με το κήρυγμα του “ευαγγελίου της βασιλείας.” Η αγγελία που προέλεγε την επιστροφή του Κυρίου για το 1844 γνωστοποιήθηκε και στη Μεγάλη Βρετανία. Έντυπα των Αντβεντιστών προερχόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες κυκλοφόρησαν πλατιά, ενώ βιβλία και περιοδικά ξανατυπώθηκαν στην Αγγλία. Το 1842, ο αγγλικής καταγωγής Ροβέρτος Ουήντερ που είχε δεχθεί την πίστη του αντβεντισμού στην Αμερική, επέστρεψε στην πατρίδα του για να κηρύξει εκεί την έλευση του Κυρίου. Άλλοι ενώθηκαν μαζί του στο έργο αυτό και έτσι η αγγελία της κρίσης διαδόθηκε σε διάφορα μέρη της Αγγλίας. ΜΔ2 392.2
Στη Νότια Αμερική ανάμεσα στη βαρβαρότητα και στη δεισιδαιμονία ο Λακούνζα, ένας Ισπανός Ιησουΐτης, καταφεύγοντας στην Αγία Γραφή ανακάλυψε την αλήθεια της σύντομης επιστροφής του Χριστού. Νοιώθοντας την παρόρμηση να μεταδώσει την προειδοποίηση και επιθυμώντας συνάμα να αποφύγει τις προστριβές με τη Ρώμη, δημοσίευσε τις απόψεις του με το εβραϊκό ψευδώνυμο “Ραββίνος Μπέν-Έσδρα,” όπου παρουσιάζονταν σαν Ιουδαίος προσήλυτος. Ο Λακούνζα έζησε το δέκατο όγδοο αιώνα. Αλλά κατά το 1825 το βιβλίο του, φθάνοντας στο Λονδίνο μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα. Η δημοσίευσή του προκάλεσε ζωηρότερο ακόμη ενδιαφέρον στο αφυπνισμένο ήδη θέμα της δευτέρας παρουσίας. ΜΔ2 393.1
Στη Γερμανία η διδαχή αυτή είχε κηρυχθεί το δέκατο όγδοο αιώνα από το Μπέγκελ, Λουθηρανό ιεροκήρυκα, λόγιο και σχολιαστή διάσημο της Γραφής. Μετά την αποπεράτωση των σπουδών του, ο Μπέγκελ “αφιερώθηκε στη σπουδή της θεολογίας όπου φυσιολογικά τον έσπρωχνε η σοβαρή και θρήσκα ψυχική του διάθεση εντεινόμενη από την πρότερη εκπαίδευσή του και την πειθαρχημένη του ζωή. Όπως και άλλοι βαθυστόχαστοι νέοι πριν και μετά απ’ αυτόν, είχε και εκείνος να παλέψει ενάντια στην αμφιβολία και άλλες δυσκολίες θρησκευτικού χαρακτήρα. Γράφοντας κάνει μια συγκινητική νύξη για τα “διάφορα βέλη που κατατρύπησαν την καρδιά του και καταπίκραναν τη νειότη του.” (“Encyclopedia Britannica,” άρθρο Bengel, εννάτη έκδοση) Όταν έγινε μέλος της Εκκλησιαστικής συνόδου της Βυρτεμβέργης, μεταβλήθηκε σε υπέρμαχο της θρησκευτικής ανεξαρτησίας. “Ενώ υποστήριζε τα προνόμια και τα δικαιώματα της εκκλησίας, ήταν συνάμα θιασώτης της χορήγησης κάθε λογικής ελευθερίας σ’ όσους πίστευαν ότι η συνείδησή τους τους επέβαλε διακοπή σχέσεων με την εκκλησία.” (“Encyclopedia Britannica,” εννάτη έκδοση άρθρο “Bengel.”) Τα αγαθά αποτελέσματα της νοοτροπίας αυτής έχουν καταστεί αισθητά και σήμερα ακόμη στη γενέτειρά του. ΜΔ2 393.2
Ενώ ο Μπέγκελ ασχολείτο με την ετοιμασία ενός κηρύγματος από το κεφάλαιο 21 της Αποκάλυψης για τον προ των Χριστουγέννων εκκλησιασμό, το φως της δευτέρας παρουσίας του Χριστού άστραψε ξαφνικά στο νού του. Οι προφητείες της Αποκάλυψης άρχισαν να του παρουσιάζονται τόσο κατανοητές όσο ποτέ άλλοτε. Τέτοια μεγάλη εντύπωση του έκαμαν η καταπληκτική σημασία και η απερίγραπτη δόξα των σκηνών εκείνων όπως τις περιγράφει ο προφήτης, ώστε θεώρησε απαραίτητο να αποσπάσει για ένα διάστημα το νού του από του να συλλογίζεται το θέμα αυτό. Στον άμβωνα όμως μια μέρα του ξαναπαρουσιάσθηκε τόσο καθαρά και έντονα, που από τότε αποφάσισε να αφοσιωθεί στη μελέτη των προφητειών, ιδιαίτερα της Αποκάλυψης και έφθασε σε λίγο στο συμπέρασμα ότι αυτές έδειχναν πως ο ερχομός του Χριστού επίκειτο. Και η χρονολογία που καθόρισε για τη δευτέρα παρουσία ελάχιστα μόνο χρόνια διέφερε απ’ εκείνη που αργότερα προσδιόρισε ο Μύλλερ. Τα συγγράμματα του Μπέγκελ διαδόθηκαν σ’ όλοκληρο το χριστιανικό κόσμο. Οι προφητικές απόψεις βρήκαν γενική αποδοχή στην πατρίδα του, τη Βυρτεμβέργη, και μερική αποδοχή σε άλλα μέρη της Γερμανίας. Μετά το θάνατό του, η κίνηση εξακολούθησε και η αγγελία του αντβεντισμού διαδόθηκε στη Γερμανία την ίδια εποχή που κινούσε το ενδιαφέρον του κόσμου σε άλλες χώρες. Σε λίγο μερικοί προσήλυτοι έφευγαν στη Ρωσία όπου σχημάτισαν αποικίες και την πεποίθηση της επικείμενης επιστροφής του Χριστού την έχουν διατηρήσει οι Γερμανικές εκκλησίες της χώρας αυτής μέχρι και σήμερα. ΜΔ2 393.3
Το φως έλαμψε επίσης στη Γαλλία και στην Ελβετία. Στη Γενεύη, όπου ο Φαρέλ και ο Καλβίνος διέδωσαν την αλήθεια της Μεταρρύθμισης, ο Γκωσέν κήρυξε την αγγελία της δευτέρας παρουσίας. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, ο Γκωσέν είχε έρθει αντιμέτωπος με το πνεύμα εκείνο του ορθολογισμού από το οποίο είχε εμποτιστεί ολόκληρη η Ευρώπη πρός το τέλος του δεκάτου ογδόου και τις αρχές του δεκάτου εννάτου αιώνα. Έτσι όταν πήρε τη θέση του στον άμβωνα, όχι μόνο είχε άγνοια από την πραγματική πίστη, αλλά έρρεπε και πρός το σκεπτικισμό. Νέος όμως ακόμη είχε παρουσιάσει έκδηλο ενδιαφέρον για τη μελέτη της προφητείας. Διαβάζοντας την “Αρχαία Ιστορία” του Ρωλλέν, η προσοχή του στράφηκε πρός το δεύτερο κεφάλαιο του Δανιήλ και του έκανε μεγάλη εντύπωση η καταπληκτική ακρίβεια με την οποία εκπληρώθηκε η προφητεία σύμφωνα με την έκθεση του ιστοριογράφου. Ανακάλυψε σ’ αυτή μία μαρτυρία που υποστήριζε τη θεοπνευστία των Γραφών και που του χρησίμευσε για άγκυρα στην αντιμετώπιση των κινδύνων στα μετέπειτα χρόνια. Ανικανοποίητος από τις διδαχές του ορθολογισμού, στράφηκε στη μελέτη της Γραφής· και καθώς ερευνούσε για περισσότερο φως, οδηγήθηκε σε λίγο σε μία εντελώς θετική πίστη. ΜΔ2 394.1
Συνεχίζοντας να μελετάει τις προφητείες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρουσία του Κυρίου πλησίαζε. Του έκαμε τόση εντύπωση η σπουδαιότητα της μεγάλης αυτής αλήθειας, ώστε θέλησε να την παρουσιάσει στον κόσμο. Αλλά η κυριαρχούσα γνώμη ότι οι προφητείες του Δανιήλ είναι μυστηριακές και ακατανόητες του παρεμβάλλονταν σαν σοβαρό εμπόδιο στο δρόμο του. Τελικά αποφάσισε—όπως ο Φαρέλ πριν απ’ αυτόν όταν προσπαθούσε να κηρύξει στη Γενεύη—να αρχίσει από τα παιδιά, ελπίζοντας να ελκύσει σε λίγο το ενδιαφέρον των γονέων. Εκθέτοντας αργότερα τους λόγους που τον έκαναν να ακολουθήσει την τακτική αυτή έγραφε: “Ένα πράγμα επιθυμώ να κάνω κατανοητό: δεν είναι λόγο της μηδαμινής του σημασίας, αλλ’ αντίθετα λόγο της ανυπολόγιστης αξίας του που θέλησα να παρουσιάσω το θέμα μ’ αυτόν το γνωστό τρόπο και που το απεύθυνα στα παιδιά. Ήθελα να με ακούσουν και φοβήθηκα ότι δεν θα με άκουγαν αν αποτεινόμουν απ’ αρχής στους μεγάλους.” “Γι’ αυτό αποφάσισα να στραφώ στους πιο μικρούς. Συγκεντρώνω πρώτα ένα ακροατήριο από παιδιά. Αν ο κύκλος μεγαλώσει, αν φανεί ότι ακούν με προσοχή, με ενδιαφέρον, με ευχαρίστηση, ότι δίνουν εξηγήσεις και καταλαβαίνουν το θέμα, τότε είμαι σίγουρος ότι θα έχω σε λίγο ένα δεύτερο κύκλο και με τη σειρά τους θα δουν και οι μεγάλοι ότι αξίζει να στρωθούν και να μελετήσουν. Όταν αυτό συμβαίνει τότε ο σκοπός είναι κερδισμένος.” (L. Gaussen, “Daniel the Prophet,” Τόμ. 2, Πρόλογος.) ΜΔ2 395.1
Η προσπάθειά του πέτυχε. Ενώ απευθύνονταν στα παιδιά, έρχονταν να ακούσουν και οι μεγάλοι. Οι εξώστες της εκκλησίας του γέμισαν από προσηλωμένους ακροατές. Ανάμεσά τους βρίσκονταν άνθρωποι με υψηλά αξιώματα και μόρφωση, καθώς και ξένοι που τύχαινε να παρεπηδημούν στη Γενεύη. Μ’ αυτόν τον τρόπο η αγγελία μεταδίδονταν και σε άλλα μέρη. Παίρνοντας θάρρος από την επιτυχία του αυτή, ο Γκωσέν τύπωσε τα μαθήματά του με την ελπίδα να προάγει τη μελέτη των προφητικών βιβλίων μεταξύ των Γαλλοφώνων εκκλησιών. “Το να τυπώσει κανείς μαθήματα που προορίζονται για παιδιά,” έλεγε ο Γκωσέν, “είναι σα να λέει στους μεγάλους που πάρα πολύ συχνά παραγκωνίζουν τα βιβλία αυτά με τη δικαιολογία ότι είναι ακατανόητα: “πώς λοιπόν είναι ακατανόητα, αφού τα παιδιά σας μπορούν και τα καταλαβαίνουν;” “Είχα τη σφοδρή επιθυμία,” προσθέτει, “να παρουσιάσω, αν ήταν δυνατόν, μια επεξήγηση των προφητειών οι οποίες ήταν γνωστές στο εκκλησίασμά μας.” “Και κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει πραγματικά βαθύτερη μελέτη που να ανταποκρίνεται ικανοποιητικότερα στις ανάγκες του παρόντος καιρού.” “Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να προετοιμαστούμε για τον καιρό της θλίψης που πλησιάζει και να αγρυπνούμε και να περιμένουμε την επιστροφή του Ιησού Χριστού.” ΜΔ2 395.2
Αν και διαπρεπής και πολύ αγαπητός ανάμεσα στους Γαλλόφωνους ιεροκήρυκες, ο Γκωσέν αργότερα κηρύχθηκε έκπτωτος από την ιερατεία με τη βασική αφορμή ότι αντί για την εκκλησιαστική κατήχηση—ένα άψυχο, ορθολογιστικό εγχειρίδιο, απογυμνωμένο σχεδόν από τη θετική επιρροή της πίστης—μεταχειρίζονταν τη Βίβλο για την εκπαίδευση της νεολαίας. Έγινε μετά καθηγητής μιας θεολογικής σχολής, ενώ την Κυριακή καταγίνονταν με το έργο του κατηχητή διδάσκοντας την Αγία Γραφή στα παιδιά. Επίσης τα συγγράμματα του πάνω σε προφητικά θέματα, προκάλεσαν ζωηρό ενδιαφέρον. Από την καθηγητική του έδρα, από τον τύπο και από την αγαπημένη του θέση του κατηχητή των παιδιών, εξακολούθησε για πολλά χρόνια να ασκεί βαθιά επιρροή και να εφιστά την προσοχή πολλών ατόμων στη μελέτη των προφητειών οι οποίες τόνιζαν την εγγύτητα της επιστροφής του Κυρίου. ΜΔ2 396.1
Η αγγελία της δευτέρας παρουσίας διαδόθηκε επίσης στη Σκανδιναβία όπου και προκάλεσε ζωηρότατο ενδιαφέρον. Πολλοί ξυπνούσαν από το λήθαργο της επιπόλαιας σιγουριάς που τους κατείχε και κατέληγαν στο να εξομολογούνται και να εγκαταλείπουν τις αμαρτίες τους και να ζητούν συγχώρηση στο όνομα του Χριστού. Αλλά οι κληρικοί της επίσημης εκκλησίας του κράτους πρόβαλαν αντίσταση στην κίνηση αυτή και έγιναν μάλιστα αφορμή να φυλακιστούν μερικοί από αυτούς που κήρυτταν την αγγελία. Σε πολλά μέρη όπου οι κήρυκες της επικείμενης επιστροφής του Κυρίου βρέθηκαν έτσι αναγκασμένοι να σιγήσουν, ο Θεός ευδόκησε να γνωστοποιήσει την αγγελία κατά ένα θαυματουργικό τρόπο μεταχειριζόμενος μικρά παιδιά. Επειδή ο νόμος δεν τα έπιανε στην ηλικία αυτή, τα παιδιά μπορούσαν να μιλήσουν ανενόχλητα. ΜΔ2 396.2
Η κίνηση αυτή κυρίως παρατηρήθηκε ανάμεσα στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν στα φτωχόσπιτα των εργατών για να ακούσουν την προειδοποιητική αγγελία. Οι παιδικοί εκείνοι κήρυκες ανήκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος σε οικογένειες αγροτών. Μερικά από τα παιδιά δεν ήταν μεγαλύτερα από έξη ή οκτώ χρονών. Αν και η ζωή τους μαρτυρούσε την αγάπη τους για το Σωτήρα και προσπαθούσαν να ζήσουν αρμονικά με τις άγιες απαιτήσεις του Θεού, κανονικά η διανοητική τους στάθμη δεν ήταν διαφορετική από εκείνη των συνομήλικων τους. Όταν όμως στέκονταν για να μιλήσουν μπροστά στα πλήθη, ήταν φανερό ότι βρίσκονταν κάτω από το κράτος μιας επιρροής που υπερέβαινε τα ατομικά όρια των φυσικών χαρισμάτων τους. Ο τόνος της φωνής και οι τρόποι τους άλλαζαν και με καταπληκτική επισημότητα έδιναν την αγγελία της κρίσης χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια της Γραφής: “Φοβήθητε τον Θεόν και δότε δόξαν εις Αυτόν διότι ήλθεν η ώρα της κρίσεως Αυτού.” Κατέκριναν τις αμαρτίες των ανθρώπων, όχι μόνο καταδικάζοντας τη διαφθορά και την ανηθικότητα, αλλά καυτηριάζοντας ακόμη την κοσμικότητα και την επιστροφή στα παλιά λάθη και προειδοποιώντας τους ακροατές τους να σπεύσουν να εκφύγουν τη μελλοντική οργή. ΜΔ2 396.3
Οι άνθρωποι άκουγαν τρέμοντας. Καταδικάζοντας τα σφάλματα, το Πνεύμα του Θεού μιλούσε στις καρδιές τους. Πολλοί παρακινήθηκαν να ερευνήσουν τις Γραφές με καινούριο και βαθύτερο ενδιαφέρον. Όσοι ήταν δοσμένοι στην ακράτεια και στην ανηθικότητα, διορθώνονταν, άλλοι εγκατέλειπαν τις ανέντιμες συνήθειές τους και ένα τέτοιο μεγάλο έργο επιτελείτο, ώστε και αυτοί ακόμη οι ιεροκήρυκες της επίσημης εκκλησίας αναγκάσθηκαν να ομολογήσουν ότι δάκτυλος Θεού κατεύθυνε τη δραστηριότητα αυτή. ΜΔ2 397.1
Ήταν Θεού θέλημα να διαδοθεί η αγγελία της επιστροφής του Σωτήρα στις Σκανδιναβικές χώρες. Και όταν οι φωνές των δούλων Του σίγησαν, τότε χορήγησε το Πνεύμα Του στα μικρά παιδιά ώστε το έργο αυτό να εκπληρωθεί. Όταν ο Ιησούς πλησίαζε στα Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος από τα ενθουσιώντα πλήθη τα οποία Τον επεφημούσαν με κραυγές θριάμβου και σείοντας τα φοινικόκλαδα Τον προσφωνούσαν Υιό του Δαυίδ, ζηλόφθονοι οι Φαρισαίοι Του ζήτησαν να επιβάλει στα πλήθη να σιγήσουν. Αλλ’ ο Ιησούς απάντησε ότι όλα αυτά ήταν εκπλήρωση της προφητείας και ότι αν ο λαός σιωπούσε, τότε αυτές οι πέτρες θα φώναζαν. Φοβισμένα από τις απειλές των ιερέων και αρχηγών του λαού, τα πλήθη σταμάτησαν τη χαρούμενη διαδήλωσή τους μόλις διάβηκαν τις πύλες της Ιερουσαλήμ. Στον αυλόγυρο του ναού όμως, τα μικρά παιδιά συνέχισαν αργότερα την επωδό και κινώντας τα δαφνόκλαδά τους φώναζαν: “Ωσαννά τω Υιώ Δαυίδ!” (Ματθ. 21:8-16.) Στην ερώτηση των βαθιά δυσαρεστημένων Φαρισαίων: “Δεν ακούεις τι λέγουσιν;” ο Ιησούς απάντησε: “Ναι· ποτέ δεν ανεγνώσατε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων ητοίμασας αίνεσιν;” Όπως ο Θεός εργάστηκε με τα παιδιά τον καιρό της πρώτης παρουσίας του Χριστού, το ίδιο πάλι με τα παιδιά εργάστηκε για τη διάδοση της αγγελίας της δευτέρας παρουσίας Του. Ο λόγος του Θεού ότι το άγγελμα του ερχομού του Σωτήρα θα διαδίδονταν σε όλους τους λαούς, τα έθνη και τις γλώσσες έπρεπε να βρει την εκπλήρωσή του. ΜΔ2 397.2
Η διάδοση της αγγελίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ανατέθηκε στο Γουλλιέλμο Μύλλερ και στους συνεργάτες του. Σύντομα η χώρα αυτή έγινε το επίκεντρο της μεγάλης κίνησης του Αντβεντισμού και η προφητεία του πρώτου αγγέλου της Αποκάλυψης (κεφ. 14:6-7) βρήκε εκεί την πιο άμεση εκπλήρωσή της. Τα συγγράμματα του Μύλλερ και των συντρόφων του μεταφέρονταν σε χώρες μακρινές. Οπουδήποτε στον κόσμο εισχωρούσαν οι ιεραπόστολοι, μαζί τους έφθαναν και οι αγαθές αγγελίες της σύντομης επιστροφής του Χριστού. Παντού αντηχούσε το αιώνιο ευαγγέλιο: “Φοβήθητε τον Θεόν και δότε δόξαν εις Αυτόν· διότι ήλθεν η ώρα της κρίσεως Αυτού.” ΜΔ2 399.1
Η μαρτυρία της προφητείας που τοποθετούσε την έλευση του Χριστού στην άνοιξη του 1844 έκανε βαθιά εντύπωση στους ανθρώπους. Καθώς η αγγελία προχωρούσε από τη μία Πολιτεία στην άλλη, αφύπνιζε παντού ένα ζωηρότατο ενδιαφέρον. Πολλοί πείθονταν ότι οι προφητικές ερμηνείες ήταν ακριβείς και θυσιάζοντας τη γνωμική φιλοτιμία τους, χαρούμενα αποδέχονταν την αλήθεια. Ακόμη και μερικοί ιεροκήρυκες, βάζοντας κατά μέρος τις προσωπικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις και τα αισθήματά τους, εγκατέλειπαν και το μισθό και την εκκλησία τους και ενώνονταν στο να διαδώσουν τον ερχομό του Ιησού. Καθώς όμως τέτοιου είδους ιεροκήρυκες ήταν σχετικά ολιγάριθμοι, το έργο αυτό βασικά ανέλαβαν να εκτελέσουν ταπεινά μέλη των εκκλησιών. Αγρότες εγκατέλειπαν τα χωράφια τους, τεχνίτες τα εργαλεία τους, έμποροι τις πραμάτειες τους, επαγγελματίες τα πόστα τους. Και πάλι ο αριθμός των εργατών αυτών ήταν μικρός ανάλογα με το έργο που έπρεπε να επιτελεσθεί. Η χλιαρή κατάσταση της εκκλησίας και η αμαρτωλότητα του κόσμου πίεζε τις ψυχές των ευσυνείδητων αυτών φρουρών και χωρίς να δυσανασχετούν υπέμειναν κόπωση, στερήσεις και ταλαιπωρίες για να μπορέσουν να καλέσουν τους ανθρώπους σε μετάνοια που οδηγεί στη σωτηρία. Παρ’ όλη την αντίδραση του Σατανά, το έργο εξακολουθούσε να προχωρεί και χιλιάδες ψυχές εγκολπώθηκαν το μήνυμα της επιστροφής του Κυρίου. ΜΔ2 399.2
Παντού ακούονταν η ενδελεχής μαρτυρία καλώντας τους αμαρτωλούς, εκκλησιαζόμενους και μη, να σωθούν από την επερχόμενη οργή. Όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, Πρόδρομος του Χριστού, έτσι οι κήρυκες αυτοί έβαζαν την αξίνη στη ρίζα του δένδρου, παροτρύνοντας τους πάντες να φέρουν στη ζωή τους καρπούς άξιους της μετάνοιας. Οι συγκλονιστικές εκκλήσεις τους έρχονταν σε άκρα αντίθεση με τα λόγια της σιγουριάς για την ειρήνη και την ασφάλεια που ακούονταν από το ύψος των δημοφιλών αμβώνων. Όπου και αν πήγαινε το μήνυμα, συγκινούσε τις καρδιές των ανθρώπων. Η απλή και σαφής μαρτυρία των Γραφών, με τη συνηγορία του Αγίου Πνεύματος, ασκούσε τέτοια επιρροή, ώστε ελάχιστοι μπορούσαν να της αντισταθούν καθολοκληρία. Όσοι είχαν μία επιφανειακή μόνο θρησκεία ξυπνούσαν από την επίπλαστη ασφάλειά τους. Έβλεπαν τα ολισθήματά τους, την κοσμικότητά τους, την απιστία τους, την υπερηφάνειά τους, την ιδιοτέλειά τους. Με μετάνοια και με ταπείνωση πολλοί εκζητούσαν τον Κύριο. Άνθρωποι που είχαν δώσει όλη τους τη στοργή πρός τα πράγματα του κόσμου, στρέφονταν τώρα πρός τα ουράνια αγαθά. Το Πνεύμα του Θεού αναπαύονταν επάνω τους και με απαλή τώρα και υποτακτική καρδιά ένωναν και αυτοί τις φωνές τους για να διακηρύξουν: “Φοβήθητε τον Θεόν και δότε δόξαν εις Αυτόν· διότι ήλθεν η ώρα της κρίσεως Αυτού.” ΜΔ2 400.1
Κλαίοντας οι αμαρτωλοί ρωτούσαν: “Τι πρέπει να κάμω δια να σωθώ;” Όσοι είχαν σπιλώσει τη ζωή τους με ανέντιμες πράξεις ήταν πρόθυμοι να προβούν σε επανορθώσεις. Όλοι όσοι βρήκαν στο Χριστό την ψυχική τους γαλήνη, λαχταρούσαν να δουν και τους άλλους να γευτούν την ίδια ευλογημένη πείρα. Οι καρδιές των γονέων στρέφονταν πρός τα παιδιά και οι καρδιές των παιδιών πρός τους γονείς. Οι φραγμοί της υπερηφάνειας και της επιφύλαξης σαρώνονταν. Ειλικρινείς εξομολογήσεις επακολουθούσαν και ενωμένα τα μέλη της οικογένειας συνεργάζονταν για τη σωτηρία προσφιλών συγγενών. Συχνά γίνονταν ακουστή η ένθερμη συνηγορία. Παντού υπήρχαν ψυχές που αγωνιούσαν βαθιά στις ικεσίες τους με το Θεό. Πολλοί αγωνίζονταν ολονυκτίς στην προσευχή ζητώντας να βεβαιωθούν για την άφεση των δικών τους αμαρτημάτων, ή για την επιστροφή συγγενών τους ή γειτόνων. ΜΔ2 400.2
Άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων συνέρρεαν στις Αντβεντιστικές συναθροίσεις. Πλούσιοι και φτωχοί, ανώτεροι και κατώτεροι, για διάφορους λόγους αδημονούσαν να ακούσουν καθένας για τον εαυτό του τη διδαχή της δευτέρας παρουσίας. Ο Θεός συγκροτούσε το αντιδραστικό πνεύμα ενόσω οι δούλοι Του εξηγούσαν τους λόγους της πίστης τους αυτής. Κάποτε τα όργανά Του φαίνονταν αδύναμα. Αλλά το Πνεύμα του Θεού προσέδιδε δύναμη στην αλήθεια Του. Η παρουσία των αγίων αγγέλων γίνονταν αισθητή στις συναθροίσεις εκείνες και πολλοί καθημερινά προστίθονταν στην ομήγυρη των πιστών. Καθώς επαναλαμβάνονταν τα σημεία της επικείμενης επιστροφής του Χριστού, πλήθη μεγάλα άκουγαν τα συγκλονιστικά εκείνα λόγια με κομμένη αναπνοή. Ουρανός και γη φαίνονταν να αλληλοζυγώνονται. Η δύναμη του Θεού γίνονταν αισθητή από γέροντες και νέους και μεσήλικες. Οι άνθρωποι επέστρεφαν στα σπίτια τους με ύμνους δοξολογίας στα χείλη και οι χαρούμενοι ήχοι αντιλαλούσαν μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά. Κανένας απ’ αυτούς που παραβρέθηκαν στις συναθροίσεις εκείνες θα μπορέσει ποτέ να λησμονήσει σκηνές τέτοιου μεγάλου ενδιαφέροντος. ΜΔ2 401.1
Η διακήρυξη του καθορισμένου καιρού της επιστροφής του Χριστού συνάντησε ζωηρή αντίδραση από μέρους ατόμων όλων των κοινωνικών αποχρώσεων, από τον ιεροκήρυκα στον άμβωνα μέχρι τον πιο θρασύ, προκλητικό αμαρτωλό. Ο προφητικός λόγος βρήκε την εκπλήρωσή του: “Θέλουσιν ελθεί εν ταις εσχάταις ημέραις εμπαίκται, περιπατούντες κατά τας ιδίας αυτών επιθυμίας και λέγοντες. Που είναι η υπόσχεσις της παρουσίας Αυτού; διότι αφ’ ής ημέρας οι πατέρες εκοιμήθησαν, τα πάντα διαμένουσιν ούτως απ’ αρχής της κτίσεως.” (Β΄ Πέτρ. 3:3-4.) Πολλοί απ’ εκείνους που υπαινίσσονταν ότι αγαπούσαν τον Σωτήρα ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν καμιά αντίρρηση ως πρός τη διδασκαλία της δευτέρας παρουσίας του Χριστού, αλλ’ ότι αντιτίθονταν μόνο στον προσδιορισμό του καθορισμένου καιρού. Ο παντογνώστης όμως Θεός διάβαζε τα μύχια της καρδιάς τους. Αυτοί στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία επιθυμία να ακούσουν ότι έρχεται ο Χριστός για να κρίνει τον κόσμο με δικαιοσύνη. Έζησαν τη ζωή τους σαν δούλοι πονηροί που τα έργα τους δεν ήταν σε θέση να υποστούν την εξονυχιστική επιθεώρηση του καρδιογνώστη Θεού και γι’ αυτό φοβόταν να συναντήσουν τον Κύριό τους. Όπως οι Εβραίοι στην εποχή της πρώτης παρουσίας του Χριστού, το ίδιο και αυτοί ήταν ανέτοιμοι να υποδεχθούν τον Ιησού. Όχι μόνο αρνούνταν να ακούσουν τα απλά επιχειρήματα της Βίβλου, αλλά και κοροΐδευαν εκείνους που περίμεναν την επιστροφή του Κυρίου. Ο Σατανάς και οι άγγελοί του θριαμβολογούσαν και χλεύαζαν κατά πρόσωπο το Χριστό και τους αγίους αγγέλους ότι ο λεγόμενος λαός Του τόσο λίγη αγάπη έτρεφε γι’ Αυτόν και ούτε κάν επιθυμούσε την παρουσία Του. ΜΔ2 401.2
“Περί της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει,” ήταν η κοινή αντιλογία εκείνων που απέρριπταν το άγγελμα του αντβεντισμού. Η Γραφή λέγει: “Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ειμί ο Πατήρ Μου μόνος.” (Ματθ. 24:36.) Όσοι πρόσμεναν τον Κύριο, έδιναν μια σαφή και αρμονική ερμηνεία της περικοπής αυτής και απέδειχναν καθαρά την εσφαλμένη εξήγηση που πρόβαλλαν οι υποστηρικτές της. Αυτά τα λόγια είχαν ειπωθεί από το Χριστό στην αξιομνημόνευτη εκείνη συνομιλία με τους μαθητές Του πάνω στο όρος των Ελαιών όταν είχε απομακρυνθεί για τελευταία φορά από το ιερό. Οι μαθητές είχαν ρωτήσει: “Τι το σημείον της παρουσίας Σου, και της συντελείας του αιώνος;” Ο Ιησούς τους έδωσε σημεία και μετά πρόσθεσε: “Όταν ίδητε πάντα ταύτα εξεύρετε ότι πλησίον είναι, επί τας θύρας.” (Εδάφια 3 και 33.) Δεν μπορούμε να ερμηνεύουμε ορισμένα λόγια του Χριστού με το να ακυρώνουμε προηγούμενες δηλώσεις Του. Μολονότι κανείς δεν γνωρίζει την ημέοα και την ώρα της παρουσίας Του, προτρεπόμαστε όμως και εντελλόμαστε να γνωρίζουμε πότε ο καιρός αυτός πλησιάζει. Διδασκόμαστε επί πλέον ότι το να μη δίνουμε σημασία στην προειδοποίηση που μας κάνει και να αρνούμαστε ή να αμελούμε να μάθουμε πότε πλησιάζει η παρουσία Του, θα αποβεί το ίδιο μοιραίο και για μας όπως απέβη για τους συγχρόνους του Νώε που δεν κατάλαβαν πότε τους κατέφθασε ο κατακλυσμός. Και στην παραβολή του ιδίου κεφαλαίου, όπου τονίζεται η ζωηρή αντίθεση ανάμεσα στον πιστό και στον άπιστο δούλο, καθώς και η καταδίκη εκείνου που λέει μέσα του: “Βραδύνει να έλθη ο Κύριός μου,” αποδεικνύεται πως κρίνει και αμοίβει ο Χριστός αυτούς που αγρυπνούν και γνωστοποιούν την επιστροφή Του, καθώς και αυτούς που την αρνούνται. “Αγρυπνείτε λοιπόν,” λέγει. “Μακάριος ο δούλος εκείνος, τον οποίον όταν έλθη ο Κύριος αυτού θέλει ευρεί πράττοντα ούτως.” (Εδάφια 42 και 46.) “Εάν λοιπόν δεν αγρυπνήσης, θέλω ελθεί επί σε ως κλέπτης, και δεν θέλεις γνωρίσει ποίαν ώραν θέλω ελθεί επί σε.” (Αποκ. 3:3.) ΜΔ2 402.1
Ο Παύλος ομιλεί για μία κατηγορία ανθρώπων τους οποίους η επιστροφή του Κυρίου θα εύρει ανίδεους. “Η ημέρα του Κυρίου, ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται. Επειδή όταν λέγωσιν ειρήνη και ασφάλεια, τότε επέρχεται επ’ αυτούς αιφνίδιος όλεθρος ... και δεν θέλουσιν εκφύγει.” Αλλά γι’ αυτούς που δίνουν τη δέουσα προσοχή στις προειδοποιήσεις του Σωτήρα, προσθέτει: “Σείς, αδελφοί, δεν είσθε εν σκότει, ώστε η ημέρα να σας καταφθάσει ως κλέπτης. Πάντες σείς είσθε υιοί φωτός και υιοί ημέρας· δεν είμεθα νυκτός ουδέ σκότους.” (Α΄ Θεσσ. 5:2-5.) ΜΔ2 403.1
Βλέπουμε λοιπόν ότι η Γραφή δεν δικαιολογεί την άγνοια των ανθρώπων σχετικά με την εγγύτητα της παρουσίας του Χριστού. Όσοι όμως επιθυμούσαν να προβάλλουν δικαιολογίες για την απόρριψη της αλήθειας, κώφευαν στην εκδοχή αυτή και τα λόγια “περί της ημέρας και της ώρας ουδείς γινώσκει,” εξακολουθούσαν να αντηχούν τόσο από τους θρασείς εμπαίκτες, όσο και από τους τιτλοφορούμενους χριστιανούς ιεροκήρυκες. Μόλις οι άνθρωποι αφυπνίζονταν και άρχιζαν να ενδιαφέρονται για τον τρόπο της σωτηρίας τους, θρησκευτικοί δάσκαλοι έμπαιναν ανάμεσα σ’ αυτούς και στην αλήθεια και προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τους φόβους τους παρερμηνεύοντας το λόγο του Θεού. Φρουροί ανάξιοι ένωναν τις προσπάθειές τους στο έργο του μεγάλου απατεώνα φωνάζοντας, ειρήνη, ειρήνη, τη στιγμή που ο Θεός δεν μιλούσε για ειρήνη. Σαν τους Φαρισαίους της εποχής του Χριστού, πολλοί όχι μόνο αρνούνταν να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών οι ίδιοι, αλλά εμπόδιζαν και τους εισερχομένους. Από το χέρι τους ο Θεός θα ζητήσει το αίμα των ψυχών αυτών. ΜΔ2 403.2
Στις εκκλησίες, τα πιο ταπεινά και καθιερωμένα μέλη ήταν συνήθως εκείνα που δέχονταν πρώτα την αγγελία. Όσοι καταγίνονταν μόνοι τους με τη μελέτη της Βίβλου, δεν μπορούσαν παρά να αναγνωρίσουν τον αντιβιβλικό χαρακτήρα των λαϊκών απόψεων περί της προφητείας. Και εκεί όπου οι άνθρωποι έμεναν ανεπηρέαστοι από τους κληρικούς, εκεί όπου μόνοι τους επεδίδονταν στη μελέτη του λόγου του Θεού, η διδαχή της παρουσίας του Χριστού δεν είχε παρά να συγκριθεί με τη Γραφή προκειμένου να εδραιωθεί το θεϊκό της κύρος. ΜΔ2 403.3
Πολλοί υπέστησαν διωγμούς από μέρους των απειθούντων αδελφών τους. Για να μπορέσουν να παραμείνουν μέσα στην εκκλησία, μερικοί συγκατατέθηκαν να σιγήσουν όσον αφορά την ελπίδα τους· άλλοι όμως ένοιωθαν ότι η αφοσίωσή τους στο Θεό δεν τους επέτρεπε να αποκρύψουν τις αλήθειες που Εκείνος τους είχε εμπιστευτεί. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι από τους οποίους αφαιρέθηκε το δικαίωμα επικοινωνίας με την εκκλησία μόνο και μόνο επειδή ομολογούσαν ότι πίστευαν στην παρουσία του Χριστού. Πολύτιμα για όσους πέρασαν από τη δοκιμασία αυτή ήταν τα λόγια του προφήτη : “Οι αδελφοί σας, οίτινες σας μισούσι και σας αποβάλλουσιν ένεκεν του ονόματος Μου, είπαν, ας δοξασθή ο Κύριος· πλήν Αυτός θέλει φανεί εις χαράν σας, εκείνοι δε θέλουσι καταισχυνθή.” (Ησ. 66:5.) ΜΔ2 404.1
Άγγελοι του Θεού παρακολουθούσαν με βαθύτατο ενδιαφέρον τα αποτελέσματα της αγγελίας. Εκεί όπου συναντούσαν μία γενική απόρριψη της αγγελίας από μέρους των εκκλησιών, οι άγγελοι απομακρύνονταν λυπημένοι. Ήταν όμως και πολλοί που δεν είχαν ακόμη περάσει από τη δοκιμασία της διδασκαλίας της παρουσίας του Χριστού. Πολλοί είχαν παρασυρθεί από τους άντρες τους ή από τις γυναίκες τους, τους γονείς ή τα παιδιά τους στο να πιστεύουν ότι αμαρτάνουν και με το να ακούν ακόμη τις αιρετικές δοξασίες των Αντβεντιστών. Άγγελοι όμως είχαν ενταλθεί να φυλάξουν ιδιαίτερα τις ψυχές αυτές επειδή ένα άλλο φως από το θρόνο του Θεού έμελλε ακόμη να λάμψει επάνω τους. ΜΔ2 404.2
Όσοι είχαν δεχθεί την αγγελία καρτερούσαν την επιστροφή του Σωτήρα τους με μια ανέκφραστη επιθυμία. Ο καιρός που περίμεναν να Τον συναντήσουν πλησίαζε και αυτοί ετοιμάζονταν για την ώρα εκείνη με μια γαλήνια επισημότητα. Απολάβαιναν μια γλυκιά επικοινωνία με το Θεό, με μια ενδόμυχη γαλήνη που θα τη γεύονταν διαρκώς μελλοντικά. Κανένας από αυτούς που ένοιωσαν αυτή την ελπίδα και τη διαβεβαίωση θα μπορέσει ποτέ να λησμονήσει τις πολύτιμες εκείνες ώρες της προσμονής. Λίγες εβδομάδες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία, οι πρόσκαιρες επιχειρήσεις είχαν κατά το μεγαλύτερο μέρος εγκαταληφθεί. Με μεγάλη προσοχή οι πιστοί ερευνούσαν την κάθε τους σκέψη και τα αισθήματα της καρδιάς τους σαν να βρίσκονταν στην κλίνη του θανάτου και επρόκειτο να κλείσουν σε λίγο για πάντα τα μάτια στα εγκόσμια. Κανείς τους δεν ετοίμασε “στολές για την ανάληψη” αλλά όλοι τους αισθάνονταν ότι τους χρειάζονταν αποδεικτικά του εσωτερικού εξαγνισμού, βάση του οποίου θα κρίνονταν έτοιμοι να συναντήσουν το Σωτήρα. Για λευκές στολές είχαν την αγνότητα της ψυχής—του χαρακτήρα που έχει καθαριστεί από το μίασμα της αμαρτίας με το εξιλαστήριο αίμα του Χριστού. Θα ήταν ευχής έργο αν ο σημερινός λαός του Θεού εμφορείτο από το ίδιο πνεύμα του αυτοέλεγχου και από την ίδια εκείνη ειλικρινή αποφασιστική πίστη. Αν εξακολουθούσαν να ταπεινώνονται κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο Θεό και να προσεύχονται με την ίδια εμμονή μπροστά στο θρόνο της χάρης Του, θα γεύονταν μια ασύγκριτα πλουσιότερη εμπειρία από αυτή που κατέχουν τώρα. Ελάχιστα προσεύχεται σήμερα ο λαός του Θεού, ελάχιστα αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του και η έλλειψη της ζωντανής πίστης τους αποστερεί από τη χάρη που τόσο πλουσιοπάροχα παρέχει ο Λυτρωτής μας. ΜΔ2 404.3
Ο Θεός προτίθονταν να δοκιμάσει το λαό Του. Το χέρι Του είχε αποκρύψει ένα λάθος στους υπολογισμούς των προφητικών περιόδων. Οι Αντβεντιστές δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν το λάθος. Ούτε και αυτοί ακόμη οι πιο μορφωμένοι ανταγωνιστές τους μπόρεσαν να το ανακαλύψουν και δήλωναν: “Οι υπολογισμοί σας των προφητικών περιόδων είναι σωστοί. Ένα μεγάλο γεγονός πρόκειται να συμβεί. Δεν είναι όμως αυτό που προλέγει ο κύριος Μύλλερ. Πρόκειται για την πνευματική μεταλλαγή του κόσμου και όχι για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού.” ΜΔ2 405.1
Ο καιρός της αναμονής πέρασε και ο Χριστός δεν φάνηκε για να λυτρώσει το λαό Του. Μια πικρή απογοήτευση κατέλαβε όσους περίμεναν το Σωτήρα τους με ειλικρινή πίστη και αγάπη. Ο σκοπός όμως του Θεού εκπληρώνονταν: δοκίμαζε τις καρδιές εκείνων που ισχυρίζονταν ότι προσδοκούσαν την επιστροφή Του. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρχαν άνθρωποι που παρακινούνταν αποκλειστικά και μόνο από το φόβο. Η μορφή της ευσέβειας δεν είχε αγγίξει ούτε την καρδιά, ούτε τη ζωή τους. Όταν το προσδοκόμενο γεγονός δεν μεσολάβησε, τα άτομα αυτά δήλωσαν ότι δεν ένοιωθαν καμιά απογοήτευση. Κατά βάθος ποτέ δεν πίστεψαν ότι θα έρχονταν ο Χριστός. Αυτοί πρωτοστάτησαν στο να γελοιοποιήσουν τη θλίψη των ειλικρινών πιστών. ΜΔ2 405.2
Αλλ’ ο Χριστός και ο ουρανός ολόκληρος έσκυβαν με αγάπη και συμπάθεια πάνω στον όμιλο αυτών που είχαν δοκιμαστεί και έμειναν πιστοί παρ’ όλη την απογοήτευσή τους. Αν μπορούσε να σηκωθεί ο πέπλος που διαχωρίζει τον ορατό από τον αόρατο κόσμο, θα φαίνονταν οι άγγελοι να περιβάλλουν τις αλύγιστες αυτές ψυχές και να τις προστατεύουν από τις επιθέσεις του Σατανά. ΜΔ2 406.1