Η Μεγάλη Διαμάχη Μέρος Πρώτο
Κεφάλαιο 18: Ενασ αμερικανοσ μεταρρυθμιστησ
Ένας αγροκτηματίας, ευθύς και τίμιος, ο οποίος είχε άλλοτε οδηγηθεί να αμφιβάλει για τη θεϊκή αυθεντία των Αγίων Γραφών, αλλ’ ο οποίος ειλικρινά ποθούσε να γνωρίσει την αλήθεια, υπήρξε το σκεύος που ιδιαίτερα διάλεξε ο Θεός για να αναλάβει να εξαγγείλει στον κόσμο τη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Ο Γουλλιέλμος Μύλλερ, όπως τόσοι άλλοι μεταρρυθμιστές, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στο σχολείο της φτώχειας όπου διδάχθηκε τα πολύτιμα μαθήματα της αυτοθυσίας και της δραστηριότητας. Τα μέλη της οικογένειας από την οποία κατάγονταν, χαρακτηρίζονταν από ένα ανεξάρτητο, φιλελεύθερο πνεύμα, εξαιρετική αντοχή και ένθερμο πατριωτισμό. Οι ιδιότητες αυτές ήταν έκδηλες και στη ζωή αυτού του ιδίου. Ο πατέρας του υπηρέτησε στον Αμερικανικό στρατό με το βαθμό του λοχαγού τον καιρό της επανάστασης, και στις θυσίες, στους αγώνες και στα δεινοπαθήματα της θυελλώδους εκείνης εποχής μπορούν μάλλον να αποδοθούν οι δυσχερείς συνθήκες της παιδικής ηλικίας του Μύλλερ. ΜΔ1 341.1
Υγιέστατος και με αντίληψη ανώτερη της συνηθισμένης για ένα παιδί της ηλικίας του, εκδήλωνε περισσότερο την υπεροχή αυτή όσο μεγάλωνε. Διακρίνονταν από ένα ξύπνιο και ώριμο πνεύμα και μια μεγάλη δίψα για μάθηση. Αν και δεν είχε το προνόμιο μιας πανεπιστημιακής μόρφωσης, η φιλομάθειά του, η στοχαστικότητά του, και η λεπτομερής εξέταση των πραγμάτων, τον έκαναν άνθρωπο ευθυκρισίας και υγιών απόψεων. Με άψογο ηθικό χαρακτήρα και αξιοζήλευτη υπόληψη, εκτιμώταν ιδιαίτερα για την ακεραιότητά του, τη λιτότητά του και την καλοκαγαθία του. Χάρη στη μεγάλη του ενεργητικότητα και επιμέλεια, κατόρθωσε σε λίγα χρόνια να δημιουργηθεί, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τις συνήθειές του για τη μελέτη. Κατέλαβε διάφορα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα στα οποία διέπρεψε και ο δρόμος πρός τον πλούτο και τη δόξα παρουσιάζονταν ορθάνοιχτος μπροστά του. ΜΔ1 341.2
Η μητέρα του ήταν γυναίκα εξαιρετικής θεοσέβειας, και το παιδί, πολύ νωρίς ακόμη, είχε εκτεθεί στις ζωηρές εντυπώσεις του ευλαβικού περιβάλλοντος που δεν άργησε όμως να τις αφομοιώσει με τη συναναστροφή του με τους δεϊστές. Οι άνθρωποι αυτοί—που πίστευαν στην ύπαρξη του Θεού αλλ’ όχι στη θεϊκή αποκάλυψη—ασκούσαν μεγαλύτερη ακόμη επιρροή επειδή ο κόσμος τους ήξερε για καλούς πολίτες με ανθρωπιστικά και καλοκάγαθα αισθήματα. Ενώ ζούσαν τριγυρισμένοι από διάφορες χριστιανικές οργανώσεις, είχαν υποστεί ευεργετική μέχρι ενός σημείου επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Τις έξοχες αυτές αρετές που τους καθιστούσαν αξιοσέβαστους και ευυπόληπτους τις χρωστούσαν στην Αγία Γραφή. Και όμως τα αγαθά αυτά χαρίσματα είχαν διαστρεβλωθεί σε βαθμό που να ασκούν αρνητική επιρροή κατά του λόγου του Θεού. Συναναστρεφόμενος με τους ανθρώπους αυτούς, ο Μύλλερ συμμερίστηκε και τις απόψεις τους. Οι καθιερωμένες Βιβλικές ερμηνείες παρουσίαζαν τρωτά σημεία που γι’ αυτόν ήταν ανυπέρβλητα. Από το άλλο μέρος, η νέα αυτή πίστη, με το να παραμερίζει τη Γραφή χωρίς να την αντικαθιστά με τίποτε άλλο, δεν τον ικανοποιούσε καθόλου. Παρ’ όλα αυτά, για δώδεκα χρόνια έμεινε προσηλωμένος στις υιοθετημένες εκείνες αρχές. Όταν όμως έγινε τριαντατεσσάρων ετών, το Άγιο Πνεύμα επηρέασε την καρδιά του και αντελήφθηκε την αμαρτωλή του κατάσταση. Οι πρότερες πεποιθήσεις του δεν του παρείχαν καμιά διαβεβαίωση ότι υπήρχε ευτυχία μετά το θάνατο. Το μέλλον παρουσιάζονταν σκοτεινό και αβέβαιο. Περιγράφοντας τα αισθήματα που τον κατείχαν την εποχή εκείνη, αναφέρει: ΜΔ1 342.1
“Η σκέψη ότι με το θάνατο όλα εκμηδενίζονται μου προξενούσε ρίγος και η ημέρα των τελικών λογαριασμών ισοδυναμούσε με τον ολοσχερή εξολοθρεμό των πάντων. Ο ουρανός έκαιγε σαν φλογισμένος χαλκός πάνω απ’ το κεφάλι μου και η γη σαν πυρωμένο σίδερο κάτω απ’ τα πόδια μου. Τι να είναι η αιωνιότητα; Γιατί να υπάρχει ο θάνατος; Όσο περισσότερο αναζητούσα την αιτία, τόσο λιγότερες ενδείξεις έβρισκα. Όσο περισσότερο σκεπτόμουν, τόσο λιγότερο κατέληγα σε συμπεράσματα. Προσπάθησα να μη το σκέπτομαι καθόλου· αλλά δεν μπορούσα να κυριαρχήσω στις σκέψεις μου. Ήμουν στ’ αλήθεια αξιοθρήνητος, αλλά δεν καταλάβαινα γιατί. Γόγγυζα και παραπονιόμουν χωρίς να ξέρω ποιος μου φταίει. Ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν ήξερα ούτε που ούτε πως να ανακαλύψω το σωστό. Πενθούσα αλλά ήμουν χωρίς ελπίδα.” ΜΔ1 342.2
Στην κατάσταση αυτή παρέμεινε για μερικούς μήνες. “Ξαφνικά ο χαρακτήρας ενός Σωτήρα αποτυπώθηκε ζωηρά στο νού μου,” διηγείται ο Μύλλερ. “Μου φαινόταν ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει μια ύπαρξη τόσο αγαθή και φιλεύσπλαχνη ώστε να προσφερθεί αφ’ εαυτού της ιλασμός για τις παραβάσεις μας και έτσι να μας σώσει από την καταδίκη της αμαρτίας. Αμέσως σκέφτηκα πόσο αξιαγάπητη μια τέτοια ύπαρξη θα έπρεπε να είναι και ένοιωσα την ανάγκη να πέσω στην αγκάλη Της και να αφεθώ στο έλεός Της. Αλλ’ η ερώτηση που με βασάνιζε ήταν, πως να ξέρω ότι μια τέτοια ύπαρξη πραγματικά υφίσταται; Εκτός από τη Βίβλο, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε καμιά ένδειξη για την ύπαρξη ενός τέτοιου Λυτρωτή, ούτε ακόμη και για τη μελλοντική ζωή ... ΜΔ1 343.1
“Διαπίστωσα ότι η Γραφή παρουσιάζει ακριβώς ένα τέτοιο Σωτήρα όπως Τον χρειαζόμουν. Δυσκολευόμουν να καταλάβω πώς ένα βιβλίο, αν δεν ήταν εμπνευσμένο, μπορούσε να αναπτύσσει αρχές που να ανταποκρίνονται τόσο τέλεια στις ανάγκες ενός αμαρτωλού κόσμου. Βρέθηκα αναγκασμένος να ομολογήσω ότι οι Γραφές αποτελούσαν πράγματι τη θεϊκή αποκάλυψη. Το βιβλίο αυτό με γοήτευσε και στο πρόσωπο του Ιησού ανακάλυψα ένα φίλο. Ο Σωτήρας έγινε για μένα ο “διακρινόμενος μεταξύ μυριάδων.” Οι Άγιες Γραφές, οι μέχρι τότε δυσνόητες και αντιφατικές, γίνονταν τώρα “φως εις τους πόδας μου και λύχνος εις τας τρίβους μου.” Ικανοποιημένη τότε η ψυχή μου γαλήνεψε. Είχα ανακαλύψει ότι Κύριος ο Θεός παρουσιάζονταν σαν Βράχος μέσα στη θάλασσα του βίου. Τώρα η Βίβλος αποτελούσε την κυριότερη μελέτη μου και ειλικρινά μπορώ να πω ότι την ερευνούσα με μεγάλη ευχαρίστηση. Βρήκα ότι για το μισό περίπου από το περιεχόμενό της δεν είχα ακούσει ποτέ μου. Διερωτώμουν γιατί να μην έχω προσέξει νωρίτερα την τόση ομορφιά και λαμπρότητά της και απορούσα πώς μπορούσα ποτέ να την έχω απορρίψει. Ανακάλυψα σ’ αυτήν κάθε επιθυμία της καρδιάς μου και το βάλσαμο για κάθε ψυχικό μου άγχος. Έχασα κάθε ενδιαφέρον για οποιοδήποτε άλλο βιβλίο, και έδωσα την καρδιά μου στο να εκζητώ τη σοφία του Θεού.” (S. Bliss, “Memoirs of Wm. Miller,” σελ. 65-67.) ΜΔ1 343.2
Ο Μύλλερ απροκάλυπτα ομολογούσε την πίστη του πρός τη θρησκεία την οποία άλλοτε περιφρονούσε. Αλλ’ οι άπιστοι σύντροφοί του δεν άργησαν να του προβάλουν όλα εκείνα τα επιχειρήματα τα οποία ο ίδιος είχε πολλές φορές χρησιμοποιήσει κατά της θεϊκής αυθεντίας των Γραφών. Την εποχή εκείνη δεν ήταν ακόμη καταρτισμένος για να τους απαντήσει όπως έπρεπε. Σκεπτόταν όμως ότι αν η Γραφή είναι αποκάλυψη προερχόμενη από το Θεό, θα πρέπει να είναι συνεπής προς τον εαυτό της και ότι αφού χορηγήθηκε για την εκπαίδευση του ανθρώπου, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στη διανοητική του ικανότητα. Πήρε την απόφαση να τη μελετήσει για λογαριασμό του και να διαπιστώσει αν η κάθε φαινομενική αντίφαση μπορούσε να διευθετηθεί. ΜΔ1 343.3
Αποφασισμένος να αγνοήσει όλες τις προκατειλημμένες γνώμες, και αφήνοντας κατά μέρος όλα τα ερμηνευτικά σχόλια, άρχισε να συγκρίνει αποκλειστικά τα γραφικά εδάφια με άλλα γραφικά εδάφια, χρησιμοποιώντας για βοήθεια τις περιθωριακές παραπομπές καθώς και τα ευρετήρια-βιβλία των γραφικών χωρίων. Επεδόθηκε στην τακτική και μεθοδική μελέτη. Αρχίζοντας από τη Γένεση, διάβαζε σιγά-σιγά, εδάφιο πρός εδάφιο και δεν προχωρούσε παρά μόνο όταν το νόημα μέχρι το σημείο αυτό γίνονταν αντιληπτό χωρίς να αφήνει πίσω του κανένα ερωτηματικό. Όταν συναντούσε κάτι το δυσνόητο, συνήθιζε να το συγκρίνει με όλα τα άλλα παρεμφερή προς το θέμα αυτό εδάφια. Χωρίς να περιορίζεται στην απόλυτη κυριολεξία των όρων ενός και του αυτού θέματος, όταν ανακάλυπτε ότι η γνώμη που είχε σχηματίσει εναρμονίζονταν με την κάθε μια από τις παραλληλιζόμενες περικοπές, δεν έβλεπε πια καμιά δυσκολία. Έτσι, κάθε φορά που έρχονταν αντιμέτωπος με μια δυσκολοερμήνευτη περικοπή, αναζητούσε την εξήγηση σε κάποιο άλλο τμήμα της Γραφής μέχρι που την έβρισκε. Και ενώ πάντοτε μελετούσε με ένθερμη προσευχή για θεϊκή καθοδήγηση, κάθε τι που πρώτα παρουσιάζονταν στο νού του σκοτεινό, το έβλεπε μετά τελείως καθαρό. Και γνώρισε τότε την αληθοφάνεια των λόγων του Ψαλμωδού: “Η φανέρωσις των λόγων Σου φωτίζει, συνετίζει τους απλούς.” (Ψαλμ. 119:130.) ΜΔ1 344.1
Με ζωηρό ενδιαφέρον μελέτησε τα βιβλία του Δανιήλ και της Αποκάλυψης, εφαρμόζοντας την ίδια ερμηνευτική μέθοδο που χρησιμοποιούσε για την υπόλοιπη Γραφή και, πρός μεγάλη του ικανοποίηση, ανακάλυψε ότι τα διάφορα προφητικά σύμβολα ήταν δυνατό να κατανοηθούν. Είδε ότι όσες προφητείες είχαν ήδη εκπληρωθεί, είχαν εκπληρωθεί κατά γράμμα και ότι όλα τα ποικίλα σχήματα, οι παραστατικές εικόνες, οι παραβολές, οι αλληγορίες κ.λ.π., αν δεν τύχαινε να εξηγούνται μέσα στην ίδια την περικοπή όπου συναντώνταν οι όροι οι οποίοι χρησιμοποιούνταν για τη διατύπωσή τους, καθορίζονταν σε άλλα μέρη της Γραφής. Και όταν κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονταν, τότε έπρεπε να εκλαμβάνονται στην κυριολεξία τους. “Αυτό με ικανοποιούσε,” έλεγε, “ότι η Γραφή παρουσιάζει ένα σύνολο αποκαλυμμένων αληθειών που εκτίθενται με τέτοια σαφήνεια και απλότητα, ώστε προχωρώντας ο ερευνητής, όσο ανήξερος και αν είναι, να μη κινδυνεύει να παραπλανηθεί.” (Bliss, ίδιο έργο, σελ. 70.) Ο ένας κρίκος της αλυσίδας της αλήθειας μετά τον άλλον αντάμειβε τις προσπάθειές του καθώς βήμα πρός βήμα εξίχνιαζε τα σπουδαία προφητικά μονοπάτια. Άγγελοι σταλμένοι από τον ουρανό καθοδηγούσαν τη σκέψη του και τον βοηθούσαν να κατανοήσει τις Γραφές. ΜΔ1 344.2
Παίρνοντας τον τρόπο με τον οποίο οι προφητείες είχαν εκπληρωθεί στο παρελθόν σαν κριτήριο για την εκπλήρωση των προφητειών που ανήκαν ακόμη στο μέλλον, ανακάλυψε πρός ικανοποίησή του ότι η γενικά ασπαζόμενη πεποίθηση της πνευματικής βασιλείας του Χριστού—γνωστή ως εγκόσμια χιλιετηρίδα πριν από τη συντέλεια του κόσμου—δεν στηρίζονταν στο λόγο του Θεού. Η διδαχή αυτή, η αναφερόμενη σε μια περίοδο χιλίων ετών κατά την οποία θα βασιλεύει η δικαιοσύνη και η ειρήνη πριν από την παρουσία του Χριστού σ’ αυτή τη γη, απέβλεπε στο να αναβάλει για το απώτερο μέλλον τα συγκλονιστικά γεγονότα της ημέρας του Κυρίου. Όσο ευχάριστα και αν αντηχεί η διδασκαλία αυτή, είναι αντίθετη προς τη διδασκαλία του Χριστού και των αποστόλων που δήλωσαν ότι το σιτάρι και τα ζιζάνια θα αυξάνουν μαζί μέχρι τον καιρό του θερισμού, της συντέλειας δηλαδή του κόσμου. Ότι “πονηροί άνθρωποι και γόητες θέλουσι προκόψει επί το χείρον και χείρον.” Ότι “εν ταις εσχάταις ημέραις θέλουσιν ελθεί καιροί κακοί,” και ότι η βασιλεία του σκότους θα εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι την παρουσία του Κυρίου, οπότε θα απωλεσθεί “με το πνεύμα του στόματος Αυτού και θα εξαφανισθεί με την επιφάνειαν της παρουσίας Αυτού.” (Ματθ. 13:30, 38-41; Β΄ Τιμ. 3:13,1; Β΄ Θεσ. 2:8.) ΜΔ1 345.1
Η αποστολική εκκλησία δεν υποστήριξε την ολοκληρωτική μετάνοια του κόσμου, ούτε την πνευματική βασιλεία του Χριστού. Η εκδοχή αυτή δεν είχε γενικευτεί μεταξύ του χριστιανικού κόσμου πριν τις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνα. Τα αποτελέσματά της ήταν άσχημα, όπως πάντοτε συμβαίνει με την πλάνη. Δίδασκε τους ανθρώπους να ατενίζουν πολύ μακριά στο απώτερο μέλλον για την παρουσία του Κυρίου και τους έκανε να μη δίνουν προσοχή στα σημεία που εξαγγέλλουν την εγγύτητα της παρουσίας Του. Δημιουργούσε στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση της σιγουριάς και της ασφάλειας και έγινε αφορμή ώστε άπειρες ψυχές να παραμελήσουν την απαραίτητη προετοιμασία τους για να συναντήσουν τον Κύριό τους. ΜΔ1 345.2
Ο Μύλλερ διαπίστωσε ότι οι Γραφές διδάσκουν με κάθε σαφήνεια την κυριολεκτική, την προσωπική παρουσία του Χριστού. Ο απόστολος Παύλος λέγει: “Αυτός ο Κύριος θέλει καταβεί απ’ ουρανού με κέλευσμα, με φωνήν αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού.” (Α΄ Θεσ. 4:16.) Και ο Σωτήρας δηλώνει: “Θέλουσιν ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής.” “Διότι καθώς η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτω θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου.” (Ματθ. 24:30,27.) Συνοδεύεται από όλα τα στρατεύματα του ουρανού. “Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ Αυτού.” (Ματθ. 25:31.) “Και θέλει αποστείλει τους αγγέλους Αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και θέλουσι συνάξει τους εκλεκτούς Αυτού.” (Ματθ. 24:31.) ΜΔ1 346.1
Κατά την παρουσία Του οι δίκαιοι νεκροί εγείρονται και οι δίκαιοι ζώντες μεταμορφώνονται. “Πάντες μεν δεν θέλομεν κοιμηθεί,” εξηγεί ο Παύλος, “πάντες όμως θέλομεν μεταμορφωθεί, εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι· διότι θέλει σαλπίσει και οι νεκροί θέλουσιν αναστηθή άφθαρτοι, και ημείς θέλομεν μεταμορφωθεί. Διότι πρέπει το φθαρτόν τούτο να ενδυθή αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο να ενδυθή αθανασίαν.” (Α΄ Κορ. 15:51-53.) Και στην επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς, αφού περιγράφει την παρουσία του Κυρίου, καταλήγει: “Οι αποθανόντες εν Χριστώ θέλουσιν αναστηθεί πρώτον· έπειτα ημείς οι ζώντες όσοι απομένομεν θέλομεν αρπαχθεί μετ’ αυτών εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις τον αέρα· και ούτω θέλομεν είσθαι πάντοτε μετά του Κυρίου.” (Α΄ Θεσ. 4:16-17.) ΜΔ1 346.2
Ο λαός του Θεού δεν κληρονομεί τη βασιλεία παρά μόνο κατά την προσωπική παρουσία του Χριστού. “Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη Αυτού, και πάντες οι άγιοι άγγελοι, μετ’ Αυτού, τότε θέλει καθίσει επί του θρόνου της δόξης Αυτού- και θέλουσι συναχθή έμπροσθεν Αυτού πάντα τα έθνη· και θέλει χωρίσει αυτούς απ’ αλλήλων, καθώς ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από των εριφίων· και θέλει στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών Αυτού, τα δε ερίφια εξ αριστερών. Τότε ο Βασιλεύς θέλει ειπεί προς τους εκ δεξιών Αυτού, έλθετε, οι ευλογημένοι του Πατρός Μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην εις εσάς βασιλείαν από καταβολής κόσμου.” (Ματθ. 25:31-34.) Όπως είδαμε από τα παραπάνω εδάφια όταν παρουσιάζεται ο Υιός του ανθρώπου, οι νεκροί εγείρονται άφθαρτοι και οι ζώντες μεταλλάσσονται. Και αυτή η σημαντική μεταλλαγή τους καθιστά έτοιμους να παραλάβουν τη βασιλεία. Επειδή, όπως εξηγεί ο Παύλος, “σάρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν, ουδέ η φθορά κληρονομεί την αφθαρσίαν.” (Α΄ Κορ. 15:50.) Στην τωρινή του κατάσταση ο άνθρωπος είναι θνητός, φθαρτός. Η βασιλεία όμως του Θεού είναι άφθαρτη και αιώνια. Επομένως είναι αδύνατο στην παρούσα του κατάσταση ο άνθρωπος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Αλλ’ όταν έρχεται ο Χριστός χορηγεί την αθανασία στο λαό Του. Και τότε τους καλεί να κληρονομήσουν τη βασιλεία η οποία μέχρι τότε λογίζονταν μόνο ως κληρονομιά. ΜΔ1 347.1
Αυτά, καθώς και άλλα γραφικά κείμενα, έπεισαν το Μύλλερ ότι τα γεγονότα που γενικά ο κόσμος πίστευε ότι θα μεσολαβούσαν πριν από την παρουσία του Χριστού, όπως η παγκόσμια βασιλεία της ειρήνης και η επίγεια εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού, στην πραγματικότητα θα συνέβαιναν μετά τη δευτέρα παρουσία. Επί πλέον, όλα γενικά τα σημεία των καιρών, καθώς και οι επικρατούσες συνθήκες του κόσμου ανταποκρίνονταν στις προφητικές περιγραφές που αφορούν τις έσχατες ημέρες. Και μόνη η μελέτη της Γραφής τον ώθησε να κατασταλάξει στο συμπέρασμα ότι η προθεσμία για τη συνέχιση του πλανήτη μας στην παρούσα του κατάσταση πλησίαζε να λήξει. ΜΔ1 347.2
“Μία άλλη απόδειξη που είχε βαρυσήμαντη για μένα σημασία ήταν η χρονολογία των γραφικών γεγονότων,” διηγείται ο Μύλλερ “... Ανακάλυψα ότι πολλά από τα προρρηθέντα γεγονότα του παρελθόντος είχαν εξελιχθεί κατά το προσδιορισμένο από την προφητεία χρονικό διάστημα. Αίφνης τα εκατόν είκοσι χρόνια του Κατακλυσμού. (Γεν. 6:3.) Οι σαράντα μέρες της νεροποντής καθώς και οι επτά μέρες που την προηγήθηκαν. (Γέν. 7:4.) Τα τετρακόσια χρόνια της παραμονής του γένους του Αβραάμ στην Αίγυπτο. (Γέν. 15:13.) Οι τρεις μέρες των ονείρων του οινοχόου και του αρτοποιού του Φαραώ. (Γέν. 40:12-20.) Τα επτά χρόνια των ονείρων του Φαραώ. (Γέν. 41:28-54.) Τα σαράντα χρόνια των περιπλανήσεων του λαού Ισραήλ στην έρημο. (Αρ. 14:43.) Τα τριάμισυ χρόνια της πείνας. (Α΄ Βασ. 17:1.) [Βλέπε και Λουκ. 4:25.] Τα εβδομήντα χρόνια της αιχμαλωσίας. (Ιερ. 25:11.) Οι επτά καιροί του Ναβουχοδονόσορα. (Δαν. 4:13-16.) Και οι εβδομήντα εβδομάδες οι προσδιορισμένες για τον Ιουδαϊκό λαό. (Δαν. 9:24-27.) Τα γεγονότα που συμπεριλαμβάνονται μέσα στα χρονικά αυτά διαστήματα ήταν κάποτε αποκλειστικά και μόνο ζητήματα προφητικής σημασίας. Όλα όμως εκπληρώθηκαν σύμφωνα με τις γενόμενες προρρήσεις.” (Βλέπε Bliss, σελ. 74, 75.) ΜΔ1 347.3
Όσες φορές λοιπόν ανακάλυπτε μελετώντας τη Γραφή διάφορες χρονολογικές περιόδους που, κατά την αντίληψή του, αναφέρονταν στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, τις εκλάμβανε σαν “προκαθορισθέντας καιρούς” τους οποίους ο Θεός είχε αποκαλύψει στους δούλους Του. “Τα κρυπτά” λέγει ο Μωϋσής, “ανήκουσιν εις Κύριον τον Θεόν ημών· τα δε αποκεκαλυμμένα εις ημάς και εις τα τέκνα ημών διαπαντός.” Και μέσο του προφήτη Αμώς ο Κύριος δηλώνει ότι “δεν θέλει κάμει ουδέν χωρίς να αποκαλύψει το απόκρυφον Αυτού εις τους δούλους Αυτού τους προφήτας.” (Δευτ. 29:29, Αμώς. 3:7.) Άρα οι μελετητές του λόγου του Θεού έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι θα συναντήσουν το καταπληκτικότερο γεγονός που πρόκειται να λάβει χώρα στην ιστορία του κόσμου σαφώς καταχωρημένο στις Γραφές της αλήθειας. ΜΔ1 348.1
“Αφού είχα εντελώς πειστεί,” λέγει ο Μύλλερ, “ότι όλη η Γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος,” (Β΄ Τιμ. 3:16.) ότι “δεν ήλθε ποτέ προφητεία εκ θελήματος ανθρώπου, αλλ’ υπό του Πνεύματος του Αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού,” (Β΄ Πέτ. 1:21.) και ότι “όσα προεγράφησαν δια την διδασκαλίαν ημών προεγράφησαν, δια να έχωμεν την ελπίδα δια της υπομονής και της παρηγορίας των Γραφών,” (Ρωμ. 15:4.) δεν μπορούσα να καταλήξω σε άλλο συμπέρασμα παρά ότι τα χρονολογικά τμήματα της Βίβλου αποτελούν ένα εξ ίσου αναπόσπαστο μέρος του λόγου του Θεού, που απαιτεί την εξ ίσου σοβαρή από μέρους μας περίσκεψη όπως και οποιοδήποτε άλλο μέρος των Γραφών. Πείστηκα τότε ότι αν ήθελα να κατανοήσω όσα ο Θεός είχε μέσα στη μεγάλη Του ευσπλαχνία κρίνει καλό να μας αποκαλύψει, δεν είχα το δικαίωμα να παραβλέψω τις χρονολογικές περιόδους. (Bliss, σελ. 75.) ΜΔ1 348.2
Η προφητεία που φαίνονταν να αναφέρεται με τη μεγαλύτερη ακρίβεια στον καιρό της δευτέρας παρουσίας, ήταν του Δανιήλ 8:4: “Έως δύο χιλιάδων και τριακοσίων ημερονυκτίων· τότε το αγιαστήριον θέλει καθαρισθεί.” Ακολουθώντας το σύστημά του να εκζητεί την ερμηνεία της Γραφής μέσα από την ίδια τη Γραφή, ο Μύλλερ διαπίστωσε ότι μια συμβολική προφητική μέρα αντιστοιχεί με ένα ολόκληρο χρόνο. (Αρ. 14:34; Ιεζ. 4:6.) Διαπίστωσε επίσης ότι το διάστημα των 2300 προφητικών ημερονυκτίων, ή πραγματικών ετών, ξεπερνούσε κατά πολύ τα χρονικά όρια της Ιουδαϊκής οικονομίας. Επομένως η εφαρμογή του δε μπορούσε να αποδοθεί στο Ιουδαϊκό αγιαστήριο. Ασπαζόμενος την επικρατούσα στην εποχή του γνώμη ότι κατά τη χριστιανική οικονομία το αγιαστήριο συμβολίζει τη γη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο καθαρισμός του αγιαστηρίου του Δανιήλ 8:14, απεικονίζει τον εξαγνισμό της γης με τη φωτιά κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Συμπέρανε λοιπόν ότι αν η αφετηρία των 2300 ημερονυκτίων μπορούσε να προσδιοριστεί, τότε ο χρόνος της δευτέρας παρουσίας θα μπορούσε να καθοριστεί χωρίς δυσκολία. Έτσι θα γίνονταν γνωστός ο καιρός της θεσπέσιας ολοκλήρωσης των πάντων, ο καιρός που θα σήμαινε το τέλος της τωρινής κατάστασης “με όλη της την υπερηφάνεια, τη δύναμη, την επιδεικτικότητα, τη ματαιοδοξία, την ασέβεια και την καταδυνάστευση·” ο καιρός οπόταν η κατάρα θα “απομακρύνονταν από προσώπου της γης, ο θάνατος θα εξαφανίζονταν, οι πιστοί δούλοι του Θεού—άγιοι και προφήτες και όσοι τιμούν το όνομά Του—θα αμοίβονταν και οι εξολοθρευτές της γης θα εξολοθρεύονταν.” (Bliss, σελ. 76.) ΜΔ1 349.1
Με καινούργιο και ζωηρότερο τώρα ενδιαφέρον ο Μύλλερ επιδόθηκε στην έρευνα των προφητειών, αφιερώνοντας όχι μόνο μέρες ολόκληρες, αλλά και νύχτες ακόμη στη μελέτη του θέματος εκείνου που παρουσίαζε καταπληκτική σημασία και βαθύτατο ενδιαφέρον. Στο όγδοο κεφάλαιο του Δανιήλ δεν γίνονταν καμιά νύξη για τον προσδιορισμό της αφετηρίας των 2300 ημερών. Ο άγγελος Γαβριήλ, αν και είχε εντολή να εξηγήσει την όραση στο Δανιήλ, μερική μόνο ερμηνεία του είχε δώσει. Καθώς έβλεπε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του οι τρομακτικές σκηνές των διωγμών που θα αντιμετώπιζε η εκκλησία, ο προφήτης είχε χάσει τις αισθήσεις του. Δεν μπορούσε να υπομείνει περισσότερο και ο άγγελος τον άφησε για ένα διάστημα. “Ελιποθύμησα,” λέγει ο Δανιήλ, “και ήμην ασθενής ημέρας τινάς ... Εθαύμαζον δε δια την όρασιν, και δεν υπήρχεν ο εννοών.” (Δαν. 8:27.) ΜΔ1 349.2
Ο Θεός όμως είχε προστάξει τον αγγελιοφόρο Του: “Κάμε τον άνθρωπον τούτον να εννοήσει την όρασιν.” (εδ. 16.) Και η προσταγή έπρεπε να εκτελεστεί. Υπακούοντας στην εντολή, ο άγγελος ύστερα από ένα διάστημα ξαναγύρισε στο Δανιήλ λέγοντας: “Τώρα εξήλθον δια να σε κάμω να λάβης σύνεσιν.” “Δια τούτο εννόησον τον λόγον και κατάλαβε την οπτασίαν.” (Κεφ. 9:22,23.) Ιδιαίτερα υπήρχε ένα σημαντικό σημείο του οράματος του ογδόου κεφαλαίου που είχε μείνει ανεξήγητο, συγκεκριμένα το σημείο εκείνο που αφορά το χρόνο—των 2300 ημερών—Γι’ αυτό και ο άγγελος, συνεχίζοντας την ερμηνεία του μετά από τη διακοπή, ασχολείται κυρίως με το θέμα του χρόνου: ΜΔ1 350.1
“Εβδομήκοντα εβδομάδες διωρίσθησαν επί του λαού σου και επί την Πόλιν την Αγίαν ... Γνώρισον λοιπόν και κατάλαβε ότι από της εξελεύσεως της προσταγής του να ανοικοδομηθεί η Ιερουσαλήμ, έως του Χριστού του Ηγουμένου, θέλουσιν είσθαι εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο· θέλει οικοδομηθεί πάλιν η πλατεία και το τείχος, μάλιστα εν καιροίς στενοχώριας. Και μετά τας εξήκοντα δύο εβδομάδας, θέλει εκκοπεί ο Χριστός πλήν ουχί δι’ Εαυτόν ... Και θέλει στερεώσει την διαθήκην εις πολλούς εν μιά εβδομάδι· και εν τω ημίσει της εβδομάδος θέλει παύσει η θυσία και η προσφορά.” (Δαν. 9:25-27.) ΜΔ1 350.2
Ο άγγελος είχε σταλεί στο Δανιήλ με τον αποκλειστικό σκοπό να του διευκρινίσει το σημείο ακριβώς που δεν είχε ακόμη κατανοήσει από την όραση του ογδόου κεφαλαίου, το χρονολογικό εκείνο σημείο που συγκεκριμένα ανέφερε: “Έως δύο χιλιάδων και τριακοσίων ημερονυκτίων· τότε το αγιαστήριον θέλει καθαρισθεί.” Αφού συνέστησε στο Δανιήλ “εννόησον τον λόγον, και κατάλαβε την οπτασίαν,” οι αμέσως επόμενες λέξεις του αγγέλου ήταν: “Εβδομήκοντα εβδομάδες διωρίσθησαν επί τον λαόν σου και επί την Πόλιν την Αγίαν σου.” Το ρήμα “διωρίσθησαν” εδώ σημαίνει “απεκόπησαν.” Εβδομήντα εβδομάδες που ισοδυναμούν με 490 χρόνια αναφέρονται από τον άγγελο ότι απεκόπησαν και ανήκουν ειδικά στο λαό Ισραήλ. Γεννάται όμως το ερώτημα: από που απεκόπησαν; Αφού οι 2300 μέρες αποτελούν τη μοναδική χρονική περίοδο του ογδόου κεφαλαίου, αυτό θα πρέπει να είναι το χρονικό διάστημα από το οποίο απεκόπησαν οι εβδομήντα εβδομάδες. Έπεται μ’ αυτό ότι οι εβδομήντα εβδομάδες αποτελούν μερικό τμήμα των 2300 ημερών και ότι τα δύο χρονικά τμήματα—το ολικό και το μερικό—ξεκινούν από το ίδιο αρχικό σημείο. Σύμφωνα με την εξήγηση του αγγέλου, οι εβδομήντα εβδομάδες χρονολογούνται από τον καιρό της έκδοσης του διατάγματος για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ. Αν μπορούσε να καθοριστεί η ημερομηνία του διατάγματος αυτού, τότε το σημείο της αφετηρίας της μεγάλης περιόδου των 2300 ημερών θεωρείτο βέβαιο. ΜΔ1 350.3
Το έβδομο κεφάλαιο του Έσδρα (εδάφια 12-26) κάνει μνεία του διατάγματος αυτού. Η πιο συμπληρωμένη έκδοσή του οφείλεται στο βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη το 457 π.Χ. Στο έκτο κεφάλαιο του Έσδρα και εδάφιο 14 αναφέρεται επίσης ότι ο οίκος του Κυρίου είχε οικοδομηθεί “κατά την προσταγήν του Κύρου και Δαρείου και Αρταξέρξου βασιλέως της Περσίας.” Μετά την αρχική εκπόνηση, την επικύρωση, τη βαθμιαία βελτίωση και την ολοσχερή τελειοποίηση του διατάγματος αυτού οι τρεις Πέρσες μονάρχες, το έθεσαν τελικά σε εφαρμογή ακριβώς τον καιρό που, κατά την προφητική υπαγόρευση, θα σήμαινε την αρχή των 2300 ημερών. Λογαριάζοντας το 457—χρονολογία της ολοκλήρωσης του διατάγματος—σαν την ακριβή χρονολογία της επικυρωμένης βασιλικής εντολής, κάθε λεπτομέρεια της προφητείας των εβδομήντα εβδομάδων παρουσιάζεται εκπληρωμένη. ΜΔ1 351.1
“Από της εξελεύσεως της διαταγής του να ανοικοδομηθεί η Ιερουσαλήμ μέχρι του Χριστού, του Ηγουμένου θέλουσιν είσθαι εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο,” συγκεκριμένα εξήκοντα εννέα εβδομάδες ή 483 χρόνια. Το διάταγμα του Αρταξέρξη τέθηκε σε εφαρμογή το φθινόπωρο του 457 π.Χ. Προσθέτοντας στην ημερομηνία αυτή τα 483 χρόνια, φθάνουμε στο έτος 27 μ.Χ. Ακριβώς τότε εκπληρώθηκε η προφητεία. Η λέξη “Μεσσίας” σημαίνει “Κεχρισμένος.” Το φθινόπωρο του 27 μ.Χ. ο Χριστός βαπτίστηκε από τον Ιωάννη και δέχθηκε το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος. Ο απόστολος Πέτρος πιστοποιεί ότι” ο Θεός έχρισε τον Ιησούν τον από Ναζαρέτ με Πνεύμα Άγιον και με δύναμιν.” (Πράξ. 10:38.) Και ο ίδιος ο Σωτήρας δήλωσε: “Πνεύμα Κυρίου είναι επ’ Εμέ· δια τούτο Με έχρισε· Με απέστειλε δια να ευαγγελίζωμαι προς τους πτωχούς.” (Λουκ. 4:18.) Μετά το βάπτισμα πήγε στη Γαλιλαία “κηρύττων το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού και λέγων, ότι επληρώθη ο καιρός.” (Μάρκ. 1:14-15.) ΜΔ1 351.2
“Καί θέλει στηρίξει την διαθήκην μετά πολλών εν μια εβδομάδι,” συνεχίζει η προφητεία του Δανιήλ. Η “εβδομάδα,” που αναφέρεται εδώ είναι η τελευταία από τις εβδομήντα. Με άλλα λόγια, είναι τα τελευταία επτά έτη του συνολικού χρόνου που είχε ιδιαίτερα προσδιοριστεί για το Ιουδαϊκό έθνος. Κατά το διάστημα αυτό, δηλαδή από το 27 μέχρι το 34 μ.Χ, πρώτα ο ίδιος ο Χριστός και κατόπιν οι μαθητές Του, απεύθυναν την πρόσκληση του ευαγγελίου αποκλειστικά και μόνο στους Ιουδαίους. Στέλνοντας τους αποστόλους να κηρύξουν την αγαθή αγγελία της βασιλείας των ουρανών, ο Σωτήρας είχε δώσει την εντολή: “Εις οδόν εθνών μη υπάγητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε. Υπάγετε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα του οίκου Ισραήλ.” (Ματθ. 10:5-6.) ΜΔ1 352.1
“Εν τω μέσω της εβδομάδος,” πρόσθετε η προφητεία του Δανιήλ, “θέλει σταματήσει η θυσία και η προσφορά.” Το 31 μ.Χ., τριάμισυ χρόνια μετά το βάπτισμά Του, ο Κύριός μας σταυρώθηκε. Η μεγάλη θυσία του Γολγοθά σήμανε το τέλος του συστήματος των θυσιών που για τέσσερις χιλιάδες χρόνια συγκέντρωναν την προσοχή των ανθρώπων στον Αμνό του Θεού. Και όταν ο τύπος συνάντησε το αντίτυπο, τότε πιά όλες οι προσφορές και οι θυσίες του τελετουργικού συστήματος έπαψαν. ΜΔ1 352.2
Οι εβδομήντα εβδομάδες, ή τα 490 χρόνια της προθεσμίας του λαού του Ισραήλ έληξαν, όπως είδαμε, το 34 μ.Χ. Τη χρονιά εκείνη, με την απόφαση του ανωτάτου Ιουδαϊκού δικαστηρίου, το έθνος επίσημα σφράγιζε για πάντα την από μέρους του απόρριψη του ευαγγελίου με το μαρτυρικό θάνατο του Στεφάνου και τον αμείλικτο κατά των Χριστιανών διωγμό που επακολούθησε. Από τότε, η αγγελία της σωτηρίας, που δεν περιορίζονταν πιά στο μέχρι τούδε εκλεκτό λαό του Θεού, άρχισε να μεταδίδεται ελεύθερα στον υπόλοιπο κόσμο. Οι μαθητές, αναγκασμένοι λόγο του διωγμού να απομακρυνθούν από την Ιερουσαλήμ, “διασπαρέντες διήλθον, ευαγγελιζόμενοι τον λόγον.” Ο Φίλιππος, “καταβάς εις την πόλιν της Σαμαρείας, εκήρυπεν εις αυτούς τον Χριστόν.” Ο Πέτρος, “αποκαλυφθείς θεόθεν,” εξέθεσε τις αλήθειες του ευαγγελίου στον εκατόνταρχο της Καισαρείας, τον θεοφοβούμενο Κορνήλιο και ο Παύλος, ο ζηλωτής, μετά την επιστροφή του στο Χριστό, εξουσιοδοτήθηκε να διαδώσει τις χαρμόσυνες αγγελίες με το πρόσταγμα: “ύπαγε· διότι Εγώ θέλω σε εξαποστείλει εις έθνη μακράν.” (Πράξ. 8:4-5, 22:21.) ΜΔ1 352.3
Μέχρι το σημείο αυτό, αφού όλες οι προφητείες βρήκαν κατά γράμμα την εκπλήρωσή τους, παραμένει γεγονός αναντίρρητο ότι η αρχή των εβδομήντα εβδομάδων τοποθετείται στο 457 π.Χ. και η λήξη τους στο 34 μ.Χ. Σύμφωνα μ’ αυτά τα δεδομένα, ο υπολογισμός του τερματισμού των 2300 ημερών δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία. Αφού αφαιρεθούν οι εβδομήντα εβδομάδες—490 μέρες ή χρόνια—από το συνολικό αριθμό των 2300, μένει ένα υπόλοιπο διάστημα 1810 ημερών. Αν στη χρονολογία 34 μ.Χ. προστεθούν τα 1810 χρόνια, φθάνομε στο έτος 1844. Επομένως οι 2300 ημέρες του Δανιήλ 8:14 λήγουν το 1844. Και, σύμφωνα με την επεξήγηση του αγγέλου, όταν εκπνεύσει η μεγάλη αυτή προφητική περίοδος, “το αγιαστήριον θέλει καθαρισθεί.” Έτσι ο χρόνος του καθαρισμού του αγιαστηρίου—που κατά γενική, σχεδόν παγκόσμια γνώμη, πιστεύονταν ότι θα μεσολαβούσε κατά τη δευτέρα παρουσία—είχε συγκεκριμένα προκαθοριστεί. ΜΔ1 353.1
Ο Μύλλερ και οι σύντροφοί του στην αρχή πίστευαν ότι οι 2300 μέρες έληγαν την άνοιξη του 1844, ενώ η προφητεία υπονοεί το φθινόπωρο του χρόνου εκείνου. Η παρανόηση του σημείου αυτού προξένησε αμηχανία και απογοήτευση σ’ αυτούς που είχαν ορίσει ότι η επιστροφή του Κυρίου θα μεσολαβούσε την άνοιξη της χρονιάς εκείνης. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός εξακολουθούσε να παραμένει αναντίρρητο ότι οι 2300 μέρες έληγαν τη χρονιά του 1844 και ότι τότε έπρεπε να εκπληρωθεί οπωσδήποτε το γεγονός που συμβολίζονταν με τον καθαρισμό του αγιαστηρίου. ΜΔ1 353.2
Όταν από μιας αρχής ανέλαβε να ερευνήσει τις Άγιες Γραφές όπως και έκανε, με σκοπό να αποδείξει ότι αυτές αποτελούσαν τη θεϊκή αποκάλυψη, ο Μύλλερ δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι θα κατέληγε στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Και αυτός ο ίδιος δυσκολεύονταν να πειστεί για τα αποτελέσματα της έρευνάς του. Και όμως οι γραφικές αποδείξεις ήταν τόσο αναμφισβήτητες και δυναμικές που δεν μπορούσε κανείς να τις αγνοήσει. ΜΔ1 353.3
Αφού αφιέρωσε δύο χρόνια στην προσεκτική μελέτη της Γραφής, το 1818 ήταν ακράδαντα πεπεισμένος ότι σε εικοσιπέντε περίπου χρόνια ο Χριστός θα επανέρχονταν για την απολύτρωση του λαού Του. “Περιττό να μιλήσω,” διηγείται αργότερα ο Μύλλερ, “για τη χαρά που πλημμύρισε την καρδιά μου με τη σκέψη αυτή, καθώς και τη λαχτάρα της ψυχής μου με την προοπτική της συμμετοχής μου στη χαρά των λυτρωμένων. Η Βίβλος πήρε καινούργιο νόημα για μένα. Η σκέψη μου έβρισκε σ’ αυτή πραγματική πανδαισία. Ότι μου φαίνονταν πριν σκοτεινό, μυστηριακό και άδηλο στις διδαχές της, μου παρουσιάζονταν φανερό και ξάστερο, λουσμένο στο φως που ξεπηδούσε τώρα από τις αγιασμένες της σελίδες. Ω, με τι δόξα και μεγαλοπρέπεια μου παρουσιάζονταν η αλήθεια! Όλα τα αντιφατικά και ασυμβίβαστα στοιχεία που συναντούσα προηγουμένως στο λόγο του Θεού εξαφανίσθηκαν. Και παρ’ όλο ότι υπήρχαν ακόμη αρκετά τμήματά του για τα οποία δεν ένοιωθα την ικανοποίηση ότι τα είχα κατανοήσει εντελώς, το φως όμως που προέρχονταν απ’ αυτόν φώτιζε τη σκοτεινή μέχρι τότε διάνοιά μου, ώστε έβρισκα στη μελέτη της Γραφής μια απόλαυση που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσαν να προξενήσουν οι διδαχές της.” (Bliss, σελ. 76,77.) ΜΔ1 354.1
“Με την ακράδαντη πεποίθηση ότι τα βαρυσήμαντα γεγονότα που προανήγγειλε η Γραφή έμελλαν να εκπληρωθούν σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα, γεννήθηκε μέσα μου το ακαταμάχητο ερώτημα της ευθύνης που έφερνα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο ενόψη των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν τόσο επηρεάσει τη δική μου ψυχή.” (Ίδιο μέρος, σελ. 81.) Δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται πως ήταν υποχρεωμένος να μεταδώσει και στους άλλους το φως που είχε δεχθεί. Περίμενε ότι θα συναντούσε αντίδραση από μέρους των απίστων. Αλλά ήταν σίγουρος ότι όλοι οι Χριστιανοί θα χαίρονταν με τη σκέψη ότι θα συναντιόταν με τον Σωτήρα τους τον οποίο διατείνονταν ότι αγαπούσαν. Το μόνο που φοβόταν ήταν μήπως από τη μεγάλη τους χαρά για την ένδοξη και την τόσο επικείμενη απολύτρωσή τους, πολλοί θα δέχονταν τη διδαχή χωρίς να ερευνήσουν οι ίδιοι τις Γραφές για να ανακαλύψουν την αλήθεια της αυτή. Γι’ αυτό και δίσταζε να μιλήσει, μη τυχόν είχε πέσει ο ίδιος σε λάθος και γίνονταν αφορμή να πλανηθούν και οι άλλοι. Αποφάσισε μάλλον να κάνει μια γενική ανασκόπηση των συμπερασμάτων στα οποία είχε καταλήξει και να εξετάσει με μεγάλη προσοχή κάθε τυχόν δυσκολία που θα συναντούσε. Διαπίστωσε ότι, μπροστά στο φως του λόγου του Θεού, οι αμφιβολίες του διαλύονταν όπως η πάχνη με τις ακτίνες του ηλίου. Πέντε χρόνια καταναλωμένα σ’ αυτή την εντατική μελέτη τον απάλλαξαν από κάθε ενδοιασμό για την ορθότητα της γνώμης του. ΜΔ1 354.2
Τότε αισθάνθηκε να πιέζεται διπλά από την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στους άλλους εκείνο που πίστευε ότι με τόση μεγάλη σαφήνεια δίδασκαν οι Γραφές. “Όταν ήμουν απασχολημένος με τη δουλειά μου,” έλεγε, “συνεχώς αντηχούσαν στα αυτιά μου τα λόγια: “Πήγαινε να μιλήσεις στον κόσμο για τον κίνδυνο που τον περιμένει.” Και διαρκώς τριγύριζαν στη σκέψη μου τα ακόλουθα εδάφια: “Όταν λέγω εις τον άνομον, άνομε, θέλεις εξάπαντος θανατωθεί· και σύ δεν λαλήσης δια να αποτρέψεις τον άνομον από της οδού αυτού, εκείνος μεν ο άνομος θέλει αποθάνει εν τη ανομία αυτού, πλήν εκ της χειρός σου θέλω εκζητήσει το αίμα αυτού. Αλλ’ εάν συ αποτρέπης τον άνομον από της οδού αυτού δια να επιστρέψη απ’ αυτής, και δεν επιστρέψη από της οδού αυτού, εκείνος μεν θέλει αποθάνει εν τη ανομία αυτού, συ δε ηλευθέρωσας την ψυχήν σου.” (Ιεζ. 33:8-9.) Σκεπτόμουν ότι αν οι ασεβείς μπορούσαν να προειδοποιηθούν με τον κατάλληλο τρόπο, πλήθη ολόκληρα θα ήταν δυνατόν να έρθουν σε μετάνοια· ενώ αν δεν τους προειδοποιούσα, το αίμα τους θα το ζητούσε από μένα ο Θεός.” (Bliss, σελ. 92.) ΜΔ1 355.1
Άρχισε να εκθέτει τις απόψεις του σε διάφορα άτομα κάθε φορά που του δίνονταν η ευκαιρία, και προσεύχονταν για να του παρουσιαστεί κάποτε ένας ιεροκήρυκας που να νοιώσει το βάθος της σημασίας τους και να αναλάβει να τις διακηρύξει δημόσια. Μ’ αυτό όμως δεν έκρινε ότι απαλλάσσονταν ο ίδιος από το προσωπικό του χρέος να καταστήσει την προειδοποίηση γνωστή. Τα ίδια πάντοτε λόγια στριφογύριζαν διαρκώς στο νού του. “Πήγαινε να προειδοποιήσεις τον κόσμο. Από τα χέρια σου θα ζητήσω το αίμα τους.” Εννέα χρόνια δίσταζε με το βάρος αυτό στη συνείδησή του μέχρι το 1831, οπότε για πρώτη φορά εξέθεσε δημόσια τις λογικές βάσεις των πεποιθήσεών του. ΜΔ1 355.2
Όπως ο Ελισσαιέ είχε κληθεί από το ζευγολάτισμα του χωραφιού να περιβληθεί τη μηλωτή της καθιέρωσης στο προφητικό λειτούργημα, έτσι και ο Γουλλιέλμος Μύλλερ έλαβε την κλήση να παρατήσει το αλέτρι του και να παρουσιάσει στον κόσμο τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού. Με φόβο και τρόμο ανέλαβε το καινούργιο του αυτό καθήκον, οδηγώντας τους ακροατές του βήμα προς βήμα στο δρόμο των προφητικών εκπληρώσεων μέχρι τον καιρό της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Κάθε καινούργια προσπάθεια του χορηγούσε πρόσθετη δύναμη και θάρρος καθώς διαπίστωνε το γενικό ενδιαφέρον που δημιουργούσαν τα λόγια του. ΜΔ1 355.3
Μόνο κατόπιν της επιμονής των Χριστιανών αδελφών του, στα λόγια των οποίων διέκρινε την κλήση του Θεού, ο Μύλλερ συγκατατέθηκε να γνωστοποιήσει δημόσια τις απόψεις του. Την εποχή εκείνη ήταν πενήντα χρονών, μη έχοντας πείρα δημοσίου ομιλητή, αλλ’ έχοντας πλήρη συναίσθηση της ακαταλληλότητάς του για ένα τέτοιο έργο. Απ’ αρχής όμως οι προσπάθειές του αμείφτηκαν κατά ένα θαυμάσιο τρόπο για τη σωτηρία των ψυχών. Η πρώτη του ομιλία είχε σαν αποτέλεσμα μια τέτοια πνευματική αφύπνιση που δέκα τρεις ολόκληρες οικογένειες, με την εξαίρεση δύο μόνο ατόμων, επέστρεψαν στο Χριστό. Αμέσως του ζήτησαν να μιλήσει και σε άλλα μέρη. Οπουδήποτε πήγαινε, τα κηρύγματά του κατέληγαν στην αφύπνιση του έργου του Κυρίου. Αμαρτωλοί πίστευαν στο Χριστό, Χριστιανοί καθιερώνονταν περισσότερο και δεϊστές και άθεοι έφθαναν να παραδεχθούν την αληθοφάνεια της Βίβλου και της χριστιανικής θρησκείας. Γενικά οι ακροατές του ομολογούσαν ότι το κήρυγμα του Μύλλερ “είχε βρει απήχηση σε μια κατηγορία ανθρώπων τους οποίους άλλοι δεν μπορούσαν να επηρεάσουν.” (Ίδιο μέρος, σελ. 138.) Τα κηρύγματά του απέβλεπαν να κινήσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στα βασικά ζητήματα θρησκευτικού χαρακτήρα, και να αναχαιτίσουν το συνεχώς αυξανόμενο κύμα της κοσμικότητας και φιληδονίας της εποχής του. ΜΔ1 356.1
Σχεδόν σε κάθε πόλη, εκείνοι που ακούγοντας τα κηρύγματά του επέστρεφαν στο Χριστό ανέρχονταν σε δεκάδες, ακόμη και σε εκατοντάδες. Σε πολλά μέρη, οι Προτεσταντικές εκκλησίες όλων των αποχρώσεων τον καλούσαν να κηρύξει από τον άμβωνα τους και συνήθως οι ιεροκήρυκες πολλών μαζί εκκλησιών του απεύθυναν ομαδικές προσκλήσεις. Είχε θέσει απαράβατο όρο στον εαυτό του να μη πηγαίνει πουθενά να κηρύξει χωρίς να έχει προηγουμένως προσκληθεί. Σε λίγο όμως διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί ούτε στις μισές από τις προσκλήσεις που του απευθύνονταν. Υπήρχαν και πολλοί που παρ’ όλο ότι δεν παραδέχονταν την άποψη του Μύλλερ για την ακριβή χρονολογία της δευτέρας παρουσίας, πείθονταν όμως ότι η παρουσία αναντίρρητα πλησίαζε και ότι έπρεπε να προετοιμαστούν. Σε ορισμένες μεγαλουπόλεις οι προσπάθειές του είχαν προξενήσει εξαιρετική εντύπωση. Ποτοποιοί εγκατέλειπαν το εμπόριό τους και μετέβαλλαν τα καταστήματά τους σε τόπους θρησκευτικών συναθροίσεων. Τα άντρα των τυχερών παιχνιδιών διαλύονταν. Άπιστοι, δεϊστές, θιασώτες της θεωρίας της Γενικής Σωτηρίας, ακόμη και υποκείμενα της κατώτερης υποστάθμης, άτομα που δεν είχαν πατήσει στην εκκλησία για χρόνια, γίνονταν άλλοι άνθρωποι. Σε διάφορες συνοικίες, θρησκευτικές οργανώσεις ποικίλων εκκλησιών, διοργάνωναν συναθροίσεις συμπροσευχής σχεδόν κάθε μία ώρα, όπου οι καταστηματάρχες συγκεντρώνονταν το μεσημέρι για να προσευχηθούν και να υμνήσουν το Θεό. Οι άνθρωποι δεν καταλαμβάνονταν από κανένα θρησκευτικό παροξυσμό, αλλά μάλλον από μια γενική, βαθιά θεοσέβεια. Το έργο του Μύλλερ, όπως και των πρώτων Μεταρρυθμιστών, αποσκοπούσε να βρει απήχηση στο βάθος της καρδιάς και να αφυπνίσει τη συνείδηση, αντί να επιδράσει μόνο στις αισθήσεις των ανθρώπων. ΜΔ1 356.2
Το 1833 η εκκλησία των Βαπτιστών όπου ανήκε ο Μύλλερ, του χορήγησε επίσημα την άδεια να κηρύττει το λόγο του Θεού. Πολλοί από τους ιεροκήρυκες της εκκλησίας του επιβράβευαν το έργο του, και με την επίσημη έγκρισή τους, εκείνος συνέχιζε τις προσπάθειές του. Ταξίδευε και κήρυττε συνέχεια, χωρίς διακοπή, αν και ο αγρός της προσωπικής εργασίας του βασικά περιορίζονταν στις Πολιτείες της Νέας Αγγλίας καθώς και στις Κεντρώες Πολιτείες της Αμερικής. Για αρκετά χρόνια, τα έξοδα κινήσεως τα είχε αναλάβει αυτός ο ίδιος. Αλλά και αργότερα, τα χρήματα που του έστελναν δεν επαρκούσαν ποτέ για να καλύψουν τις οδοιπορικές δαπάνες στα διάφορα μέρη όπου τον καλούσαν να κηρύξει. Ώστε η δημόσια καριέρα του όχι μόνο δεν του επέφερε κανένα χρηματικό κέρδος, αλλ’ αντίθετα απομυζούσε την ατομική περιουσία του που βαθμηδόν μειώθηκε αισθητά σ’ αυτή την περίοδο της ζωής του. Ήταν οικογενειάρχης άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια. Αλλά, μαθημένοι όλοι τους στην οικονομία και στην εργατικότητα, κατόρθωναν να ζούν με τα έσοδα του αγροκτήματος και να καλύπτουν ακόμη και τα δικά του έξοδα. ΜΔ1 357.1
Το 1833, δύο χρόνια αφ’ ότου ο Μύλλερ άρχισε να κηρύττει δημοσία τα σημεία της επικείμενης επιστροφής του Χριστού, εμφανίσθηκε το τελευταίο από τα σημεία τα οποία ο Σωτήρας είχε δώσει σαν προάγγελους της δευτέρας παρουσίας Του. Ο Χριστός είχε πει: “Οι αστέρες θέλουσι πέσει από του ουρανού.” (Ματθ. 24:29.) Το ίδιο και ο Ιωάννης ο Αποκαλυπτής, οραματιζόμενος τις προκαταρκτικές σκηνές που θα ήταν οι προάγγελοι της μεγάλης του Θεού ημέρας, παρατήρησε: “Οι αστέρες του ουρανού έπεσαν εις την γήν, καθώς η συκή ρίπτει τα άωρα σύκα αυτής, σειομένη υπό μεγάλου ανέμου.” (Αποκ. 6:13.) Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο κατά τη θεαματική πτώση των μετεωρικών αστέρων της 13 Νοεμβρίου του 1833. Αυτή ήταν η πιο φαντασμαγορική επίδειξη διαττόντων αστέρων που αναφέρει η ιστορία. “Ολόκληρος ο ουράνιος θόλος πάνω απ’ όλη την έκταση των Ηνωμένων Πολιτειών ταράσσονταν ώρες ολόκληρες μέσα σ’ ένα φλογισμένο σάλο! Ποτέ αφ’ ότου παρουσιάστηκαν οι πρώτοι άποικοι, δεν φανερώθηκε σ’ αυτή την ήπειρο ένα τέτοιο ουράνιο φαινόμενο που να επισύρει από τη μια μερίδα του πληθυσμού τον απερίγραπτο θαυμασμό και από την άλλη τον ασύγκριτο φόβο και τον πανικό ... Η μεγαλόπρεπη θέα και ομορφιά της σκηνής εκείνης βρίσκεται ακόμη ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη πολλών ... Ποτέ δεν έπεσε πυκνότερη βροχή στη γη, απ’ εκείνη τη βροχή των διαττόντων αστέρων. Η πτώση είχε την ίδια ένταση στο νότο, στο βορρά, σ’ ανατολή και δύση. Μ’ άλλα λόγια ολόκληρος ο ουρανός βρίσκονταν σε κίνηση ... Το θέαμα, όπως το περιγράφει ο καθηγητής Σίλλιμαν στο περιοδικό “Journal,” ήταν ορατό σ’ ολόκληρη την έκταση της Βόρειας Αμερικής ... Από τις δύο η ώρα μέχρι αργά τα χαράμαχα, ο αίθριος και ανέφελος ουρανός είχε μεταβληθεί σ’ ένα αεικίνητο αστραποβόλο παίγνιο φωτεινών σωμάτων που διακρίνονταν σ’ ολόκληρο το στερέωμα.” (R. Μ. Devens, “American Progress,” ή “The Great Events of the Greatest Century,” κεφ. 28, παράγραφοι 1-5.) ΜΔ1 358.1
“Καμιά γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει ακριβώς τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια αυτού του θεάματος ... Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την ένδοξη οπτασία αν δεν την έχει δει με τα μάτια του. Φαίνονταν πως όλα τα ουράνια σώματα είχαν συγκεντρωθεί όλα μαζί σ’ ένα σημείο κοντά στο ζενίθ του ουρανού απ’ όπου, σε μια ορισμένη στιγμή, άρχισαν να εκσφενδονίζονται με αστραπιαία εκτυφλωτική ταχύτητα πρός όλα τα σημεία του ορίζοντα χωρίς ποτέ να εξαντλούνται. Χιλιάδες έσβηναν, χιλιάδες άναβαν σε μια αδιάσπαστη αλληλουχία, σα να είχαν δημιουργηθεί ειδικά γι’ αυτή την περίπτωση.” (F. Reed στο “Christian Advocate and Journal,” 13 Δεκ. 1 8 3 3.) “Παραστατικότερη απ’ αυτή την εικόνα της συκιάς που ρίχνει τα άγουρα ακόμη σύκα της με το φύσημα σφοδρού ανέμου, δεν μπορούσε να αποδοθεί.” (“The Old Countryman,” στο “Evening Adviser,” του Πόρτλαντ, 26 Νοεμβρίου 1833.) ΜΔ1 358.2
Το “Journal of Commerce” της Νέας Υόρκης, με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1833, αφιέρωσε ένα μακροσκελές άρθρο στην περιγραφή του θαυμαστού αυτού φαινομένου, όπου αναφέρεται το ακόλουθο σχόλιο: “Δεν νομίζω ότι κανένας φιλόσοφος ή λόγιος ανέφερε ποτέ ή περιέγραψε φαινόμενο σαν αυτό που αντικρίσαμε χθες το πρωί. Ένας προφήτης, εδώ και δέκα οκτώ αιώνες, το περιέγραψε με ακρίβεια, φθάνει να είμαστε διατεθειμένοι να καταλάβουμε ότι όταν μιλούσε για πίπτοντες αστέρες, εννοούσε πίπτοντες αστέρες με την αποκλειστική έννοια με την οποία μπορούμε να εκλάβουμε τα λόγια του στην κυριολεξία τους. ΜΔ1 359.1
Έτσι εκπληρώθηκε και το τελευταίο από τα σημεία εκείνα που θα ανήγγειλαν την έλευση του Χριστού και για τα οποία ο Ιησούς είχε πει στους μαθητές Του: “Όταν ίδετε πάντα ταύτα, εξεύρετε ότι πλησίον είναι επί τας θύρας.” (Ματθ. 24:33.) Μετά τα σημεία αυτά, το αμέσως επόμενο σημαντικό γεγονός που αντικρίζει ο οραματιστής της Πάτμου είναι ο ουρανός που “απεχωρίσθη ως βιβλίον τετυλιγμένον,” ενώ η γη εσείσθη και “πάν όρος και νήσος εκινήθησαν εκ του τόπου αυτών,” και οι ασεβείς έντρομοι προσπαθούσαν να κρυβούν από την παρουσία του Υιού του ανθρώπου. (Αποκ. 6:12-17.) ΜΔ1 359.2
Πολλοί απ’ αυτούς που παρακολούθησαν το φαινόμενο των αστέρων το εξέλαβαν σαν προάγγελο της επικείμενης ημέρας της κρίσης, σαν “ένα δείγμα που προκαλεί δέος, ένα αναντίρρητο πρόδρομο, ένα ευσπλαχνικό σημείο που προειδοποιεί για τη μεγάλη και τρομερή εκείνη ημέρα.” (“The Old Countryman,” στο “Evening Adviser,” του Πόρτλαντ, 26 Νοεμβρίου 1833.) Μ’ αυτά τα γεγονότα, το ενδιαφέρον του κόσμου στράφηκε στην εκπλήρωση της προφητείας και πολλοί ήταν εκείνοι που έδιναν προσοχή στην αγγελία της δευτέρας παρουσίας. Το 1840 η εκπλήρωσή μιας άλλης σπουδαίας προφητείας κίνησε το γενικό ενδιαφέρον. Δυο χρόνια νωρίτερα, ο Ιωσίας Λήτς, ένας από τους ηγετικούς ιεροκήρυκες που ανήγγειλαν τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, δημοσίευσε μια έκθεση αναφερόμενη στο 9 κεφάλαιο της αποκάλυψης όπου έκανε νύξη για την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, η δύναμη αυτή έμελλε να ανατραπεί τον Αύγουστο του 1840. Λίγες μόνο μέρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία, έγραφε: “Συμπεραίνοντας ότι η πρώτη περίοδος των 150 ετών βρήκε την ακριβή εκπλήρωσή της με την ανάρρηση στο θρόνο του Διακόζη κατ’ εντολή των Τούρκων, και ότι τα 391 χρόνια και οι 15 μέρες άρχισαν αμέσως μετά το πέρας της πρώτης εκείνης περιόδου, τότε ο χρόνος αυτός λήγει στις 11 Αυγούστου του 1840, οπότε αναμένεται η κατάρρευση της Οθωμανικής δύναμης της Κωνσταντινούπολης. Και πιστεύω ότι αυτό ακριβώς θα συμβεί.” (Josiah Litch, στο “Signs of the Times,” και στον “Expositor of Prophecy,” 1 Αυγούστου 1840.) ΜΔ1 359.3
Ακριβώς τον προκαθορισμένο καιρό, η Τουρκία μέσο των πρεσβευτών της αποδέχονταν την προστασία των συμμαχικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων και επαφίονταν στον έλεγχο των Χριστιανικών εθνών. Το γεγονός αυτό εκπλήρωσε την πρόρρηση ακριβέστατα. Και όταν έγινε γνωστό, πλήθη ολόκληρα είχαν πειστεί για το αλάθητο των προφητικών στοιχείων και των ερμηνειών που απέδιδαν σ’ αυτές ο Μύλλερ και οι συνεργάτες του, πράγμα που έδωσε μεγάλη ώθηση στην κίνηση του Αντβεντισμού. (δηλαδή της δευτέρας παρουσίας του Χριστού.) Άνθρωποι με θέση και με μόρφωση ενώθηκαν με το Μύλλερ τόσο στο να κηρύξουν όσο και στο να δημοσιεύσουν τις απόψεις του και το έργο σημείωσε καταπληκτική πρόοδο από το 1840 μέχρι το 1844. ΜΔ1 361.1
Ο Γουλλιέλμος Μύλλερ κατέχονταν από εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες που ήταν απόρροια βαθιάς περισυλλογής και επισταμένης μελέτης. Στα χαρίσματα αυτά προστίθονταν η σοφία του ουρανού αφ’ ότου ενώθηκε με την Πηγή της σοφίας. Ήταν άνθρωπος ανυπολόγιστης αξίας που ενέπνεε το σέβας και την εκτίμηση σ’ όλους όσους ήξεραν να διακρίνουν την εντιμότητα του χαρακτήρα. Συγκεντρώνοντας την έμφυτη καλοσύνη της ψυχής με τη χριστιανική ταπεινοφροσύνη και την αδάμαστη αυτοκυριαρχία, ήταν προσιτός σε όλους, πρόθυμος να ακούσει τις γνώμες των άλλων και να ζυγίσει το βάρος των επιχειρημάτων τους. Δίχως πάθος ή έξαψη, σύγκρινε κάθε θεωρία και κάθε διδαχή με το λόγο του Θεού και, με την ευθυκρισία που τον διέκρινε και με τη βαθιά του γνώση των Γραφών, ήταν ικανός να αποφεύγει τις πλάνες και να αποκαλύπτει τα λάθη. ΜΔ1 361.2
Παρ’ όλα αυτά στη συνέχεια του έργου του συνάντησε τρομερή αντίσταση. Όπως έγινε με τους προηγούμενους Μεταρρυθμιστές, το ίδιο και στην περίπτωσή του, οι αλήθειες που παρουσίαζε δεν έγιναν ευνοϊκά δεκτές από τους σύγχρονους λαοφιλείς θεολόγους. Αδυνατώντας να αποδείξουν τις απόψεις τους από τις Γραφές, τα άτομα αυτά κατέφευγαν στα λεγόμενα και στις διδασκαλίες των ανθρώπων και στις παραδόσεις των Πατέρων. Αλλά οι αγγελιοφόροι της παρουσίας του Κυρίου αναγνώριζαν μία μοναδική πηγή. “Η Γραφή και μόνο η Γραφή.” ήταν το σύνθημά τους. Το κενό που παρουσίαζαν στη γνώση τους των Βιβλικών επιχειρημάτων οι ανταγωνιστές αυτοί το συμπλήρωναν με ειρωνικά σχόλια και με χλευασμούς. Χρήμα, χρόνος, τάλαντα όλα χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να βλάψουν εκείνους των οποίων το μοναδικό πταίσμα ήταν ότι απέβλεπαν με χαρά στην επιστροφή του Κυρίου τους, αγωνιζόμενοι να ζήσουν μια αγνή ζωή και παρακινώντας άλλους να προετοιμαστούν για την παρουσία Του. ΜΔ1 362.1
Σοβαρές προσπάθειες καταβλήθηκαν προκειμένου να αποσπασθεί η προσοχή του κοινού από το θέμα της δευτέρας παρουσίας. Το έκαναν να φαίνεται σαν κάτι το κοινό, κάτι το προσβλητικό να μελετούν οι άνθρωποι τις προφητείες που αφορούσαν τον ερχομό του Χριστού και το τέλος του κόσμου. Μ’ αυτό οι λαοφιλείς προπαγανδιστές του ευαγγελίου υπονόμευαν την πίστη στο λόγο του Θεού. Η διδασκαλία τους μετέβαλλε τους ανθρώπους σε άπιστους και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ευκαιρία ζητούσαν για να ζήσουν σύμφωνα με τις αμαρτωλές σαρκικές επιθυμίες τους. Τότε οι πρωταίτιοι του κακού έριχναν το βάρος πάνω στους Αντβεντιστές. (Τους προσμένοντες τον Κύριο οπαδούς του Μύλλερ.) ΜΔ1 362.2
Παρά το γεγονός ότι στο πυκνό ακροατήριο του Μύλλερ σύχναζαν μορφωμένοι, σοβαροί άνθρωποι, το όνομά του όμως σπάνια αναφέρονταν στον εκκλησιαστικό τύπο, εκτός αν ήταν για να τον γελοιοποιήσουν και να τον επικρίνουν δημοσία. Ενθαρρυνόμενοι από τη στάση των θρησκευτικών ηγετών, οι άθεοι και οι αδιάφοροι χρησιμοποιούσαν προσβλητικά επίθετα και χαμερπή και βλάσφημα ευφυολογήματα για να διασύρουν τόσο τον ίδιο, όσο και το έργο του. Ο γκριζομάλλης άνθρωπος του Θεού που είχε εγκαταλείψει τη θαλπωρή του σπιτιού και ταξίδευε με δικά του έξοδα από μέρος σε μέρος, από πόλη σε πόλη, κοπιάζοντας αδιάκοπα με σκοπό να προειδοποιήσει τον κόσμο για την εγγύτητα της ημέρας της κρίσης, επικρίνονταν σαρκαστικά σαν φανατικός, σαν ψεύτης, σαν κερδοσκόπος και σαν απατεώνας. ΜΔ1 362.3
Τέτοιες ήταν οι γελοιοποιήσεις, οι ψευτιές και οι ύβρεις που εκτοξεύονταν εναντίον του, ώστε έφθασαν να προκαλέσουν την αγανακτησμένη διαμαρτυρία και αυτού ακόμη του ημερησίου τύπου. “Να χειρίζεται κανείς ένα θέμα μιας τέτοιας καταπληκτικής σημασίας και με τόσο συγκλονιστικές συνέπειες, μ’ αυτού του είδους την ελαφρότητα και την αισχρολογία,” έγραφαν οι κοσμικοί δημοσιογράφοι, “είναι όχι μόνο να παίζει με τα αισθήματα εκείνων που το προάγουν και εκείνων που το πιστεύουν, αλλά και να χλευάζει την ημέρα της κρίσης, να ειρωνεύεται την ίδια τη Θεότητα και να περιφρονεί τις φοβερές συνέπειες του θεϊκού δικαστηρίου.” (Bliss, σελ. 183.) ΜΔ1 363.1
Ο ηθικός αυτουργός του κάθε κακού κατέβαλλε κάθε προσπάθεια όχι μόνο για να εκμηδενίσει τα αποτελέσματα της αγγελίας της παρουσίας του Κυρίου, αλλά και να εξολοθρεύσει αυτόν τον ίδιο τον κήρυκα. Η πρακτική εφαρμογή των Βιβλικών αληθειών όπως τις κήρυττε ο Μύλλερ, επηρέαζε τις καρδιές των ανθρώπων σαν δίστομο μαχαίρι, ελέγχοντάς τους για τις αμαρτίες τους και ενοχλώντας την ατάραχη νωχέλειά τους. Και αυτό προκαλούσε την εχθρότητά τους. Η αντίδραση που έδειχναν τα μέλη της εκκλησίας πρός το μήνυμά του ενεθάρρυνε υποκείμενα της κατώτερης υποστάθμης να προχωρήσουν μέχρι τα άκρα και οι εχθροί αυτοί αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν την ώρα που θα έφευγε από την αίθουσα της συνάθροισης. Άγιοι άγγελοι όμως βρίσκονταν μέσα στο πλήθος. Ένας απ’ αυτούς, με ανθρώπινη μορφή, άρπαξε το δούλο του Θεού από το χέρι και τον οδήγησε σε ασφαλές μέρος, μακριά από τον εξημμένο όχλο. Το έργο του δεν είχε ακόμη τελειώσει. Μια μεγάλη απογοήτευση κυρίευσε το Σατανά και τους θιασώτες του βλέποντας την αποτυχία του σκοπού του. ΜΔ1 363.2
Παρ’ όλη την εναντίωση, το ενδιαφέρον για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού εξακολουθούσε να αυξάνει. Από τους είκοσι και τους εκατό με τους οποίους είχε αρχίσει, το ακροατήριο έφθασε τώρα να αριθμεί χιλιάδες. Και σαν αποτέλεσμα των κηρυγμάτων, τα μέλη των διαφόρων εκκλησιών πολλαπλασιάζονταν. Ύστερα από ένα διάστημα όμως, το αντιδραστικό πνεύμα εκδηλώθηκε ακόμη και εναντίον των νεοφώτιστων αυτών μελών και οι εκκλησίες άρχισαν να εφαρμόζουν μέτρα πειθαρχίας εναντίον εκείνων που ασπάζονταν τις απόψεις του Μύλλερ. Στην πράξη αυτή ο Μύλλερ απάντησε με μια ανοικτή επιστολή που απηύθυνε στους Χριστιανούς όλων των εκκλησιαστικών αποχρώσεων παροτρύνοντας τους, αν έβρισκαν λαθεμένη τη διδαχή του, να του αποδείξουν την πλάνη του από τη Γραφή. ΜΔ1 363.3
“Τι πιστεύομε,” έγραφε, “χωρίς να εντελλόμαστε να το πιστεύομε από το λόγο του Θεού που εσείς οι ίδιοι παραδέχεσθε ότι είναι ο κανόνας, ο μοναδικός κανόνας της πίστης και της έμπρακτης ζωής; Τι κάναμε για να επιφέρομε εναντίον μας τέτοιες σφοδρές επιθέσεις τόσο από τον άμβωνα όσο και από τον τύπο και να δώσομε αφορμή να μας αποκλείσετε (τους οπαδούς του Αντβεντισμού), από τις εκκλησίες σας και από τη συντροφιά σας;” “Αν έχομε λάθος, σας παρακαλούμε να μας δείξετε που είναι το λάθος μας. Αποδείξτε μας από το λόγο του Θεού ότι πλανώμαστε. Αρκετά έχομε χλευασθεί. Μ’ αυτό δεν θα μπορέσομε ποτέ να πεισθούμε ότι βρισκόμαστε στην πλάνη. Μόνο ο λόγος του Θεού μπορεί να μας κάνει να αλλάξομε τη γνώμη μας. Επειδή στα συμπεράσματα αυτά καταλήξαμε ύστερα από πολλή προσοχή και προσευχή, στηριζόμενοι στη μαρτυρία των Αγίων Γραφών.” (Ίδιο μέρος, σελ. 250, 252.) ΜΔ1 364.1
Από γενεά σε γενεά, τις προειδοποιήσεις που έστελνε ο Θεός στον κόσμο με τους δούλους Του, πάντοτε οι άνθρωποι τις αντιμετώπιζαν με απιστία και αδιαφορία. Όταν η παρανομία των προκατακλυσμιαίων ανάγκασε το Θεό να καταστρέψει τον κόσμο με τη νεροποντή, τους γνωστοποίησε προηγουμένως το σκοπό Του, για να τους δώσει την ευκαιρία να στραφούν από τις αμαρτωλές συνήθειές τους. Εκατόν είκοσι χρόνια αντηχούσε στα αυτιά τους η αγγελία που τους καλούσε σε μετάνοια για να μην εξολοθρευτούν από τη θεϊκή οργή. Αλλ’ η προειδοποίηση τους φάνηκε σαν παραμύθι και δεν την πίστεψαν. Απορροφημένοι από την κακία τους, βάλθηκαν να ειρωνεύονται τον απεσταλμένο του Θεού, να τον χλευάζουν για τις επικλήσεις του, ακόμη και να τον κατηγορούν για θρασύτητα. Πως τολμούσε μόνος ένας άνθρωπος αυτός να σταθεί αντιμέτωπος με όλους τους μεγάλους της γης; Αν η αγγελία του Νώε ήταν αληθινή, τότε γιατί ολόκληρος ο κόσμος δεν την αναγνώριζε, ούτε πίστευε σ’ αυτή; Ενός ανθρώπου η γνώμη μπροστά στη σοφία χιλιάδων! Καμιά διάθεση δεν είχαν ούτε την αγγελία να πιστέψουν ούτε στην κιβωτό να καταφύγουν. ΜΔ1 364.2
Οι εμπαίκτες εκείνοι έβλεπαν καθημερινά την όμορφη φύση γύρω τους—την αλληλοδιαδοχή των εποχών του έτους, τον καταγάλανο ουρανό που δεν τους είχε ποτέ βρέξει ως τότε, τα καταπράσινα λιβάδια φρεσκαρισμένα με τις στάλες της νυχτερινής δροσιάς—και έλεγαν μεταξύ τους: “Τι παραμύθια είναι αυτά που λέει;” Περιφρονητικά αποκαλούσαν τον κήρυκα της δικαιοσύνης θρησκόληπτο παράφρονα και συνέχιζαν το δρόμο τους, τρέχοντας πίσω από τις απολαύσεις και τις αμαρτωλές τους έξεις με μεγαλύτερη ακόμη όρεξη παρά ποτέ άλλοτε. Η απιστία τους όμως δεν ματαίωσε την εκπλήρωση του προρρηθέντος γεγονότος. Πολύ καιρό υπέμεινε ο Θεός την ασέβειά τους προσφέροντάς τους κάθε ευκαιρία να μετανοήσουν. Στον προσδιορισμένο όμως καιρό, οι θεϊκές Του τιμωρές κρίσεις ξέσπασαν πάνω στους καταφρονητές της ευσπλαχνίας Του. ΜΔ1 365.1
Ο Χριστός δήλωσε ότι η ίδια απιστία θα εκδηλώνονταν σχετικά και με τη δευτέρα παρουσία Του. Όπως οι άνθρωποι των ημερών του Νώε “δεν εννόησαν έως ότου ήλθεν ο κατακλυσμός και εσήκωσε πάντας· ούτω,” λέγει ο Σωτήρας, “θέλει είσθαι και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου.” (Ματθ. 24:39.) Όταν ο καλούμενος λαός του Θεού γίνεται ένα με τον κόσμο, ακολουθώντας τις συνήθειές του και συμμεριζόμενος τις απαγορευμένες απολαύσεις του, όταν η εκκλησία μιμείται τη σπάταλη συμπεριφορά του κόσμου, όταν οι γαμήλιες τελετές δίνουν και παίρνουν και ο κόσμος αποβλέπει σε πολλά ακόμη χρόνια κοσμικής ευημερίας, τότε, ξαφνικά όπως η αστραπή που φεγγοβολάει απ’ άκρη σ’ άκρη του ουρανού, θα σημάνει το τέλος όλων των λαμπρών οραματισμών τους και των απατηλών προσδοκιών τους. ΜΔ1 365.2
Όπως είχε αποστείλει ο Θεός το δούλο Του να προειδοποιήσει τον κόσμο για τον επερχόμενο κατακλυσμό, έτσι απέστειλε και αγγελιοφόρους της εκλογής Του να γνωστοποιήσουν την εγγύτητα της τελικής κρίσης. Και όπως οι σύγχρονοι του Νώε αντιμετώπιζαν με εμπαιγμούς τις προρρήσεις του κήρυκα της δικαιοσύνης, έτσι και πολλοί σύγχρονοι του Μύλλερ, ακόμη και ανάμεσα από το θεωρούμενο λαό του Θεού, χλεύαζαν τα προειδοποιητικά του λόγια. ΜΔ1 365.3
Γιατί όμως οι Χριστιανικές εκκλησίες έδειξαν τέτοια απαρέσκεια για τη διδαχή και το κήρυγμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού; Αν η παρουσία του Κυρίου στους ασεβείς φέρνει τη συμφορά και την καταστροφή, στους δικαίους όμως έρχεται γεμάτη με χαρά κι ελπίδα. Η μεγάλη αυτή αλήθεια αποτέλεσε την παρηγορία του πιστού λαού του Θεού όλων των αιώνων. Γιατί λοιπόν κατέληξε να θεωρείται αυτή όπως και ο εισηγητής της “λίθος προσκόμματος” και “πέτρα σκανδάλου” από τον καλούμενο λαό Του; Ο ίδιος ο Κύριός μας είχε υποσχεθεί στους μαθητές Του: “Αφού υπάγω και σας ετοιμάσω τόπον. πάλιν έρχομαι και θέλω σας παραλάβει προς Εμαυτόν.” (Ιωάν. 14:3.) Ο ίδιος πανεύσπλαχνος Σωτήρας, αντιλαμβανόμενος τη μοναξιά και τον ψυχικό πόνο των οπαδών Του, διέταξε τους αγγέλους Του να τους παρηγορήσουν με τη διαβεβαίωση ότι θα ξαναγύριζε, προσωπικά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο αναλήφθηκε στον ουρανό. Όταν οι μαθητές με στυλωμένα τότε μάτια στον ουρανό προσπαθούσαν να ρίξουν μια τελευταία ματιά πάνω σ’ Εκείνον που τόσο αγαπούσαν, την προσοχή τους απόσπασαν τα ακόλουθα λόγια: “Άνδρες Γαλιλαίοι, τι ίστασθε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς, όστις ανελήφθη αφ’ υμών εις τον ουρανόν, θέλει ελθεί ούτω, καθ’ όν τρόπον είδετε Αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν.” (Πράξ. 1:11.) Η ελπίδα θέριεψε πάλι μέσα τους με το αγγελικό αυτό μήνυμα. Οι μαθητές “υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης. Και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ, αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν.” (Λουκ. 24:52-53.) Δεν χαίρονταν επειδή ο Χριστός είχε φύγει από κοντά τους και αυτοί έμειναν μόνοι να αγωνιστούν ενάντια στις δοκιμασίες και στους πειρασμούς του κόσμου, αλλ’ επειδή ο άγγελος τους είχε διαβεβαιώσει ότι Εκείνος θα ξανάρχονταν. ΜΔ1 366.1
Η διακήρυξη της έλευσης του Χριστού θα έπρεπε και σήμερα όπως και στην εποχή που τη μετέδωσαν οι άγγελοι στους βοσκούς της Βηθλεέμ να είναι αγγελία αγαθή και πρόξενος χαράς μεγάλης. Όσοι πραγματικά αγαπούν το Σωτήρα, δεν μπορούν παρά να χαιρετίζουν με χαρά το μήνυμα μέσα από το λόγο του Θεού ότι Εκείνος που αντιπροσωπεύει την εκπλήρωση όλων των ελπίδων τους για τη μελλοντική ζωή πρόκειται να ξανάρθει. Όχι τώρα πιά για να εμπαιχθεί, να περιφρονηθεί και να απορριφθεί όπως στον πρώτο Του ερχομό, αλλά με όλη Του τη δόξα και τη δύναμη για να ελευθερώσει το λαό Του. Μόνον όσοι δεν αγαπούν το Σωτήρα τους, Τον θέλουν να παραμείνει μακριά τους. Και μεγαλύτερη απόδειξη του ότι οι εκκλησίες έχουν απομακρυνθεί από το Θεό δεν μπορεί να υπάρξει από τον ερεθισμό και την εχθροπάθεια που προξενεί το θεόσταλτο αυτό άγγελμα. ΜΔ1 366.2
Όσοι είχαν αποδεχθεί το μήνυμα του αντβεντισμού αναγνώριζαν ότι έπρεπε να μετανοήσουν και να ταπεινωθούν μπροστά στο Θεό. Πολλοί που χώλαιναν ανάμεσα στο Χριστό και στον κόσμο για πολύ καιρό, κατάλαβαν ότι έφθασε η στιγμή να πάρουν μια οριστική απόφαση: “Τα αιώνια πράγματα έπαιρναν γι’ αυτούς μια πρωτόγνωρη θωριά. Ένοιωθαν πλησιέστερα στον ουρανό και συναισθάνονταν ότι ήταν ένοχοι έναντι του Θεού.” (Bliss, σελ. 146.) Οι Χριστιανοί παρακινούνταν σε μια πνευματική ανακαίνιση. Έβλεπαν ότι δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο και ότι οτιδήποτε είχαν να κάνουν για το καλό των συνανθρώπων τους, έπρεπε να το κάνουν το συντομότερο. Η γη έμοιαζε να υποχωρεί, η αιωνιότητα φαίνονταν να ανοίγεται μπροστά τους. Και η σημασία της ψυχής με όλα όσα αφορούσαν την αιώνια ευτυχία ή τη δυστυχία της, φαίνονταν να εκμηδενίζει κάθε πρόσκαιρο ενδιαφέρον. Το Πνεύμα του Θεού επαναπαύονταν επάνω τους, προσδίδοντας ιδιαίτερη ένταση στις ένθερμες εκκλήσεις τους, πρός τους αδελφούς τους, καθώς και πρός τους ασεβείς για να ετοιμαστούν για την ημέρα του Κυρίου. Η σιωπηλή αυτή μαρτυρία της καθημερινής ζωής τους αποτελούσε ένα διαρκή έλεγχο για τα μη καθιερωμένα μέλη της εκκλησίας που δεν ήθελαν να ενοχλούνται μέσα στην απόλαυση των διασκεδάσεων, μέσα στο κυνηγητό του πλούτου και στη φιλοδοξία για πρόσκαιρες τιμές. Σ’ αυτό οφείλονταν η εξωτερίκευση της εχθρότητας και της αντίδρασης εναντίον της αντβεντιστικής πίστης (της πίστης στην παρουσία του Κυρίου), καθώς και εναντίον εκείνων που τη μετέδιδαν. ΜΔ1 367.1
Βλέποντας ότι τα επιχειρήματα των προφητικών ερμηνειών ήταν αναντίρρητα, οι αντιδραστικοί για να αποθαρρύνουν τον κόσμο από τη μελέτη του θέματος, διέδιδαν ότι οι προφητείες ήταν σφραγισμένα βιβλία. Έτσι οι Διαμαρτυρόμενοι ακολουθούσαν τα ίχνη των Ρωμαιοκαθολικών. Όπως η παπική εκκλησία κατακρατούσε τη Γραφή από το λαό, τώρα οι Προτεσταντικές εκκλησίες ισχυρίζονταν ότι ένα σημαντικό μέρος του λόγου της θεοπνευστίας—και μάλιστα εκείνο το οποίο αναφέρει γεγονότα που αφορούν ιδιαίτερα την εποχή μας—ήταν ακατανόητο. ΜΔ1 367.2
Κήρυκες και λαϊκά μέλη δήλωναν ότι οι προφητείες του Δανιήλ και της Αποκάλυψης ήταν μυστήρια ακατάληπτα. Αλλά ο Χριστός παρέπεμψε τους μαθητές Του στα λόγια του προφήτη Δανιήλ για γεγονότα που θα εξελίσσονταν στην εποχή τους και τους είπε: “Ο αναγινώσκων ας εννοή.” (Ματθ. 24:15.) Όσο για τον ισχυρισμό ότι η Αποκάλυψη είναι μυστήριο ακατανόητο, αυτός έρχεται σε αντίφαση και μ’ αυτόν ακόμη τον τίτλο του βιβλίου: “Αποκάλυψις Ιησού Χριστού, την οποίαν έδωκεν εις Αυτόν ο Θεός, δια να δείξη εις τους δούλους Αυτού όσα πρέπει να γείνωσι ταχέως ... Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και οι φυλάττοντες τα γεγραμμένα εν αυτή· διότι ο καιρός είναι πλησίον.” (Αποκ. 1:1-3.) ΜΔ1 368.1
Ο προφήτης λέγει “μακάριος ο αναγινώσκων.” Υπάρχουν φυσικά και εκείνοι που δεν αναγινώσκουν. Ο μακαρισμός δεν είναι γι’ αυτούς. “Και οι ακούοντες.” Είναι επίσης μερικοί που αρνούνται να ακούσουν οτιδήποτε σχετίζεται με την προφητεία. Ούτε γι’ αυτούς είναι ο μακαρισμός. Και οι “φυλάττοντες τα γεγραμμένα εν αυτή.” Πολλοί αρνούνται να δώσουν σημασία στις προειδοποιήσεις και στις καθοδηγήσεις της Αποκάλυψης. Κανείς απ’ αυτούς δεν μπορεί να έχει την απαίτηση να λογιστεί μακάριος. Όλοι όσοι κοροϊδεύουν τα θέματα της προφητείας και γελοιοποιούν τα σπουδαία σύμβολά της, όλοι όσοι αρνούνται να διορθωθούν και να προετοιμαστούν για την παρουσία του Υιού του ανθρώπου, δεν μπορούν να θεωρούνται μακάριοι. ΜΔ1 368.2
Ύστερα από μια τέτοια μαρτυρία της θεοπνευστίας, πώς τολμούν οι άνθρωποι να διδάσκουν ότι η Αποκάλυψη είναι ένα μυστήριο αδιαπέραστο από την ανθρώπινη αντίληψη; Είναι ένα αποκαλυμμένο μυστήριο—ένα βιβλίο ανοικτό. Η μελέτη της Αποκάλυψης κατευθύνει το νού στις προφητείες του Δανιήλ. Και οι δύο περιέχουν σπουδαιότατες οδηγίες τις οποίες ο Θεός δίνει στους ανθρώπους σχετικά με τα γεγονότα τα μέλλοντα να διαδραματιστούν στο τέλος της ιστορίας του κόσμου. ΜΔ1 368.3
Στον Ιωάννη αποκαλύφθηκαν σκηνές με βαθύτατο και συγκλονιστικό ενδιαφέρον από τις σελίδες της εκκλησιαστικής ζωής και πείρας. Του επετράπη να δει τη στάση, τους κινδύνους, τους αγώνες και την τελική απολύτρωση του λαού του Θεού. Καταχωρεί τα τελευταία μηνύματα που δίνονται και με τα οποία ωριμάζει ο θερισμός της γης, είτε με δεμάτια σιταριού προορισμένα για τις αποθήκες του ουρανού, είτε με αχυροστιβάδες για τις φλόγες του αφανισμού. Του παρουσιάστηκαν θέματα υψίστης σημασίας, ιδιαίτερα για την εκκλησία των εσχάτων ημερών, ώστε εκείνοι που θα στραφούν από την πλάνη στην αλήθεια να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους και τις συγκρούσεις που τους περιμένουν. Κανείς δεν χρειάζεται να βρίσκεται στο σκότος όσον αφορά τα μέλλοντα να συμβούν στον κόσμο. ΜΔ1 368.4
Πως δικαιολογείται λοιπόν μια τέτοια τεράστια άγνοια για ένα τόσο σημαντικό τμήμα της Αγίας Γραφής; Γιατί ο γενικός αυτός δισταγμός για τη διερεύνηση των διδασκαλιών της; Αυτό είναι το μοναδικό αποτέλεσμα των προμελετημένων προσπαθειών του άρχοντα του σκότους για να αποκρύψει από τους ανθρώπους τα όσα αποκαλύπτουν τις ραδιουργίες του. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο Χριστός, Αυτός που έδωσε την Αποκάλυψη, προβλέποντας την επίθεση που θα εξαπολύονταν κατά της μελέτης του βιβλίου αυτού, πρόφερε ένα ιδιαίτερο μακαρισμό για όλους εκείνους που θα μελετούσαν, θα άκουγαν και θα εφάρμοζαν τους λόγους της προφητείας. ΜΔ1 369.1